«Αυτό το οποίο εισηγείται η αξιωματική αντιπολίτευση, να μη στέλναμε όπλα στην Ουκρανία, θα καθιστούσε την Ελλάδα μία ευρωπαϊκή εξαίρεση. Δεν υπάρχει ούτε μία χώρα στην Ευρώπη η οποία να μην έχει στηρίξει την Ουκρανία με αμυντικό υλικό».
Υπάρχουν τρεις χώρες, οι Κύπρος, Ουγγαρία και Μάλτα, που δεν έχουν στείλει καθόλου αμυντικό υλικό. Άλλες τρεις χώρες, Αυστρία, Βουλγαρία, Ιρλανδία, έχουν στείλει προστατευτικό υλικό όπως κράνη, αλεξίσφαιρα κλπ. Σε κάθε περίπτωση η επανειλημμένη δήλωση του Πρωθυπουργού πως «δεν υπάρχει ούτε μία χώρα στην Ευρώπη η οποία να μην έχει στηρίξει με αμυντικό υλικό» είναι προφανώς ψευδέστατη.
Αλλά αυτό είναι ένα μικρό ψέμα που σκοπό έχει να κρύψει ένα πολύ μεγαλύτερο ατόπημα. Δεν είναι μόνο μια ψευδής απάντηση, αλλά ψευδής απάντηση στο λάθος ερώτημα. Γιατί το καταρχήν ερώτημα δεν είναι αν θα αποτελούσαμε εξαίρεση αλλά γιατί αντίθετα έπρεπε να αποτελέσουμε εξαίρεση επιλέγοντας να ανήκουμε στην πρώτη γραμμή προθύμων δίπλα σε «φανατικούς» όπως η Πολωνία.
Αν προσθέσουμε στις παραπάνω χώρες τις Ρουμανία, Βουλγαρία, Κροατία που έχουν στείλει απλώς ελαφρύ οπλισμό, έχουμε ένα σύνολο εννιά χωρών στις 27, δηλαδή το ένα τρίτο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είτε δεν έχουν στείλει καθόλου αμυντικό υλικό είτε έχουν στείλει το πολύ ελαφρύ οπλισμό. Δεν είναι μόνον ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ανήκει σε αυτή τη ομάδα χωρών χωρίς να αποτελεί κανενός είδους εξαίρεση. Είναι ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που επέλεξαν να στείλουν θανατηφόρο οπλισμό και επέλεξε αναλογικά με τις δυνατότητές της να βρίσκεται ουσιαστικά στην πρώτη γραμμή μερικών λίγων ευρωπαϊκών χωρών από την άποψη του βαρέος οπλισμού που έχει στείλει και θα στείλει. Λίγο πιο πίσω από την Πολωνία και τον πατροπαράδοτο, διακηρυγμένο αντιρωσισμό της.
Με δεδομένη την καταδίκη της ρωσικής εισβολής και τη συμμετοχή στις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, ποιος ο λόγος για την Ελλάδα όχι μόνο να στείλει βαρύ οπλισμό αλλά να βρεθεί σε αυτή την «πρώτη γραμμή»;
Από την άποψη των επιπτώσεων στην άμυνα της χώρας, σε μια τόσο ευαίσθητη περίοδο, απαντήσεις ακόμη από το Υπουργείο Άμυνας ουσιαστικά δεν έχουν δοθεί. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον περιπτώσεις όπλων που δεν θα βρεθεί ούτε ένας στρατιωτικός να υποστηρίξει ότι «μας περίσσευαν και δώσαμε».
Αλλά οι επιπτώσεις για την εξωτερική πολιτική μακροπρόθεσμα θα είναι πιο σοβαρές. Ούτε από το Υπουργείο Εξωτερικών έχουν δοθεί απαντήσεις για το γιατί θα έπρεπε να βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή μαζί με χώρες που το πόσο θα ενοχληθεί η Ρωσία όχι απλώς δεν ενδιαφέρει αλλά μπορεί να είναι και ζητούμενο. Ισχύει το ίδιο και για μας; Σε τι ακριβώς θα μας έβλαπτε εάν δεν είχαμε στείλει τόσο πολύ και τόσο βαρύ οπλισμό; Θα είχαμε αποτελέσει κάποια εξαίρεση όπως ψευδώς δικαιολογείται ο Πρωθυπουργός; Γιατί τόση αφωνία από το αρμοδιότατο Υπουργείο Εξωτερικών μετά τις 24 Φεβρουαρίου;
Καθώς τα πράγματα παίρνουν μια τροπή που απέχει από το κυρίαρχο επικοινωνιακό αφήγημα, το εγκληματικό έλλειμμα υπευθυνότητας θα γίνεται όλο και πιο φανερό. Όπως φανερό θα γίνεται ότι οι όποιες επιλογές δεν έχουν ως κριτήριο μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.