Οι απειλές μάς φέρνουν πιο κοντά. Αυτό θα μπορούσε να είναι το δίδαγμα της προχθεσινής, ιδιαίτερα κρίσιμης τηλεφωνικής συνομιλίας των ηγετών των ΗΠΑ και της Κίνας, με πρωτοβουλία του πρώτου, σε μία συγκυρία κατά την οποία η Λαϊκή Δημοκρατία δείχνει να αποκτά στα μάτια των σχεδιαστών της Ουάσινγκτον διαστάσεις απειλής μεγαλύτερης από αυτήν της Ρωσίας του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Επρόκειτο για την πέμπτη συνδιάλεξη ανάμεσα στον Σι Τζινπίνγκ και τον ΤζοΜπάιντεν στους δεκαοκτώ μήνες που ο τελευταίος βρίσκεται στην εξουσία. Όμως το κλίμα στις σινο-αμερικανικές σχέσεις είναι βαρύτερο από ποτέ. Την άμεση αφορμή της κρίσης έδωσε η αναζωπύρωση των σχεδίων της προέδρου της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων, ΝάνσιΠελόζι, να επισκεφθεί την Ταϊβάν, σε μιαν έμπρακτη επίδειξη αλληλεγγύης προς τους εθνικιστές του νησιού, το οποίο αποσχίσθηκε ντε φάκτο μετά την νίκη του Μάο Τσετούνγκ το 1949, αλλά το Πεκίνο επιμένει να θεωρεί τμήμα της “Μίας Κίνας”.
Η 82χρονη Πελόζι, τρίτη στην ιεραρχία του αμερικανικού κράτους μετά τον Μπάιντεν και την αντιπρόεδρο Χάρις, έχει μακρά ιστορία “ακτιβισμού” κατά της Κίνας. Ήδη δύο χρόνια μετά την καταστολή το 1989 των διαδηλώσεων της Τιενανμέν, πρωταγωνίστησε σε διπλωματικό επεισόδιο, ανοίγοντας με δύο συναδέλφους της πανώ στην ίδια πλατεία.
Την περασμένη άνοιξη είχε επίσης ανακοινώσει την πρόθεσή της να επισκεφθεί την Ταϊβάν, όμως τα σχέδια ακυρώθηκαν, λόγω προσβολής της από τον κορονοϊό, για την οποία εκφράζονται υποψίες ότι δεν ήταν παρά “διπλωματική νόσος”. Άλλωστε η πρωτοβουλία της αυτή δεν έχαιρε της επιδοκιμασίας του Λευκού Οίκου και του Πενταγώνου, ενώ αντίθετα πολλοί Ρεπουμπλικανοί, σε μια σπάνια εκδήλωση διακομματικής συναίνεσης, ενθάρρυναν τη Δημοκρατική πρόεδρο της Βουλής.
Όπως και αν έχει, το Πεκίνο ευθύς εξαρχής “έδειξε τα δόντια του” – με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, μάλιστα, αφότου η Πελόζι επανέφερε το σχέδιο μιας επίσκεψης της Ταϊβάν στον Αύγουστο.
Και αν δεν ήταν σαφείς οι προειδοποιήσεις των εκπροσώπων του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών (και από ένα σημείο και μετά και του συναδέλφου του στο υπουργείο Άμυνας), το μήνυμα ότι η επίσκεψη Πελόζι θα αποτελέσει παραβίαση “κόκκινης γραμμής”, απέναντι στην οποία το Πεκίνο δεν θα μείνει αδρανές, το μετέφερε στον Μπάιντεν ο ίδιος ο Σι.
Σκληρή ρητορική – ανοικτοί δίαυλοι
“Όσοι παίζουν με τη φωτιά, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να καούν. Ελπίζω ότι η αμερικανική πλευρά μπορεί να το δει αυτό καθαρά”, φέρεται να είπε ο Κινέζος πρόεδρος, υπογραμμίζοντας τα ρίσκα της παρούσας έντασης.
Το ποια είναι αυτά τα ρίσκα το καθιστούν σαφές οι ανησυχίες που διαρρέουν στα μέσα ενημέρωσης για ενδεχόμενη παρενόχληση ή και αναχαίτιση του αεροσκάφους της Πελόζι από κινεζικά μαχητικά, ενώ την ίδια ώρα το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS RonaldReagan κατευθύνεται προς τη Νότια Σινική Θάλασσα, έχοντας εγκαταλείψει από την Τρίτη τη Σιγκαπούρη.
Ωστόσο, η συνομιλία των δύο ηγετών, “ειλικρινής” και “εποικοδομητική” κατά τις εκατέρωθεν πηγές, διήρκεσε δύο ώρες και είκοσι λεπτά – χρόνος που παραπέμπει σε κάτι περισσότερο από την ανταλλαγή οιονεί τελεσιγράφων. Είναι προφανές ότι Μπάιντεν και Σι επιχείρησαν να εκτονώσουν και να οριοθετήσουν την παρούσα κρίση, διατηρώντας ανοικτούς τους διαύλους συνεννόησης.
Μάλιστα Αμερικανός αξιωματούχος ενημέρωσε τους δημοσιογράφους ότι εξετάζεται το ενδεχόμενο μιας κατά πρόσωπο συνάντησης των δύο ηγετών, πιθανότατα στο περιθώριο της Συνόδου της G20 τον Νοέμβριο στην Ινδονησία.
