Τα πρώτα προφίλ χωρών για τον καρκίνο που περιλαμβάνονται στο ευρωπαϊκό μητρώο ανισοτήτων όσον αφορά τον καρκίνο και αφορούν κάθε κράτος μέλος της ΕΕ, τη Νορβηγία και την Ισλανδία, παρουσίασαν σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), ενόψει της Παγκόσμιας Ημέρας κατά του Καρκίνου στις 4 Φεβρουαρίου.
Τα στοιχεία αναδεικνύουν για ακόμη μια φορά τις αποκλίσεις μεταξύ των κρατών-μελών, αλλά και τις ανισότητες εντός της Ελλάδας.
Ανισότητες στην Ευρώπη
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο καρκίνος του πνεύμονα παραμένει μακράν η συνηθέστερη αιτία θανάτου από καρκίνο.
Σε ό,τι αφορά την προσέγγιση στην πρόληψη και αντιμετώπιση του καρκίνου, οι χώρες της ΕΕ εμφανίζονται, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνουν τα προφίλ, να δαπάνησαν ένα αξιόλογο ποσό, ύψους σχεδόν 170 δισ. ευρώ, για την αντικαρκινική περίθαλψη το 2018.
Καταγράφονται επίσης μεγάλες ανισότητες στα ποσοστά θνησιμότητας από καρκίνο τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και εντός των ίδιων των χωρών της Ε.Ε..
Όπως τονίζεται σε ανακοίνωση της Επιτροπής, «αυτό μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τον διαφορετικό βαθμό έκθεσης σε παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου, αλλά και από τη διαφορετική ικανότητα των συστημάτων υγείας να παρέχουν σε εύθετο χρόνο και δωρεάν πρόσβαση σε έγκαιρη διάγνωση και σε υψηλής ποιότητας αντικαρκινική περίθαλψη και θεραπεία».
Τα προφίλ αναδεικνύουν και άλλα σημαντικά στοιχεία:
Ο καρκίνος, που ευθύνεται για το 26% των συνολικών θανάτων, είναι η δεύτερη αιτία θνησιμότητας στην ΕΕ μετά τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η διαφορά στα ποσοστά θνησιμότητας από καρκίνο μεταξύ των χωρών είναι σχεδόν διπλάσια, ενώ οι σχετικές αποκλίσεις μεταξύ των φύλων είναι μεγάλες.
Στη θνησιμότητα από καρκίνο οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες είναι εκτεταμένες.
Το φαινόμενο αυτό εξηγείται εν μέρει από τη διαφορετική έκθεση σε παράγοντες κινδύνου όπως το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η επιβλαβής κατανάλωση αλκοόλ ή η ατμοσφαιρική ρύπανση.
Οι γενικοί παράγοντες κινδύνου τείνουν να είναι πιο διαδεδομένοι στους άνδρες και στις ομάδες χαμηλού εισοδήματος και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.
Όσον αφορά την παροχή υψηλής ποιότητας αντικαρκινικής περίθαλψης, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες της ΕΕ διαφέρουν.
Ορισμένες χώρες έχουν επαρκή εξοπλισμό, αλλά αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε ειδικευμένο υγειονομικό προσωπικό, ενώ άλλες χώρες έχουν μεγάλο αριθμό ειδικευμένων ιατρών, αλλά δεν διαθέτουν, π.χ., εξοπλισμό ακτινοθεραπείας.
Οι δαπάνες για την πρόληψη αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν μόνο το 3,4% των συνολικών δαπανών για την υγεία.
«Τα προφίλ αποδεικνύουν ότι ο εντοπισμός των προκλήσεων και η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών μπορούν να βοηθήσουν τις χώρες να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες όσον αφορά τον καρκίνο», σημειώνεται.
Ανισότητες στην Ελλάδα
Πολλαπλά καμπανάκια κρούει το προφίλ της Ελλάδας γύρω από την προσέγγιση της χώρας μας στην μάχη κατά του καρκίνου.
Αξίζει, βέβαια, να σημειώσουμε πως τα στοιχεία αφορούν ως επί το πλείστον τα έτη 2019-2021 και εν τω μεταξύ μια σειρά πρωτοβουλιών έχουν ενεργοποιηθεί, κυρίως στο πεδίο του προσυμπωματικού ελέγχου, αλλά όπως κατέδειξε και η μελέτη της IQVIA για λογαριασμό της All.Can, σημαντικά κενά και αδυναμίες συνεχίζουν να καταγράφονται.
