Τρίτη 4 Μαρτίου 2025


ΑρχικήΘέματαΥγείαΟι εκτεταμένες συνέπειες της παιδικής κακοποίησης

Οι εκτεταμένες συνέπειες της παιδικής κακοποίησης

Μια νέα μελέτη δείχνει τη συσχέτιση ανάμεσα στο πρώιμο τραύμα που έχουν βιώσει οι μητέρες και τα προβλήματα υγείας των παιδιών τους. Τα δυσμενή παιδικά βιώματα των μητέρων μπορεί να έχουν επίδραση στην ψυχική και σωματική υγεία, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Βερολίνου Charité-Universitätsmedizin που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό The Lancet Public Health. Η έρευνα έδειξε ότι η κακοποίηση των μητέρων στην παιδική ηλικία, είναι συνυφασμένη με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας της επόμενης γενιάς, όπως άσθμα, διαταραχές αυτιστικού φάσματος και καταθλιπτικές διαταραχές. Η έγκαιρη παρέμβαση για την στήριξη των μητέρων μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση αυτής της επίδρασης.

Η κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία είναι ένας ιδιαίτερα σοβαρός παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση προβλημάτων υγείας στο εκτεθειμένο άτομο, καθώς επιφέρει πληθώρα μακροχρόνιων συνεπειών. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται σωματικές, ψυχικές, συμπεριφορικές και κοινωνικές επιπτώσεις που μπορούν να διατηρηθούν έως την περίοδο της εγκυμοσύνης και του γονεϊκού ρόλου. Ως εκ τούτου, οι δυσμενείς εμπειρίες κατά την παιδική ηλικία των γονέων μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη και την υγεία των δικών τους παιδιών.

Υψηλότερος κίνδυνος άσθματος, ΔΕΠΥ, αυτισμού και καταθλιπτικών διαταραχών

Στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη, ομάδα ερευνητών με επικεφαλή την Dr. Claudia Buss, καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Ιατρικής Ψυχολογίας του Charité, δείχνει ότι τα προβλήματα υγείας είναι πιο συχνά στα παιδιά των μητέρων που βίωσαν κακοποίηση οι ίδιες όσο ήταν παιδιά.

Οι ερευνητές ορίζουν ως κακοποίηση την σωματική, συναισθηματική, σεξουαλική κακομεταχείριση ή παραμέληση από γονέα ή κηδεμόνα που οδηγεί σε σωματική ή ψυχική βλάβη ή απειλή βλάβης του παιδιού. Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 4.300 Αμερικανίδες μητέρες και από τα παιδιά τους σε μια περίοδο παρακολούθησης 21 ετών. Στο πλαίσιο της μελέτης, οι μητέρες μοιράστηκαν τα βιώματά τους κατά την παιδική τους ηλικία και παρείχαν πληροφορίες σχετικά με τις διαγνώσεις θεμάτων υγείας των βιολογικών παιδιών τους μέχρι την ηλικία των 18 ετών. Αυτός ο πολύτιμος θησαυρός δεδομένων που εκτείνεται σε δύο γενιές της ίδιας οικογένειας επέτρεψε στους ερευνητές να εντοπίσουν ουσιαστικές συνδέσεις.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα παιδιά των μητέρων που ανέφεραν ότι βίωσαν αρνητικές εμπειρίες διέτρεχαν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης άσθματος, διαταραχής ελλειμματικής προσοχής/ υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), και αυτισμού. Τα παιδιά αυτά είχαν επίσης μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης συμπτωματολογίας και συμπεριφορών που συνδέονται με καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές, οι οποίες είναι γνωστές ως «εσωτερικευμένες» διαταραχές. Οι κόρες των μητέρων αυτής της ομάδας διέτρεχαν επίσης υψηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας συγκριτικά με τους γιους τους. «Όλες αυτές οι συσχετίσεις είναι ανεξάρτητες από το γεγονός αν η μητέρα έχει την ίδια διάγνωση», όπως εξηγεί η Buss, προσθέτοντας ότι «αυτό υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος εμφάνισης του προβλήματος υγείας δεν μεταδίδεται γενετικά».

Οι ερευνητές δεν έχουν ακόμα αποκωδικοποιήσει πλήρως τους ακριβείς μηχανισμούς με τους οποίους μπορεί ο κίνδυνος να μεταβιβαστεί στην επόμενη γενιά. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα αρνητικά βιώματα στην παιδική ηλικία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την βιολογική διάσταση της μητέρας κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως για παράδειγμα η έκκριση των ορμονών του στρες. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη του εμβρύου με τέτοιο τρόπο που το παιδί έπειτα να γίνει πιο ευάλωτο σε προβλήματα υγείας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι βιολογικές μεταβολές όπως αυτές, είναι πιο έντονες σε μητέρες που τους έχουν προκύψει προβλήματα ψυχικής υγείας, όπως η κατάθλιψη, ως αποτελέσματα των τραυματικών εμπειριών τους. Αν η ψυχική υγεία της μητέρας έχει επηρεαστεί από τα παιδικά βιώματά της, αυτό μπορεί να έχει αντίκτυπο στο πώς αλληλεπιδρά με το παιδί της μόλις γεννηθεί, γεγονός που είναι πιθανό να είναι εξίσου σημαντικός παράγοντας σε αυτές τις πολυγενεακές επιπτώσεις.

