Τι συνεπάγεται το ύψος της απόδοσης των ομολόγων για τον οικογενειακό πρoϋπολογισμό, τα οικονομικά των χωρών και των εταιρειών
Συνεχίζει να «φλερτάρει» με το 5% η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου, καθώς για τρίτη συνεχόμενη συνεδρίαση βρέθηκε και ξεπέρασε ενδοσυνεδριακά αυτό το υψηλό επίπεδο για πρώτη φορά από τις 20 Ιουλίου του 2007.
Οι εκδικητές των ομολόγων επιστρέφουν, καθώς οι επενδυτές συνεχίζουν να πωλούν εν μέσω της προοπτικής υψηλότερων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτοκίων και ενός αυξανόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος, όπως είπε o Κέβιν Ζάο, επικεφαλής του παγκόσμιου κρατικού και νομισματικού τομέα της UBS Asset Management.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έκλεισε το οικονομικό έτος τον Σεπτέμβριο με δημοσιονομικό έλλειμμα σχεδόν 1,7 τρισ. δολαρίων, όπως ανακοίνωσε την Παρασκευή το υπουργείο Οικονομικών, προσθέτοντας στο τεράστιο εθνικό χρέος που ανέρχεται σε 33,6 τρισ. δολάρια.
Μιλώντας στην εκπομπή “Squawk Box Europe” του CNBC ο Zάο υπογράμμισε το ιστορικό ξεπούλημα της αγοράς ομολόγων που υποδέχτηκε τον καταστροφικό «μίνι προϋπολογισμό» της πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Λιζ Τρασ τον περασμένο Σεπτέμβριο ως παράδειγμα της αντίδρασης των επενδυτών ομολόγων σε αυτό που θεωρούν ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική.
«Οι εκδικητές των ομολόγων επιστρέφουν, οπότε αυτό είναι πολύ σημαντικό για τις μετοχές, τις τιμές των κατοικιών, τη δημοσιονομική πολιτική, τη νομισματική πολιτική. Δεν είναι πλέον μια ελεύθερη βόλτα στις αγορές ομολόγων, οπότε η κυβέρνηση πρέπει να είναι πολύ προσεκτική όσον αφορά το μέλλον. Το είδατε αυτό τον περασμένο Σεπτέμβριο, στο είδαμε αυτό στην αγορά ομολόγων.
Ο πόνος διαχέεται στην πραγματική οικονομία – Το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος
Για το μέσο πολίτη η αγορά ομολόγων και πόσω μάλλον η απόδοση του είναι ένα ακόμα βαρετό και απόμακρο από την καθημερινότητά του οικονομικό στοιχείο. Διαβάζοντας τίτλους αντίστοιχων σχολίων τους προσπερνά, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αφορά και το δικό του πορτοφόλι.
Τι σημαίνει για την πραγματική οικονομία η απόδοση 5%, προσπάθησε να εξηγήσει το Bloomberg πριν λίγο καιρό.
Δεν έχουν περάσει ούτε δύο χρόνια από την εποχή που νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις ζούσαν την εποχή του δωρεάν ή πολύ φθηνού χρήματος.
Το επιτόκιο αναφοράς της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ήταν μηδενικό, ενώ οι κεντρικές τράπεζες στην Ευρώπη και την Ασία είχαν ακόμη και αρνητικά επιτόκια για να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση και εν μέσω της πανδημίας.
Η αγορά αμερικανικών ομολόγων δείχνει τους τίτλους τέλους της εποχής που ξεκίνησε μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και είχε κύρια χαρακτηριστικά το φθηνό χρήμα και τον χαμηλό πληθωρισμό.
Η νέα εποχή που θα την διαδεχθεί δεν έχει ακόμη σαφή χαρακτηριστικά, σύμφωνα με έρευνα του Reuters.
Η άποψη της αγοράς έχει έρθει στο επίκεντρο της προσοχής εν μέσω sell off στα ομόλογα που εκτόξευσε τις αποδόσεις του 10ετούς -δείκτης αναφοράς- και του 30ετούς στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 16 χρόνων.
«Δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς οι πρόσφατες κινήσεις των αποδόσεων δεν αυξάνουν τον κίνδυνο ατυχήματος κάπου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεδομένου του σχετικά απότομου τέλους τα τελευταία τρίμηνα μιας σχεδόν μιάμισης δεκαετίας όπου οι αρχές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ελέγξουν τις αποδόσεις», εξηγεί στο Bloomberg ο στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank AG, Τζιμ Ρέιντ. «Επομένως, επικίνδυνες εποχές».
Η απόδοση ενός ομολόγου θεωρείται ως βασικό επιτόκιο χωρίς κίνδυνο, όλες οι άλλες επενδύσεις συγκρίνονται με αυτό, και καθώς η απόδοση του κρατικού ομολόγου αυξάνεται, αυτό διαχέεται στις ευρύτερες αγορές, επηρεάζοντας τα πάντα, από τα δάνεια αυτοκινήτων μέχρι τις υπεραναλήψεις, τον δημόσιο δανεισμό και το κόστος χρηματοδότησης μιας εταιρικής εξαγοράς.
Σύμφωνα με το Institute of International Finance, το πρώτο εξάμηνο του 2023 το παγκόσμιο χρέος που εκκρεμούσε ανήλθε στο επίπεδο ρεκόρ των 307 τρισ. δολαρίων.
Οι καταλύτες στην αγορά ομολόγων
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη δραματική μεταστροφή στην αγορά ομολόγων, αλλά τρεις ξεχωρίζουν. Οι οικονομίες, ιδίως οι αμερικανικές, αποδείχθηκαν πιο εύρωστες από ό,τι αναμενόταν. Αυτό, μαζί με τις προηγούμενες δόσεις εύκολου χρήματος, διατηρεί τις πληθωριστικές πιέσεις αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες να ανεβάσουν τα επιτόκια υψηλότερα από ό,τι πίστευαν κάποτε και, πιο πρόσφατα, να τονίσουν ότι θα τα διατηρήσουν υψηλά.
Οι κυβερνήσεις εξέδωσαν πολύ περισσότερο χρέος με χαμηλά επιτόκια κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να διασφαλίσουν τις οικονομίες τους. Τώρα πρέπει να το αναχρηματοδοτήσουν με υψηλότερα επιτόκια, χτυπώντας καμπανάκι για μη βιώσιμα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η πολιτική δυσλειτουργία και οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας έχουν επιτείνει τις αντιξοότητες.
Στο εκρηκτικό μείγμα προστίθεται και το υψηλό κόστος χρήματος. Και αυτό το νέο, υψηλότερο επίπεδο προμηνύει σημαντικές αλλαγές σε όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις οικονομίες που τροφοδοτεί.
Πόνος στην αγορά κατοικίας
Τα στεγαστικά δάνεια είναι το πρώτο σημείο όπου οι δραματικές κινήσεις των επιτοκίων κάνουν πραγματικά αισθητή την παρουσία τους. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτέλεσε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα φέτος.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Nationwide, Ρόμπερτ Γκάρντερ, τόνισε ότι ο τυπικός αγοραστής, αυτός που αγοράζει για πρώτη φορά κατοικία και δίνει προκαταβολή 20% καλείται να πληρώσει μηνιαία δόση που αντιστοιχεί στο 43% του μισθού του – από 32% πριν από ένα χρόνο. Σημείωσε ότι η αύξηση των επιτοκίων τους τελευταίους μήνες έχει καταστήσει πιο δύσκολο για τους υποψήφιους αγοραστές να αντέξουν οικονομικά ένα στεγαστικό δάνειο για ένα νέο σπίτι.
Επιπλέον, οι απαιτήσεις για καταθέσεις εξακολουθούν να αποτελούν υψηλό εμπόδιο, με μια κατάθεση 10% να ισοδυναμεί με το 55% του ακαθάριστου ετήσιου μέσου εισοδήματος.
