Ένας σύγχρονος μελετητής έχει υποστηρίξει πως οι σημερινοί πόλεμοι μοιάζουν με τα παγκόσμια αθλητικά γεγονότα: δύο ομάδες παίζουν στο γήπεδο, μερικές χιλιάδες παρακολουθούν από τις κερκίδες, και εκατομμύρια θεατές από τις οθόνες τους. Υπό αυτή την έννοια τα σημερινά πεδία μάχης έχουν γίνει διαφανή. Η Ουκρανία προσφέρεται για εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων, μεταξύ αυτών για την ελληνική αποτροπή.
Πριν αναφερθούμε σ’ αυτό, όμως, υπενθυμίζουμε τις δύο βασικές διαφορές μεταξύ πολέμου και αθλητικού γεγονότος. Πρώτον, σε αντίθεση με το αθλητικό γεγονός, ο πόλεμος είναι καταστροφικός, σκοτώνονται άνθρωποι. Δεύτερον, στον πόλεμο ό,τι παρακολουθούμε στην οθόνη δεν σημαίνει ότι είναι το πιο σημαντικό και το χειρότερο, ενδέχεται να είναι παραπλανητικό. Επιπλέον, σε όλους τους πολέμους, κάθε πλευρά επιζητεί να προωθήσει το δικό της αφήγημα και να συκοφαντήσει εκείνο του αντιπάλου. Σήμερα δε οι εικόνες έχουν πολλαπλασιαστική ισχύ και μεταφέρουν τα γεγονότα σε όλον τον πλανήτη.
Μολονότι έχουν περάσει πάνω από δύο [μήνες] από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, θεωρούμε ότι είναι πρόωρη η εξαγωγή διδαγμάτων, διότι οι πληροφορίες μας είναι ελλιπείς και δεν έχουμε οριστικά αποτελέσματα. Παρά. ταύτα, μπορούμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις στρατηγικού και επιχειρησιακού χαρακτήρα που θεωρούμε σημαντικές για την Ελλάδα και οφείλουν να μας προβληματίσουν.
Τον Δεκέμβριο 1994 στη Βουδαπέστη, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Ρωσία εγγυήθηκαν την ασφάλεια της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν, υπό τον όρο ότι οι τρεις αυτές χώρες θα ξεφορτώνονταν τα σοβιετικά πυρηνικά όπλα που είχαν στο έδαφός τους, όπως και έπραξαν. Το 2014, με την προσάρτηση της Κριμαίας, οι ΗΠΑ και η Βρετανία κατηγόρησαν τη Ρωσία ότι παραβίασε τη συνθήκη, άλλα μέχρις εκεί. Πολύ περισσότερο τώρα με την γενικευμένη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όταν κανείς πλέον δεν επικαλέστηκε τη συνθήκη.
Δηλαδή, όπως συνέβαινε πάντα, οι μεγάλες χώρες αποφεύγουν να δεσμεύονται με συνθήκες εγγυήσεως, αλλά και όταν υπογράφουν, δεν σημαίνει ότι θα τις τηρήσουν. Για την δε Κύπρο, που επικαλούμαστε συχνά ως παράδειγμα συμμαχικής απραξίας, το κύριο είναι ότι η Ελλάδα δεν αντέδρασε ούτε με τη δικτατορική, ούτε με τη δημοκρατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, εκλογικεύοντας την αδράνειά της με διάφορες δικαιολογίες.
Ελληνική αποτροπή και προϋποθέσεις
Αποτρέπω τον αντίπαλο όταν τον πείθω ότι θα καταβάλλει πολύ μεγαλύτερο τίμημα αν προσφύγει στην ένοπλη βία, από το οποιοδήποτε προσδοκώμενο όφελος. Η αποτροπή είναι μια έννοια, η οποία άνθισε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και λειτούργησε επειδή οι δύο συνασπισμοί διέθεταν πυρηνικά όπλα. Σε διάφορες άλλες συγκρούσεις, στις οποίες δεν διακυβευόταν η προσφυγή σε πυρηνικά, η αποτροπή δεν έχει λειτουργήσει, όπως και στην προκειμένη περίπτωση με την Ουκρανία.
