Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024


ΑρχικήΘέματαΠολιτισμόςΣαν σήμερα: 13 Οκτωβρίου - Ποια ήταν αληθινά η Άγκυρα και γιατί...

Σαν σήμερα: 13 Οκτωβρίου – Ποια ήταν αληθινά η Άγκυρα και γιατί αντικατέστησε την Κωνσταντινούπολη;

Η 13η Οκτωβρίου είναι η 286η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 287η σε δίσεκτα έτη. Στις 13 Οκτωβρίου 1923, η Κωνσταντινούπολη παύει για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία της να είναι πρωτεύουσα οποιουδήπτε κράτους, βασιλείου ή Αυτοκρατορίας. Τη θέση της, ως πρωτεύουσα της Τουρκίας, παίρνει με απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης μια άγνωστη πόλη. Η Άγκυρα.

Το 1922, ο Σοβιετικός πρέσβης στην Τουρκία, Σεμιόν Αράλοφ κάλεσε στην Άγκυρα το Ρώσο καλλιτέχνη Γιεβγκένι Λάνσερε. Και δεν το έκανε από απλό καλλιτεχνικό ενδιαφέρον…

Η Άγκυρα δεν είχε ακόμη γίνει πρωτεύουσα της Τουρκίας (αυτό θα γινόταν τον επόμενο χρόνο), ήταν όμως ήδη το κέντρο του εθνικιστικού κινήματος της Τουρκίας, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.

Ο Κεμάλ είχε επιλέξει αρχικά την Άγκυρα ως βάση του κυρίως για λόγους ασφαλείας: ήταν πολύ πιο απομονωμένη γεωγραφικά από την Κωνσταντινούπολη, η οποία είχε κινδυνέψει άπειρες φορές στην ιστορία της να καταληφθεί, όπως και πρόσφατα από τους Ρώσους και τους Βούλγαρους.

Οι Τούρκοι ήξεραν καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον τη σημασία της ενδεχόμενης πτώσης της Κωνσταντινούπολης στα χέρια κάποιου εχθρού: Το είχαν κάνει οι ίδιοι το 1453 διαλύοντας έτσι για πάντα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και δημιουργώντας την Οθωμανική.

Οι ανησυχίες αυτές του Κεμάλ επιβεβαιώθηκαν το 1918, όταν η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε υπό την Κατοχή των συμμαχικών δυνάμεων, μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εθνικιστές, από την Άγκυρα, έθεσαν ως βασικό τους στόχο να εκδιώξουν τις συμμαχικές δυνάμεις από τη Θράκη και την Ανατολία και να εγκαθιδρύσουν ένα νέο Τουρκικό κράτος.

Ήταν μια εποχή που στον κόσμο άλλαζαν πολλά. Η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, επιθυμώντας να ενισχύσει τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα σε όλον τον κόσμο, ή όπου μπορούσε τέλος πάντων, είχε ήδη στείλει έναν διπλωματικό εκπρόσωπο στη μικρή πόλη της Ανατολίας.

Η επανεφεύρεση μιας πόλης – Και μιας χώρας

Η πρόσκληση στον Λάνσερε, λοιπόν, είχε έναν ειδικό σκοπό: Να δείξει την πόλη στον κόσμο. Πράγματι, ο Λάνσερε, καθ’ όλη την παραμονή του στην Άγκυρα κατέγραψε τα πάντα· με σημειώσεις και σκίτσα απαθανάτιζε το γεμάτο ζωή παζάρι, τους κατοίκους της πόλης, αλλά κυρίως τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συνέβαιναν στην Τουρκία εκείνην την τόσο κρίσιμη περίοδο.

Ο Ρώσος καλλιτέχνης εντυπωσιάστηκε από πολλά στη μικρή πόλη. Ένα από αυτά ήταν το γεγονός ότι άκουγε πολύ συχνά ανθρώπους να μιλούν ισπανικά σε συγκεκριμένες συνοικίες της.

Στην πραγματικότητα δεν ήταν ακριβώς ισπανικά, αλλά ιουδαιο-ισπανικά, τα Ladino, η γλώσσα της ισπανόφωνης σεφαρδίτικης κοινότητας που εκδιώχθηκε από την Ιβηρική χερσόνησο το 15ο αιώνα.