Ως αποτέλεσμα, οι συναλλαγές μειώνονται και οι τιμές των κατοικιών βρίσκονται υπό πίεση. Οι τράπεζες προβλέπουν επίσης αύξηση των αθετήσεων πληρωμών. Σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Αγγλίας το δεύτερο τρίμηνο αυξήθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση.
Η συμπίεση του κόστους των ενυπόθηκων δανείων είναι μια ιστορία που διαδραματίζεται παντού. Στις ΗΠΑ το 30ετές σταθερό επιτόκιο για ενυπόθηκο δάνειο ξεπέρασε το 7,5%, σε σύγκριση με περίπου 3% το 2021. Αυτός ο υπερδιπλασιασμός των επιτοκίων σημαίνει απλά ότι για ένα στεγαστικό δάνειο 500.000 δολαρίων, οι μηνιαίες πληρωμές αυξήθηκαν κατά περίπου 1.400 δολάρια!!!!
Στις… δαγκάνες των υψηλών επιτοκίων τα δημοσιονομικά μεγέθη
Τα υψηλότερα επιτόκια σημαίνουν ότι οι χώρες πρέπει να πληρώνουν περισσότερα για να δανειστούν. Τους 11 μήνες μέχρι τον Αύγουστο το κόστος εξυπηρέτησης του αμερικανικού δημόσιου χρέους ανήλθε σε 808 δισ. δολάρια, ποσό που ισούται τέσσερις φορές του ΑΕΠ της Ελλάδος, αυξημένο κατά περίπου 130 δισ. δολάρια σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Το κόστος θα συνεχίσει να αυξάνεται όσο περισσότερο παραμένουν αυξημένα τα επιτόκια. Η κυβέρνηση θα χρειαστεί είτε να δανειστεί περαιτέρω ή να μειώσει τις δαπάνες. Αυτό δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ, που το δημόσιο χρέος δημιούργησε και έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεμπουπλικάνους.
Η συνταγή χρηματοδότησης των τόκων διαφέρει από χώρα σε χώρα. Το Ηνωμένο Βασίλειο επιδιώκει να περιορίσει τις δαπάνες και ορισμένοι Γερμανοί πολιτικοί θέλουν να επαναφέρουν ένα ανώτατο όριο δανεισμού, γνωστό ως φρένο χρέους.
Ωστόσο, καθώς οι κυβερνήσεις προσπαθώντας να είναι πιο δημοσιονομικά υπεύθυνες, ή τουλάχιστον να δίνουν αυτή την εντύπωση, μπορεί να στείλουν τον λογαριασμό στα νοικοκυριά αυξάνοντας φόρους άμεσα ή έμμεσα.
Χρηματιστηριακός κίνδυνος
Τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ θεωρούνται μία από τις ασφαλέστερες επενδύσεις στον πλανήτη, και την τελευταία δεκαετία περίπου οι απολαβές για τη διακράτησή τους ήταν μέτριες, δεδομένων των καταπιεσμένων αποδόσεων. Η απόδοση 5% καθιστά τα ομόλογα πιο ελκυστικά από τα πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία, όπως οι μετοχές.
Μια μέτρηση που εξετάζεται προσεκτικά είναι το ασφάλιστρο κινδύνου μετοχών, η διαφορά μεταξύ της απόδοσης των κερδών του δείκτη S&P 500 και της απόδοσης του 10ετούς Δημοσίου, η οποία αποτελεί έναν τρόπο μέτρησης της ελκυστικότητας των μετοχών έναντι άλλων περιουσιακών στοιχείων. Αυτό στις αρχές του Οκτώβρη βρισκόταν κοντά στο μηδέν, στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και δύο και πλέον δεκαετίες, υποδηλώνοντας ότι οι επενδυτές μετοχών δεν ανταμείβονται για την ανάληψη πρόσθετου κινδύνου.