Η Δύση απέτυχε να αποτρέψει τη Ρωσία δύο φορές, αρχικά από το να εισβάλει στην Ουκρανία και στη συνέχεια με την εφαρμογή των οικονομικών κυρώσεων να σταματήσει τον πόλεμο. Σπάνια στην ιστορία οι οικονομικές κυρώσεις οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Το παράδοξο είναι ότι οι δυτικές χώρες αλληλοσυγχαίρονται για την κινητοποίησή τους και υποστηρίζουν σθεναρά την Ουκρανία, εφόσον δεν διακινδυνεύουν το αίμα των δικών τους στρατιωτών. Η Ουκρανία δε είχε στηρίξει την αποτροπή της περισσότερο στη Δύση παρά στις δικές της δυνατότητες.
Η αποτροπή είναι μια λέξη που ταλαιπωρείται στη χώρα μας και όχι μόνο από την πολυχρησία, αλλά και από τη διαστροφή της έννοιάς της. Ανακύπτουν τρία ζητήματα με την έννοια της αποτροπής, όπως χρησιμοποιείται από επίσημους και μη παράγοντες. Πρώτον, παρατηρώντας κάποιος τη δημόσια συζήτηση αποκομίζει την εντύπωση ότι η αποτροπή έχει μαγικές ιδιότητες, είναι πανάκεια, επειδή όσες περισσότερες φορές τη χρησιμοποιούμε τόσο περισσότερο αποτρέπουμε τον εχθρό. Δηλαδή είναι κάτι σαν θυμιατό με το οποίο ξορκίζουμε το κακό.
Αμυντικό δόγμα
Δεύτερον, και μάλλον ως αποτέλεσμα του πρώτου, ενώ δηλώναμε ότι το στρατηγικό μας δόγμα είναι αμυντικό, πριν μερικά χρόνια διακηρύξαμε ότι δεν είναι απλώς αμυντικό, αλλά “αμυντικό-αποτρεπτικό”. Όταν το στρατηγικό δόγμα είναι αμυντικό για τη διεξαγωγή του πολέμου, εξυπακούεται ότι θα είναι και αποτρεπτικό για την περίοδο της ειρήνης, οπότε είναι περιττή η πρόσθεση “αποτρεπτικό”. Εν τούτοις θεωρήθηκε ότι η πρόσθεση αυτή προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στο δόγμα μας.
Τρίτον, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει η ελληνική αποτροπή είναι οι δυνατότητες, η αξιοπιστία και η επικοινωνία. Οι δυνατότητες αναφέρονται στο εάν η χώρα είναι ικανή στρατιωτικά να υλοποιήσει τις αποτρεπτικές απειλές. Η αποτροπή βασίζεται στην αξιοπιστία, στην ξεκάθαρη δηλαδή θέληση της χώρας να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητές της για να αποτρέψει τον αντίπαλο. Η επικοινωνία σημαίνει ότι έχουμε στείλει τα κατάλληλα μηνύματα στην άλλη πλευρό και τα έχει αντιληφθεί, διότι η αποτροπή αφορά στο τί αντιλαμβάνεται ο αντίπαλος και όχι τί καταλαβαίνουμε εμείς για τον εαυτό μας.
Για να λειτουργήσει η αποτροπή απαιτείται να πληρούνται και τα τρία αυτά χαρακτηριστικά. Παρά ταύτα στη δική μας περίπτωση υπερτονίζουμε τις δυνατότητες όταν αγοράζουμε οπλικά συστήματα, ότι αυξάνεται δηλαδή η αποτρεπτική μας ισχύς, ενώ η αποφασιστικότητά μας υστερεί. Κι αυτό, επειδή δεν έχουμε ξεκαθαρίσει στην άλλη πλευρά τις κόκκινες γραμμές μας.
Του Αντιστρατήγου ε.α. Παναγιώτη Γκαρτζονίκα
μέλος του ΕΛΙΣΜΕ