Το σύγχρονο ιστορικό αφήγημα, επηρεασμένο κατά πολύ από τον τουρκικό εθνικισμό, αντιλαμβάνεται την Άγκυρα της οθωμανικής εποχής ως μια πολύ μικρή, απομονωμένη, εθνικά και θρησκευτικά ομογενή πόλη στα βάθη της Ανατολίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά, εξάλλου, ήταν που σύμφωνα με τους εθνικιστές, την κατέστησαν ιδανική ως πρωτεύουσα της Τουρκικής δημοκρατίας, το 1923.

Ήταν, εν ολίγοις, μια τουρκοϊσλαμική πόλη-μοντέλο, μια tabula rasa πάνω στην οποία θα εγγράφονταν οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές τις οποίες οραματιζόταν η νέα Τουρκία.Ήταν το ακριβώς αντίθετο από την, βαριά φορτωμένη με αυτοκρατορική σήψη, κοσμοπολιτισμό και θρησκευτικότητα, Κωνσταντινούπολη.

Η μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Άγκυρα ήταν η συμβολική -και όχι μόνο- ευκαιρία να επαναπλασαριστεί η Τουρκία, με το νέο, αστικό και σύγχρονο πρόσωπό της.

Μια εντελώς διαφορετική αλήθεια

Ωστόσο, αυτή η απεικόνιση της Άγκυρας είχε ως σκοπό την εξάλειψη του πολυπολιτισμικού παρελθόντος της. Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα στα τέλη της Οθωμανικής εποχής ήταν μια πόλη με αξιοσημείωτη θρησκευτική ποικιλομορφία, με σημαντικούς αρμενικούς, ελληνορθόδοξους και εβραϊκούς πληθυσμούς.

Η μετατροπή της Άγκυρας στην εν πολλοίς ομοιογενή πρωτεύουσα της Τουρκικής Δημοκρατίας ήταν το αποτέλεσμα μιας σειράς γεγονότων που ξεκίνησαν με τη γενοκτονία του αρμενικού πληθυσμού το 1915 και τη μεγάλη πυρκαγιά της Άγκυρας το 1916 η οποία κατέστρεψε σε μεγάλο βαθμό τις χριστιανικές γειτονιές γύρω από το κάστρο.

Στη συνέχεια, γλωσσικές και οικονομικές πολιτικές, όπως η καμπάνια «Πολίτη, μίλα τούρκικα!» και ο Φόρος Πλούτου συνέχισαν τη διαδικασία του εκτουρκισμού στην πρώιμη δημοκρατική περίοδο, επιταχύνοντας τη διάλυση των μικρών, μη Ισλαμικών κοινοτήτων που είχαν παραμείνει στην Άγκυρα.

Ο κοσμοπολιτισμός της Άγκυρας επλήγη ανεπανόρθωτα από όλα αυτά. Και δεν ήταν μόνο οι μη μουσουλμανικές κοινότητες που καταστράφηκαν, αλλά και μεγάλο μέρους της μη Ισλαμικής πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης.

Στις πρώτες δεκαετίες της Τουρκικής Δημοκρατίας, καθώς σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν τα νέα κτίρια, οι λεωφόροι, τα πάρκα, οι πλατείες και οι δρόμοι της σύγχρονης Άγκυρας, η μη μουσουλμανική πολιτιστική κληρονομιά της πόλης υπέστη συστηματική καταστροφή.

Ελάχιστα μνημεία και κτίρια απομένουν σήμερα που να θυμίζουν τις αρμενικές, ελληνορθόδοξες και εβραϊκές κοινότητες που κάποτε άνθιζαν στην πόλη. Καθώς η Άγκυρα συνεχίζει να αναπτύσσεται ταχύτατα, η τοπική και εθνική συλλογική μνήμη των μειονοτικών κοινοτήτων της Άγκυρας συνεχίζει να χάνεται.

Οι επισκέπτες της Άγκυρας αλλά και οι σύγχρονοι κάτοικοί της συχνά αγνοούν, για παράδειγμα, ότι η εμβληματική πρώην προεδρική κατοικία, το Αρχοντικό Çankaya, ήταν αρχικά το σπίτι ενός Αρμένιου κοσμηματοπώλη και εμπόρου, του Οχάνες Κασαμπιάν. Το αρχοντικό και ο παρακείμενος αμπελώνας του ήταν ένα από τα πολλά κτήματα που ήταν διάσπαρτα στα περίχωρα της Άγκυρας, στους λόφους Τσάνκαγια και Ντικμέν.

