Βραβείο κριτικών στις Κάνες για ένα αποκαλυπτικό ψυχογράφημα και μια διεισδυτική ματιά πάνω στην κοινωνική ένταξη στην καλύτερη παράδοση των αδελφών Νταρντέν.
Ενα ωμό φιλμ στα όρια του θρίλερ για την “αθόρυβη” βία: τον σχολικό εκφοβισμό.
Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τη Βελγίδα Λορά Βαντέλ με ένα φιλμ που μας βυθίζει με ένταση και αρκετή πρωτοτυπία στον ξεχωριστό κόσμο των παιδιών. Πρώτη μέρα στο σχολείο για την επτάχρονη Νορά, η οποία είναι τρομοκρατημένη μπροστά στο άγνωστο. Η δική της ένταξη, ωστόσο, είναι σχετικά ομαλή σε σύγκριση με εκείνη του λίγο μεγαλύτερου αδελφού της, Αμπέλ, ο οποίος πέφτει συστηματικά θύμα σχολικού εκφοβισμού από τους συμμαθητές του. Καθώς το κοριτσάκι προσπαθεί να τον υπερασπιστεί, εκείνος αντιδρά· η μικροκοινωνία της αυλής του σχολείου μετατρέπεται σε καθημερινή δοκιμασία για τα δύο παιδιά, την ώρα που δάσκαλοι και γονείς παίρνουν τις δικές τους θέσεις στα «χαρακώματα».
Η Βαντέλ κατεβάζει την κάμερα στο ύψος της μικρής πρωταγωνίστριας, θολώνοντας σε μεγάλο βαθμό τον περίγυρο και δημιουργώντας έτσι μια πολύ άμεση, σχεδόν απτή αναπαράσταση της παιδικής οπτικής και εμπειρίας. Υπάρχουν στιγμές που νομίζει κανείς πως παρακολουθεί κανονικό… θρίλερ, καθώς η παραζαλισμένη μικρή έχει να τα βάλει με πιο εξωστρεφείς συμμαθητές ή παλεύει να μη θαλασσοπνιγεί στη σχολική πισίνα. Ταυτόχρονα βλέπει τον αδελφό της να βασανίζεται, όμως το τίμημα για να τον υπερασπιστεί είναι βαρύ: πρέπει να αποξενωθεί και η ίδια από τους υπόλοιπους κι αυτό δημιουργεί μέσα της ένα σκληρό όσο και άδικο δίλημμα.
«Επέλεξα ως πλαίσιο το σχολείο και συγκεκριμένα την αυλή γιατί αποτελεί μια μικροκοινωνία, κι εκεί τίθεται το ερώτημα της ένταξης. Παρατήρησα παιδιά σε παιδικές χαρές για μήνες πριν κάνω την ταινία και εντόπισα μια αίσθηση “εδαφικότητας”. Προσπαθούν όλοι να πάρουν τη θέση τους. Είναι το πρώτο μέρος όπου μαθαίνουμε να συναναστρεφόμαστε τους άλλους, εκτός της οικογένειάς μας. Ο,τι συμβαίνει εκεί, αντανακλά σε πολλά επίπεδα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και στον κόσμο», παρατηρεί η Λορά Βαντέλ.
Πράγματι, υπάρχουν στιγμές στην ταινία της όπου τα παράλληλα της αυλής με την «αληθινή» ενήλικη ζωή είναι ευδιάκριτα· άλλες πάλι, όσα συμβαίνουν εκεί είναι τραβηγμένα στο σημείο της υπερβολής, ώστε να εξυπηρετήσουν τη δραματουργία. Σε κάθε περίπτωση, το θετικό εδώ είναι πως η Βαντέλ δεν πέφτει στην παγίδα να ανοίξει πολλά θέματα, τα οποία θα δυσκολευόταν να διαχειριστεί με τα περιορισμένα μέσα και την εμπειρία της. Αντιθέτως κάνει ένα «μικρό» –και σε διάρκεια– αλλά στιβαρό φιλμ, που έχει κάτι να πει, αφήνοντας αρκετές υποσχέσεις για τη συνέχεια της δημιουργικής πορείας της.