Όπως αναδεικνύει και το Προφίλ για τον Καρκίνο της Ελλάδας, λοιπόν, σημαντικό έλλειμμα αποτελεί η απουσία ενός συνολικού εθνικού σχεδίου δράσης και ελέγχου του καρκίνου, που θα καλύπτει όλα τα στάδια της ογκολογικής φροντίδας, από την πρόληψη, τον έλεγχο και τη διάγνωση, τη θεραπεία και τη φροντίδα, την αποκατάσταση, την παρηγορητική φροντίδα και τη φροντίδα «τέλους της ζωής».
«Προσπάθειες ανάπτυξης εθνικού σχεδίου δράση κατά του καρκίνου τα προηγούμενα έτη απέτυχαν, γιατί δεν υποστηρίχθηκαν στο πεδίο της εφαρμογής, με ανθρώπινους και χρηματοδοτικούς πόρους, αλλά και συστήματα παρακολούθησης», αναφέρεται στην έκθεση.
Επιπλέον, ενώ άλλα κράτη μέλη αναπτύσσουν και βελτιώνουν μητρώα νεοπλασιών για δεκαετίες, η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσουν σχετικό μητρώο, θέτοντας εμπόδια στην έρευνα, την παρακολούθηση, την πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση, τη θεραπεία και τον σχεδιασμό ελέγχου του καρκίνου, όπως τονίζεται.
Άναρχη και άνιση κατανομή του υγειονομικού προσωπικού δημιουργεί ελλείψεις και μεγάλες αναμονές σε υπηρεσίες υψηλής ζήτησης, μεταξύ αυτών ογκολογικές διαγνώσεις, θεραπείες και υπηρεσίες. Αυτό έχει επιπτώσεις στην ποιότητα της φροντίδας που παρέχεται, ενώ ωθεί τους πολίτες στον ιδιωτικό τομέα, αυξάνοντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες στην υγεία.
Το σύστημα υγείας της Ελλάδας είναι ιστορικά νοσοκομειοκεντρικό, εστιάζοντας στην νόσο, με αποτέλεσμα να λειτουργεί μόνο σε αντίδραση στη νόσο, παρά στην πρόληψη της. Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παραμένει υποανάπτυκτη, επηρεάζοντας τα ποσοστά προσυμπτωματικού ελέγχου, πρώιμης διάγνωσης και προλήψεις, οδηγώντας σε σημαντικές ανισότητες.
Αν και ο επιπολασμός του καπνίσματος έχει μειωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το 2019 σχεδόν 1 στους 4 ενήλικες κάπνιζε καθημερινά, που συνιστά το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οικονομική κρίση και δημοσιονομικά μέτρα εξηγούν ενήμερη την αύξηση των παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου, κυρίως μεταξύ των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Σημαντικές ανισότητες εντοπίστηκαν και στην εφαρμογή προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου κατά του καρκίνου μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων.
Το ποσοστό των γυναικών υψηλότερων εισοδημάτων που αναφέρουν ότι έχουν προχωρήσει σε εξέταση μαστού είναι σχεδόν το διπλάσιο (86%) από το ποσοστό των γυναικών χαμηλό (39%).τερων εισοδημάτων (46%).
Το ποσοστό των γυναικών υψηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου που αναφέρουν ότι έχουν υποβληθεί σε τεστ Παπ ήταν πάνω από διπλάσιο (85%) από το ποσοστό των γυναικών χαμηλότερου εκπαιδευτικού επιπέδου (39%).
Η Ελλάδα καταγράφει σημαντικές ανισότητες στο επίπεδο κατανομής υγειονομικών υπηρεσιών μεταξύ αστικών και αγροτικών περιοχών, μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και μεταξύ επαγγελματικών υγείας και ιατρικών ειδικοτήτων.
Πληθυσμοί απομακρυσμένων, νησιωτικών και αγροτικών περιοχών, αντιμετωπίζουν σημαντικά εμπόδια, γεωγραφικά και οικονομικά, στην πρόσβαση στην ογκολογική φροντίδα, που μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφικές δαπάνες υγείας.
Οι κοινωνικοοικονομικοί καθοριστικοί παράγοντες της υγείας, οδηγούν σε μεγάλο βαθμό το φορτίο του καρκίνου στην Ελλάδα.
«Η οικονομική κρίση και τα σχετικά μέτρα λιτότητας είχαν σημαντική επίπτωση στην δημόσια υγεία, αφενός αυξάνοντας κοινωνικοοικονομικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου και αφετέρου αποδυναμώνοντας ένα σύστημα υγείας που ήδη αντιμετώπιζε σοβαρές δομικές προκλήσεις. Προσπάθειες ίδρυσης δημόσιων οργανισμών και φορέων για την υποστήριξη της ογκολογικής φροντίδας και έρευνας αποδείχτηκαν ανεπιτυχείς και η προσφορά φροντίδας κατά του καρκίνου παραμένει σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη», σημειώνεται.
Πηγή:dikaiologitika.gr