Η συνήθης συζήτηση στο εσωτερικό της πατρίδας μας σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά συνίσταται στο αν θα επιτεθεί ή όχι η Τουρκία εναντίον μας και επακόλουθα στο τι θα πράξουν διάφοροι πραγματικοί ή υποτιθέμενοι σύμμαχοί μας, κυρίως η Δύση. Όσο και αν είναι λογικός ένας τέτοιος διάλογος είναι και απολύτως ανεπαρκής, διότι βλέπει μόνο το προφανές και περιορίζεται στην εικοτολογία.
Το ζητούμενο δεν είναι να μαντέψουμε τί θα πράξει η Τουρκία αλλά να προετοιμαστούμε με βάση όσα τελεσιγραφικά ανακοινώνει η κυβέρνησή της. Όταν λοιπόν η άλλη πλευρά εξαγγέλλει ότι θα αμφισβητήσει την κυριαρχία σου στην επικράτειά σου, είναι τουλάχιστον αφελές να συζητάς ακόμα, το κατά πόσο εννοεί τα τελεσίγραφά της, απλώς και μόνο προκειμένου είτε να βρίσκεις άλλοθι εφησυχασμού, είτε να κερδίζεις ψήφους ενόψει εκλογών.
Επιπλέον όμως, όσο ασχολούμαστε μόνο με τη ρητορική της Άγκυρας χάνουμε από το βλέμμα μας –συνήθως ένοχα– τη μεγαλύτερη εικόνα. Όπως ακριβώς το Κυπριακό δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά μόνο ως τμήμα του Μεσανατολικού ζητήματος εντός του Ψυχρού Πολέμου, έτσι και την τωρινή τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, όπως και στη Μέση Ανατολή, δεν μπορούμε να την κατανοήσουμε παρά μόνο ως τμήμα της αλλαγής συνόρων που ξεκίνησε με ευθύνη των ΗΠΑ το 2003. Και πλέον να την κατανοήσουμε ως κρίκο στην αλυσίδα των γεγονότων της παγκόσμιας αντιπαράθεσης, ανάμεσα στη Δύση και στο σινορωσικό μπλοκ.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν δύο καταστροφικές για την ελληνική εξωτερική πολιτική διεθνοπολιτικές συνθήκες: Πρώτον, η Τουρκία είναι απολύτως κρίσιμη διαχρονικά για τη Δύση, προκειμένου να επιτευχθούν τα σχέδια της τελευταίας για μια νέα αρχιτεκτονική συνόρων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Πλέον είναι ακόμα κρισιμότερη με δεδομένη τη σύγκρουση με τη Ρωσία. Πολύ κρισιμότερη από την Ελλάδα.
Ούτε θέλουν ούτε μπορούν
Δεύτερον, δεδομένου ότι η τουρκική επιθετικότητα εξελίσσεται εντός του πλαισίου της παγκόσμιας αντιπαράθεσης, οι δυνατότητες χαλιναγώγησής της από τις υποχωρούσες ιστορικώς ΗΠΑ, είναι πολύ μικρότερες από τις αντίστοιχες της δεκαετίας του ’90, ενώ πλέον και η Ρωσία κάθε άλλο παρά θα παρέμβει υπέρ των ελληνικών συμφερόντων στην περίπτωση τουρκικής απόπειρας κατάληψης ενός νησιού.
Τούτο, διότι η Ρωσία θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι οριστικώς επιθετική προς την ίδια και ότι μόνο μια ελληνική ήττα, χωρίς όμως υπερβολική ενίσχυση της Τουρκίας, θα καταδείξει στον ελληνικό λαό το αδιέξοδο της σημερινής πολιτικής της πατρίδας μας. Ακόμα και αρνητικές για τα ελληνικά συμφέροντα, παρεμβάσεις των ΗΠΑ, τύπου Ιμίων, καθίστανται πολύ δυσκολότερες εν μέσω πολέμου στην Ουκρανία και πιθανού πολέμου με το Ιράν.