Από την πλευρά τους οι GlobalTimes, ανεπίσημο αγγλόφωνο όργανο της κινεζικής ηγεσίας, κάνουν λόγο για “θετικό μομέντουμ”, εκφράζοντας την ελπίδα ότι οι ΗΠΑ θα ταιριάξουν τα λόγια με τα έργα τους, αντιλαμβανόμενες τις ευθύνες τους ως μεγάλης δύναμης.
Πρόκειται, όμως, απλώς για μία “ελπίδα”, διότι, πάντα κατά τους GlobalTimes, οι ΗΠΑ “υφίστανται τη δυσμενή επιρροή της εσωτερικής τους πολιτικής”, δεν επιδεικνύουν συνέπεια στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων και διακατέχονται “από τον μύθο της αναζήτησης ηγεμονίας”. Εναπόκειται στη Ουάσινγκτον να “πατήσει το φρένο”, είναι εν ολίγοις το μήνυμα του Πεκίνου, διότι, όπως διαμήνυσε τηλεφωνικώς και ο Σι, ο κινεζικός λαός δεν επιτρέπει κανέναν συμβιβασμό σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας.
Παλινωδίες και αντιφάσεις
Είναι πράγματι εμφανές, ότι η αμερικανική ηγεσία αδυνατεί να κινηθεί με μία συνεκτική γραμμή έναντι της Κίνας. Ο πειρασμός του εξερεθισμού των εθνικών ευαισθησιών του Πεκίνου είναι πάντοτε παρών, όπως δείχνει το παράδειγμα της αμερικανικής στάσης στο ζήτημα του Χονγκ Κονγκ ή των Ουιγούρων, όπου πάντως το αποτέλεσμα ήταν μάλλον να ενισχυθεί παρά να αποδυναμωθεί η θέση της κινεζικής ηγεσίας.
Όμως η περίπτωση της Ταϊβάν αποτελεί την αποκορύφωση των αντιφάσεων, στον βαθμό που και οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν δεχθεί την πολιτική της “Μίας Κίνας”, με διμερείς συμφωνίες, αλλά και με την αναγνώριση ήδη από τη δεκαετία του ’70 της Λαϊκής Δημοκρατίας και όχι της Ταϊπέι ως μόνου νόμιμου διεθνούς υποκειμένου.
Οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες είναι διαρκείς. Τον Μάιο, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Ιαπωνία, ο Μπάιντεν δήλωσε ότι η χώρα του θα εμπλακεί στρατιωτικά, εάν η (ηπειρωτική) Κίνα επιχειρήσει να ανακαταλάβει στρατιωτικά την Ταϊβάν, με τις περιώνυμες “πηγές του Λευκού Οίκου” να διευκρινίζουν αμέσως μετά μέσω διαρροών ότι δεν έχει μεταβληθεί η αμερικανική πολιτική στο ζήτημα.
Στην πραγματικότητα η νευρικότητα των γραφειοκρατών περί τον Μπάιντεν συνίσταται στο ότι οι προεδρικές δηλώσεις καταλύουν την ισχύουσα πολιτική “στρατηγικής αμφισημίας”, το ότι δηλ. επέλεγε να κρατά τα χαρτιά της κλειστά ως προς το πόσο μακριά θα μπορούσε να φθάσει στην κλίμακα από την εξοπλιστική βοήθεια μέχρι την άμεση εμπλοκή, σε περίπτωση κινεζικής εισβολής στην Ταϊβάν.
Η διαπλοκή με τον πόλεμο στην Ουκρανία
Όλα αυτά, όμως, δεν μπορούν να ερμηνευθούν χωρίς αναφορά στην ουκρανική κρίση. Η νευρικότητα, εμφανής ήδη από τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ, που προκαλεί η τροφοδοτημένη εν πολλοίς από την ίδια την Αμερική οικονομική ανάδυση της Κίνας έρχεται να συναντηθεί με τους γεωπολιτικούς κραδασμούς από την επίδειξη αυτοπεποίθησης του Πούτιν στην Ουκρανία. Και οι απόπειρες της Ουάσιγκτον να απομακρύνει την Κίνα από τη Ρωσία όχι μόνο δεν καρποφορούν αλλά οδηγούν σε μία σκλήρυνση της κινεζικής στάσης τους τελευταίους μήνες. Δεν είναι μόνο το ότι οι ρωσοκινεζικές συναλλαγές διογκώνονται, σε αντίθεση προς την επιλογή της Δύσης να επιβάλει κυρώσεις, αλλά και πολιτικά το Πεκίνο υποστηρίζει σε όλο και πιο υψηλούς τόνους ότι την ευθύνη για τον πόλεμο στην Ουκρανία φέρει η αμερικανική πλευρά κατεξοχήν.
Και για όποιον δεν πείσθηκε, η αναγγελία διεξαγωγής στην ρωσική Άπω Ανατολή των μεγάλων αεροναυτικών ασκήσεων Vostok, με συμμετοχή και κινεζικών δυνάμεων, εν ώρα στρατιωτικών επιχειρήσεων στο ουκρανικό μέτωπο αποτυπώνει όχι μόνο τις ρωσικές στρατιωτικές δυνατότητες, αλλά και το βάθος της ρωσοκινεζικής σύμπραξης.
Πηγή: capital.gr