Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024


ΑρχικήΠρόσωπαΑπόψειςΓιατί αντιπαθούμε τον ελληνικό πολιτισμό;

Γιατί αντιπαθούμε τον ελληνικό πολιτισμό;

Σήμερα θα αφιερώσω το σημείωμά μου στον διάλογό μου με τον Αλέξανδρο Νεχαμά. Δεν χρειάζεται συστάσεις, και όποιος θεωρεί ότι χρειάζεται ας ανατρέξει στη διεθνή βιβλιογραφία για να τις βρει. Ομότιμος καθηγητής στο Πρίνστον οφείλω να ομολογήσω ότι δεν γνωρίζω ολόκληρο το έργο του. Έχω διαβάσει το «Νίτσε: Η ζωή ως λογοτεχνία» και το «Περί Φιλίας». Με αφορμή τη σειρά των άρθρων μου για τη διδασκαλία της ελληνικής γραμματείας στη μέση εκπαίδευση, μου έστειλε μια επιστολή στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο όπου περιγράφει τη δική του εμπειρία. Ο Αλέξανδρος Νεχαμάς ήταν απόφοιτος του Κολεγίου Αθηνών το 1964. Τμήμα κλασικό, ήτοι ανθρωπιστικές σπουδές, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα Φιλοσοφική και Νομική. Αν δεν πέφτω έξω τότε στη Φιλοσοφική φιλοδοξούσαν να εγγραφούν όσοι μαθητές αγαπούσαν το διάβασμα και τη λογοτεχνία. Η συναναστροφή τους στην τάξη βοηθούσε και τους επίδοξους δικηγόρους να ενδιαφερθούν για τη γραμματεία που ξεπερνούσε τα όρια των συγγραμμάτων τους. Όλοι αυτοί διάβαζαν λογοτεχνία και φρόντιζαν τα ελληνικά τους.

Επανέρχομαι όμως στην εμπειρία του Νεχαμά. Όπως μου γράφει στην επιστολή του στην τελευταία τάξη έκαναν ολίγη από «Πρωταγόρα», «Αντιγόνη» χωρίς τα χορικά διότι «είναι δύσκολα» και τον «Επιτάφιο» του Θουκυδίδη. Όταν αποφοίτησε με το καλό, στην Αμερική τον κατέταξαν στο τρίτο εξάμηνο των κλασικών σπουδών. Στο τέταρτο εξάμηνο έκαναν αντίστροφη μετάφραση, από τα αγγλικά στα αρχαία ελληνικά. Και όπως γράφει ο Νεχαμάς εκεί κατάλαβε για πρώτη φορά πως όλα αυτά τα αριστουργήματα δεν υπάρχουν μόνον για να μας διδάσκουν γραμματική και συντακτικό. Μεταφέρουν ουσιαστικά προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο του 21ου αιώνα όπως απασχολούσαν και τον άνθρωπο του 5ου αιώνα π.Χ. Η σύγκρουση ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Κρέοντα, ανάμεσα στην πόλη και την οικογένεια, ανάμεσα στους πολιτικούς νόμους και τους άγραφους νόμους της παράδοσης. Όταν ανακάλυψε αυτόν τον πλούτο, μου γράφει ο Νεχαμάς, αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά μαζί του. Ευτυχώς για τον ίδιο και για εμάς. Το συμπέρασμα είναι ότι ένας διανοητής σαν τον Αλέξανδρο Νεχαμά, παρ’ ότι αποφοίτησε από ένα από τα καλύτερα ελληνικά σχολεία, το Κολέγιο, συνειδητοποίησε την αξία των κλασικών γραμμάτων όταν πήγε στην Αμερική.

«1973. Έτος της δικής μου οιονεί αποφοίτησης. Οιονεί διότι είχα φύγει από το Κολέγιο για να γλιτώσω από τον παραπάνω χρόνο. Ομως η διδακτέα ύλη ήταν η ίδια. Ολίγη από “Πρωταγόρα”, “Αντιγόνη” χωρίς τα χορικά, και “Επιτάφιος” του Θουκυδίδη. Το 1964, αν δεν κάνω λάθος, ίσχυε η περίφημη μεταρρύθμιση του Παπανούτσου. Το 1973 είχαμε χούντα. Έφυγα για να σπουδάσω στο Παρίσι με την επιθυμία να αφήσω πίσω μου ό,τι ελληνικό. Σπούδασα σύγχρονη συγκριτική λογοτεχνία και παρ’ ότι μιλούσαμε για τον Ουγκώ και τον Τολστόι οι αναφορές στην Ελλάδα ήταν τόσες που όχι μόνον με παρακινούσαν να ασχοληθώ μαζί της αλλά με έκαναν να ντρέπομαι που, αν και Ελληνας, δεν την ήξερα όσο όφειλα να την ξέρω. “Υπήρξε έτι το άριστο εκείνο, Ελληνικός”. Αυτό, δυστυχώς ή ευτυχώς δεν το έμαθα στην Ελλάδα όπου γεννήθηκα, ανατράφηκα και μεγάλωσα. Το έμαθα στη Γαλλία όπου ωρίμασα πνευματικά και ηθικά».

Το ερώτημα παραμένει: Πώς είναι δυνατόν το 1964 να μη διαφέρει από το 1973 και να μη διαφέρει από το 2022; Πόσες κυβερνήσεις έχουν αλλάξει, πόσοι υπουργοί; Όμως κανείς δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει το βασικό εμπόδιο της εκπαίδευσής μας, το σύμπλεγμα κατωτερότητας των ελληνικών, κατά συνέπεια των κλασικών σπουδών; Η παρ’ ημίν σχιζοφρένεια. Από τη μια αναγορεύουμε την κλασική Ελλάδα μας σε πρότυπο, από την άλλη δεν έχουμε τον τρόπο να εξηγήσουμε στους εαυτούς μας γιατί αυτό το πρότυπο είναι πρότυπο.

Ποια δύναμη θα είχε το σημερινό Ελληνόπουλο αν περνούσε τα σύνορα εξοπλισμένο με τη σωκρατική – πλατωνική σκέψη; Ελάτε τώρα. Η ελληνική παιδεία αντιμετωπίζει την κλασική σκέψη ως διεκπεραίωση κάποιας πολιτισμικής υποχρέωσης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να εμπνεύσει τα παιδιά της. Ερώτηση κρίσεως: Με ποιον τρόπο οι Έλληνες μπορούν να σταματήσουν να αντιπαθούν τον ελληνικό πολιτισμό;

Τάκης Θεοδωρόπουλος

kathimerini.gr



Ροη Ειδήσεων