Συνδυαστικώς, οι δύο παραπάνω συνθήκες μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ-Δύση ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να πιέσουν την Τουρκία πέραν ενός σημείου. Η δε Ρωσία, ο μεγάλος “ελεγκτής” ιστορικά της τουρκικής επέκτασης, θα δει με μεγάλη ικανοποίηση την Ελλάδα να πληρώνει το κόστος του αντιρωσισμού της. Άρα όλη η αρχιτεκτονική της αμερικανοκίνητης, κατευναστικής και ενδοτικής πολιτικής, “ασφάλειας” του Ελληνισμού, κυρίως των τελευταίων 25 ετών, έχει καταστεί παρωχημένη και ως εκ τούτου καταστροφική.
Δεν αρκούν οι πύραυλοι
Τρεις επιπλέον παράγοντες ωθούν την πατρίδα μας σε ταυτόχρονη οικονομική κατάρρευση και σε κίνδυνο εθνικό ακρωτηριασμού. Πρώτον, το γεγονός ότι το δέλεαρ της συμμετοχής της Τουρκία στην ΕΕ έχει απωλεσθεί και εναλλακτικές οικονομικές ολοκληρώσεις διαμορφώνονται, σημαίνει ότι η συνολική ικανότητα πειθαναγκασμού της Τουρκίας από τη Δύση έχει μειωθεί δραστικά. Δεύτερον, την όξυνση της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης στην πατρίδα μας. Τρίτον, το γεγονός ότι το πολιτικό κατεστημένο –όπως κυρίως εκφράζεται δια των τριών μεγαλυτέρων κομμάτων– συναινεί στο «ανήκομεν εις την Δύσιν» τόσο στο διεθνοπολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο.
Δεν συνειδητοποιούμε ότι δεν είναι οι υπερσύγχρονοι πύραυλοι από μόνοι τους (άραγε σε τι ποσότητες τους διαθέτουμε;) εκείνοι οι οποίοι αποτρέπουν ή οδηγούν σε ήττα έναν επιτιθέμενο. Πρώτον, διότι και η άλλη πλευρά διαθέτει τέτοια οπλικά συστήματα. Δεύτερον, διότι η αποτροπή βασίζεται σε πολύ περισσότερους παράγοντες, με κυριότερο τη διορατικότητα, τον πατριωτισμό και την κοινωνική αποδοχή του πολιτικού συστήματος.
Για να το πούμε αλλιώς, η αποτροπή πρέπει να στηρίζεται στην ενότητα ηγεσίας και λαού, στη βάση της συνδυαστικής προώθησης εθνικών και λαϊκών συμφερόντων. Όσα όπλα και αν διαθέτεις, αν η πολιτική ηγεσία είναι ελεγχόμενη από ξένα συμφέροντα και κοντόθωρη, αν ο λαός είναι απογοητευμένος και ηττοπαθής, θα ηττηθείς. Γι’ αυτούς τους λόγους και με δεδομένη την οξύτητα των κινδύνων είναι απολύτως κρίσιμο και πατριωτικό να αλλάξει εκ βάθρων το πολιτικό κατεστημένο και σύστημα της χώρας τώρα, πριν ακόμα από την επερχόμενη καταστροφή.
Είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε τώρα, άλλες ηγεμονικές πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θα μετασχηματίσουν την πολιτική της πατρίδας μας, από την παρωχημένο αμερικανοκεντρισμό, στον εθνικο-ανεξαρτησιακό πολυκεντρισμό, αποκαθιστώντας τις σχέσεις που καταστρέφουμε συστηματικά με τον μη Δυτικό Κόσμο. Είναι αναγκαίο να διαμορφώσουμε μια ταυτόχρονη και συνδυαστική, εθνικοαμυντική και κοινωνικο-απελευθερωτική στρατηγική. Όπως και κατά τις δεκαετίες μετά τον Eμφύλιο Pόλεμο, έτσι και σήμερα, η αλλαγή του πολιτικού συστήματος αποτελεί την πλέον πατριωτική πολιτική.
Πηγή: Τζήμας Θέμης_SLPress.gr