«Από όσα γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που εξετάζουμε πολλαπλά προβλήματα υγείας ταυτόχρονα σε σχέση με το πρώιμο τραύμα μητέρων σε ένα μεγάλο, κοινωνικοδημογραφικά και εθνοτικά ποικίλο δείγμα. Αυτό έχει γίνει κυρίως για μεμονωμένες περιπτώσεις ασθενειών στο παρελθόν» εξηγεί η Dr. Nora Moog, η πρώτη συγγραφέας της δημοσίευσης, επίσης από το Ινστιτούτο της Ιατρικής Ψυχολογίας στο Charité. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, οι ερευνητές έδειξαν ότι τα παιδιά των μητέρων που εκτέθηκαν σε πρώιμο τραύμα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν πολλαπλά σωματικά και ψυχικά προβλήματα υγείας. Επίσης, ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος όσο πιο σοβαρές ήταν οι παιδικές εμπειρίες της μητέρας. «Ταυτόχρονα, θα πρέπει να τονίσω ότι δεν σημαίνει ότι όλα τα παιδιά των μητέρων με αρνητικά βιώματα στην παιδική ηλικία καταλήγουν αυτομάτως με θέματα υγείας» αναφέρει η Buss. «Ο κίνδυνος μεγαλώνει, αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα εκδηλωθεί πρόβλημα υγείας».

Η έγκαιρη ανίχνευση και η υποστήριξη των μητέρων

«Υποθέτω ότι η κατάλληλη υποστήριξη των μητέρων που υποφέρουν από τις επιπτώσεις της παιδικής κακοποίησης μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο τόσο στην δική τους υγεία και ευημερία όσο και στων παιδιών τους.  Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ σημαντικό να εντοπίζονται από νωρίς αυτές οι μητέρες και τα παιδιά τους» τονίζει η Buss. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό, θα ήταν οι γιατροί να ασχολούνται με τις εμπειρίες των γονέων κατά την παιδική ηλικία τους στην διάρκεια του προγεννητικού ή παιδιατρικού ελέγχου και να παρέχουν πληροφορίες για την πρόσβαση σε ποικίλα προγράμματα υποστήριξης ή υπηρεσίες συμβουλευτικής. Μια τέτοια πρώιμη παρέμβαση θα μπορούσε να βοηθήσει δύο γενιές: τον γονέα, ο οποίος βίωσε κακοποίηση και ενδεχομένως να υποφέρει από επιπτώσεις στην υγεία του και το παιδί, το οποίο θα μπορούσε να προληφθεί από την ανάπτυξη προβλημάτων υγείας.

Η ανάπτυξη νέων, στοχευόμενων θεραπευτικών μέτρων θα εξαρτηθεί από την καλύτερη κατανόηση των ακριβών μηχανισμών με τους οποίους ο αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης προβλημάτων υγείας μεταδίδεται στην επόμενη γενιά. Οι ερευνητές σχεδιάζουν να διεξάγουν μελέτες παρακολούθησης για να διερευνήσουν ποια παιδιά παραμένουν ανθεκτικά, εννοώντας ότι δεν υφίστανται τις συνέπειες της μιας γενιάς: τι κάνει τα παιδιά, τις μητέρες τους και το κοινωνικό περιβάλλον τους να διαφέρουν; Εκτός αυτού, οι εμπειρίες των πατέρων κατά την παιδική ηλικία έχουν λάβει σχετικά λίγη προσοχή προς το παρόν, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτά τα βιώματα μπορούν επίσης να μεταδοθούν στην επόμενη γενιά, αν και σε μερικές περιπτώσεις με διαφορετικούς μηχανισμούς από αυτούς που εμπλέκονται στη μεταβίβαση μητέρας- παιδιού. Οι ερευνητές σκοπεύουν να εξετάσουν αυτά τα ερευνητικά ερωτήματα με περισσότερες λεπτομέρειες σε μελλοντικά ερευνητικά προγράμματα.

Σχετικά με την μελέτη: Η διεθνής ομάδα των ερευνητών ανέλυσαν δεδομένα από 4.337 Αμερικανίδες μητέρες από 21 μακροχρόνιες κοορτές με γνώμονα τις παιδικές εμπειρίες των μητέρων. Επιπλέον, εξέτασαν πληροφορίες από τις διαγνώσεις υγείας των βιολογικών παιδιών των μητέρων ηλικίας μέχρι τα 18 έτη. Τα δεδομένα δόθηκαν από ένα ερευνητικό πρόγραμμα με την ονομασία Environmental influences on Child Health Outcomes (ECHO).

Πηγή:https://www.charite.de/en/service/press_reports/artikel/detail/the_far_reaching_consequences_of_child_abuse/
Charité – Universitätsmedizin Berlin



Ροη Ειδήσεων