Το Αρχοντικό Çankaya, το 1927

Πολλοί από τους πλουσιότερους Αρμένιους και Έλληνες Ορθόδοξους κατοίκους της Άγκυρας, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο, έχτισαν τα αρχοντικά αυτά για να ξεφεύγουν από τα άνυδρα καλοκαίρια της πόλης.

Πυρκαγιά και λαίλαπα
Η ιστορία του Αρχοντικου Çankaya είναι και η ιστορία των περιουσιών πολλών Αρμενίων της Τουρκίας. Το 1915, με τα διατάγματα απέλασης που οδήγησαν στη Γενοκτονία των Αρμενίων, οι περιουσίες των Αρμενίων κατασχέθηκαν από το κράτος.

Καθώς εκατοντάδες χιλιάδες Αρμένιοι χάθηκαν τον επόμενο χρόνο, οι περισσότερες από αυτές τις περιουσίες δεν επιστράφηκαν ποτέ. Το εθνικιστικό πρίσμα μέσα από το οποίο οικοδομήθηκε το αφήγημα της σύγχρονης Άγκυρας λειτουργεί και ως επιλεκτική απόκρυψη των λεπτομερειών που σχετίζονται με τη μη μουσουλμανική ιστορία και κληρονομιά της πόλης.

Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η ιστοσελίδα για την ιστορία του Μεγάρου της Άγκυρας στον επίσημο ιστότοπο της Τουρκικής Προεδρίας δεν κάνει καμία αναφορά στους αρχικούς Αρμένιους ιδιοκτήτες του κτιρίου. Το αρχοντικό, το οποίο σήμερα στεγάζει ένα μουσείο, είναι ουσιαστικά απογυμνωμένο από την ταυτότητά του σε όλα, εκτός από μια μικρή αρμενική επιγραφή σε ένα σιντριβάνι στον κήπο του.

Το 1914, η Άγκυρα είχε πληθυσμό περίπου 85.000 ανθρώπων, με τους μουσουλμάνους να είναι πλειοψηφία· περίπου 69.000. Οι Αρμένιοι αποτελούσαν τη δεύτερη μεγαλύτερη κοινότητα με λίγο περισσότερους από 11.000 ανθρώπους, ακολουθούμενοι από μικρότερους ελληνορθόδοξους και εβραϊκούς πληθυσμούς.

Υπήρχαν 13 χριστιανικές εκκλησίες στην Άγκυρα εκείνη την εποχή, οι περισσότερες από τις οποίες ανήκαν στην αρμενική κοινότητα. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1916 κατέστρεψε την πόλη, εξαφανίζοντας αρκετές γειτονιές.

Τι προκάλεσε την πυρκαγιά; Άγνωστο. Ένα από τα επικρατέστερα σενάρια είναι ότι ήταν συνέπεια οργανωμένου εμπρησμού. Γεγονός είναι ότι η φωτιά κατέστρεψε δυσανάλογα περισσότερο τις γειτονιές στις οποίες διέμεναν μη μουσουλμάνοι. Σχεδόν όλες οι εκκλησίες της Άγκυρας καταστράφηκαν από τις φλόγες, ενώ οι λίγες που σώθηκαν καταστράφηκαν τα επόμενα χρόνια.

Το νεκροταφείο των νεκροταφείων
Σήμερα, καμία αρμενική εκκλησία ή παρεκκλήσι δεν σώζεται στην Άγκυρα. Ο τελευταίος αρμενικός λατρευτικός χώρος ήταν το πρώην παρεκκλήσι και το νεκροταφείο που ανήκε στην αρμενική καθολική κοινότητα. Κατεδαφίστηκε το 1947, σηματοδοτώντας το τέλος της αρμενικής εκκλησιαστικής παρουσίας αιώνων στην πόλη.

Κάποιες από τις πιο σημαντικές επιτύμβιες στήλες από το νεκροταφείο και άλλα μη μουσουλμανικά νεκροταφεία που καταστράφηκαν εκείνην την περίοδο, μεταφέρθηκαν στο υπαίθριο Μουσείο Ρωμαϊκών Λουτρών. Σήμερα, το Μουσείο Ρωμαϊκών Λουτρών είναι ένα «νεκροταφείο των νεκροταφείων», με επιτύμβιες στήλες που ανήκουν σε μορφές όπως ένας Αρμένιος ιερέας ή ένας Εβραίος ραβίνος.

