Τη μετατροπή της χρήσης παράνομων λογισμικών από πλημμέλημα σε κακούργημα εισηγείται η κυβέρνηση μέσω νομοσχεδίου που έθεσαν χθες προς διαβούλευση οι υπουργοί Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης και Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας. Η νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται ως απάντηση σε όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας τους τελευταίους μήνες για την παρακολούθηση στη χώρα πολιτικών και δημοσιογράφων με τη χρήση του λογισμικού Predator.
Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις, η κατοχή και εμπορία παράνομων λογισμικών διώκεται ως πλημμέλημα και τιμωρείται με ποινή από ένα έως πέντε έτη. Το Δημόσιο, συγκεκριμένα, θα μπορεί να προμηθεύεται κατασκοπευτικά λογισμικά υπό προϋποθέσεις που θα καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα των συναρμόδιων υπουργών και κατόπιν έγκρισης του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνεται ακόμα πρόταση που δίνει εκ νέου το δικαίωμα στον παρακολουθούμενο να ενημερώνεται, κατόπιν αίτησής του, για την άρση απορρήτου στο τηλέφωνό του. Δυνατότητα που καταργήθηκε με τροπολογία την άνοιξη του 2021. Στο νομοσχέδιο προτείνεται ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να ενημερώνεται μετά την πάροδο τριών ετών από την άρση απορρήτου στο τηλέφωνό του και εφόσον δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση. Την ενημέρωση αποφασίζει τριμελές όργανο που αποτελείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα, τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ και τον διοικητή της ΕΥΠ ή της Αντιτρομοκρατικής. Εξάλλου, με το νέο νομοθέτημα προτείνεται αίτημα άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας να μπορούν να υποβάλλουν μόνον οι δύο συγκεκριμένες υπηρεσίες και όχι άλλες δημόσιες αρχές.
Για την άρση απορρήτου σε πολιτικά πρόσωπα προτείνεται τριπλό «φίλτρο εγγυήσεων». Τη διαδικασία μπορεί να κινήσει μόνο η ΕΥΠ, απαιτείται η άδεια του προέδρου της Βουλής (πριν από τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα), ενώ το αίτημα θα πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Ηδη από τον περασμένο Αύγουστο, εξάλλου, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου η κυβέρνηση επανέφερε την ανάγκη γνωμοδότησης και δεύτερου εισαγγελέα –πλην του εποπτεύοντος την ΕΥΠ– για την άρση απορρήτου στο τηλέφωνο προσώπου-στόχου, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Διάταξη που είχε καταργηθεί το 2018.
διπλωμάτης ή απόστρατος ανώτατος στρατιωτικός ο διοικητής – Υπογραφή του προέδρου της Βουλής για παρακολούθηση πολιτικού προσώπου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ακόμα δύο διατάξεις που έχουν συμπεριληφθεί στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Η μία από αυτές αφορά την κατάργηση της σύναψης απόρρητων συμβάσεων από το Κέντρο Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΚΕΤΥΑΚ) της ΕΥΠ. Η κυβερνητική πρωτοβουλία έρχεται σε συνέχεια πληροφοριών και δημοσιευμάτων για τον πιθανό ύποπτο ρόλο που διαδραμάτισε το Κέντρο στις παρακολουθήσεις μέσω του λογισμικού Predator. Η δεύτερη διάταξη αφορά την καταστροφή των αρχείων άρσης απορρήτου. Για το περιεχόμενο της παρακολούθησης (ηχητικά αρχεία κ.τ.λ.) προτείνεται η αυτόματη διαγραφή του μετά την πάροδο έξι μηνών από την παύση της άρσης, ενώ για τον φάκελο με το υλικό της τεκμηρίωσης η διατήρησή του για δέκα έτη μετά τη λήξη της άρσης. Ακόμα προτείνεται οι άρσεις απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας να έχουν ως ανώτατο χρονικό όριο τους δέκα μήνες (όπως ισχύει στις άρσεις για τη διακρίβωση εγκλημάτων), εκτός και εάν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Τέλος, στη θέση του διοικητή της ΕΥΠ προτείνεται να τοποθετείται διπλωμάτης ή απόστρατος ανώτατος στρατιωτικός, ενώ καταργείται η θέση του 3ου υποδιοικητή.
Αντιδρούν τα κόμματα
«Νομοθετική ταφόπλακα» χαρακτηρίζουν στον ΣΥΡΙΖΑ το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την ΕΥΠ και κάνουν λόγο για «επιχείρηση συγκάλυψης του σκανδάλου». Οπως τονίζουν, «δεν επαναφέρει σε ισχύ τη διάταξη που κατάργησε, και μάλιστα αναδρομικά, για τη δυνατότητα ενημέρωσης του παρακολουθούμενου. Αντιθέτως προβλέπεται ότι σχετικό αίτημα μπορεί να διατυπωθεί τρία χρόνια μετά τη λήξη της παρακολούθησης».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης δήλωσε χθες (Mega) την αντίθεσή του στην πρόβλεψη για ενημέρωση του παρακολουθούμενου τρία χρόνια μετά τη λήξη της παρακολούθησης και ζήτησε αυτό να γίνεται άμεσα, εφόσον δεν προκύψουν στοιχεία εμπλοκής για την υπό διερεύνηση υπόθεση.
Πηγή:.kathimerini.gr