Το αρμενικό καθολικό νεκροταφείο που ισοπεδώθηκε το 1947 έγινε πρόσφατα πρωτοσέλιδο στην Τουρκία, όταν ανθρώπινα οστά βρέθηκαν στον χώρο καθώς ξεκινούσαν οι κατασκευαστικές εργασίες σε ένα νέο κτιριακό συγκρότημα στο σημείο.

Οι εκκλήσεις και οι απαιτήσεις πολλών ακτιβιστών και πολιτικών να σταματήσουν οι εργασίες και να σωθεί το νεκροταφείο, έπεσαν στο κενό.

Κοντά στις πρώην αρμενικές γειτονιές της Άγκυρας βρισκόταν η «τζουντερία», η παλιά εβραϊκή συνοικία της πόλης. Όταν ο Λάνσερε έγραψε ότι άκουσε ισπανικά στην Άγκυρα, πιθανότατα αναφερόταν στα δρομάκια της συγκεκριμένης συνοικίας.

Στα πρώτα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας ο εβραϊκός πληθυσμός της Άγκυρας αυξήθηκε, σε αντίθεση με τους άλλους μη μουσουλμανικούς. Οι Εβραίοι έφυγαν από την παλιά τους γειτονιά και μετακόμισαν σε άλλες, πιο σύγχρονες. Ωστόσο, όπως και στην υπόλοιπη Τουρκία, οι αντι-μειονοτικές πολιτικές προκάλεσαν τελικά την εβραϊκή μετανάστευση.

Ο εβραϊκός πληθυσμός της Άγκυρας άρχισε να μειώνεται στα μέσα του 20ου αιώνα, καθώς πολλές εβραϊκές οικογένειες μετανάστευσαν στο Ισραήλ μετά την ίδρυσή του το 1948. Άλλες μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρίσκεται σήμερα η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στην Τουρκία, καθώς το πολιτικό κλίμα στην Άγκυρα γινόταν όλο και πιο ασταθές, με διαδοχικά στρατιωτικά πραξικοπήματα.

Σήμερα, τα όμορφα αρχοντικά της εβραϊκής συνοικίας κυριολεκτικά καταρρέουν το ένα μετά το άλλο. Καθώς η γειτονιά συνεχίζει να παρακμάζει, μια μοναδική υπενθύμιση της εβραϊκής της ταυτότητας παραμένει στο κέντρο της: η συναγωγή. Η εντυπωσιακή συναγωγή της Άγκυρας κατασκευάστηκε το 1907.

Είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα τυπικής σεφαραδίτικης συναγωγής της οθωμανικής εποχής. Ωστόσο, είναι σχεδόν πάντα κλειστή, με τις πόρτες της να ανοίγουν όχι περισσότερες από μία ή δύο φορές το χρόνο, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, όπως το Γιόμ Κιπούρ.

Το 2020, ο νεοεκλεγείς δήμαρχος της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς δεσμεύτηκε να μετατρέψει σε διατηρητέες όλες τις ιστορικές γειτονιές στην Άγκυρα, συμπεριλαμβανομένης της εβραϊκής. Με την πανδημία και τη διαρκή οικονομική ύφεση, κανένα από αυτά τα σχέδια δεν έχει υλοποιηθεί.

Παρά τις φανατικές προσπάθειες των εθνικιστών να σβήσουν το πολυπολιτισμικό παρελθόν της Άγκυρας από την ιστορία, κάποια τοπόσημα και κάποιοι, λίγοι, άνθρωποι, επιμένουν να το κρατούν ζωντανό.

Η αρμενική κοινότητα αριθμεί σήμερα περίπου 300 μέλη και η μικροσκοπική εβραϊκή κοινότητα περίπου 35. Ο συνολικός πληθυσμός της πόλης ξεπερνά πλέον τα 5 εκατομμύρια, με νέες γειτονιές και πολυκατοικίες να εμφανίζονται διαρκώς.

Η Τουρκία συνεχίζει να παλεύει με κάθε λογής θέματα διαφορετικότητας αλλά και κοινωνικής δικαιοσύνης και η αναγνώριση των αδικιών του παρελθόντος συνεχίζει να αποτελεί ζητουμενο στη χώρα.

Η Άγκυρα, με τη σειρά της, παλεύει ακόμη να απαγκιστρωθεί από το παρελθόν της, αλλά αυτό με το δικό του τρόπο, αποδεικνύεται εξαιρετικά επίμονο…

Πηγή:cnn.gr

 

 

 



Ροη Ειδήσεων