Ο Ian Lyngen, επικεφαλής της στρατηγικής επιτοκίων στην BMO Capital Markets, προειδοποίησε στην τηλεόραση του Bloomberg αυτή την εβδομάδα ότι εάν το 10ετές επιτόκιο φθάσει το 5%, αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί «σημείο καμπής» που θα πυροδοτούσε ένα ευρύτερο ξεπούλημα σε περιουσιακά στοιχεία κινδύνου, όπως οι μετοχές. «Αυτός είναι ο μεγαλύτερος μπαλαντέρ».
Πίεση στις εταιρείες
Την τελευταία δεκαετία τα επιχειρηματικά σχέδια είχαν σύμμαχο τα χαμηλά επιτόκια και την εύκολη πρόσβαση στις αγορές. Όλα αυτά έχουν αλλάξει μεν αλλά οι περισσότερες εταιρείες άντλησαν τόσα πολλά κεφάλαια όταν τα επιτόκια ήταν σχεδόν μηδενικά, ώστε δεν χρειάστηκε να αξιοποιήσουν τις αγορές όταν ξεκίνησε ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων.
Το πρόβλημα τώρα είναι το αφήγημα της Fed «υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα». Οι πιο αδύναμες εταιρείες που βασίζονταν στα ταμειακά τους μαξιλάρια για να τα βγάλουν πέρα σε αυτή την περίοδο υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης μπορεί να αναγκαστούν να αξιοποιήσουν τις αγορές για να αντιμετωπίσουν ένα τείχος χρέους που λήγει. Και αν το κάνουν, θα πρέπει να πληρώσουν σχεδόν το διπλάσιο του τρέχοντος κόστους χρέους τους για μετρητά.
Τέτοιες πιέσεις θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μειώσουν τα επενδυτικά τους σχέδια ή ακόμη και να αναζητήσουν τρόπους εξοικονόμησης πόρων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες θέσεων εργασίας. Τέτοιου είδους ενέργειες, εάν είναι ευρέως διαδεδομένες, θα έχουν επιπτώσεις στις καταναλωτικές δαπάνες, τη στέγαση και την οικονομική ανάπτυξη.
Ένα επίσης τρωτό σημείο είναι ο σκιώδης τραπεζικός τομέας, στον οποίο έχουν απευθυνθεί οι εταιρείες και δεν έχει δώσει ακόμα δείγματα γραφής για το πως θα μπορούσε να διαχειριστεί τις εταιρικές χρεοκοπίες.
«Ξηρασία» στις συμφωνίες
Τα υψηλότερα επιτόκια επηρέασαν αρνητικά την προθυμία των τραπεζών να υποστηρίξουν μεγάλες συγχωνεύσεις και εξαγορές τους τελευταίους 18 μήνες, με τα τραπεζικά ιδρύματα να φοβούνται μήπως μείνουν με χρέη στα βιβλία τους που δεν μπορούν να πουλήσουν στους επενδυτές.
Αυτό έχει οδηγήσει σε απότομη πτώση των εξαγορών με μόχλευση, που αποτελούν ζωτικό παράγοντα των υγιών αγορών συγχωνεύσεων και εξαγορών. Οι παγκόσμιες αξίες των συναλλαγών ανήλθαν σε 1,9 τρισ. δολάρια στο τέλος Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg, αφήνοντας τους διαπραγματευτές σε πορεία για τη χειρότερη χρονιά της τελευταίας δεκαετίας.
Οι εταιρείες ιδιωτικών συμμετοχών έχουν πληγεί ιδιαίτερα, με την αξία των εξαγορών τους να μειώνεται κατά 45% φέτος σε περίπου 384 δισ. δολάρια, το δεύτερο συνεχόμενο έτος διψήφιου ποσοστού μείωσης. Ταυτόχρονα, δυσκολεύονται να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία, γεγονός που οδηγεί σε καθυστερήσεις στην επιστροφή χρημάτων στους επενδυτές και επηρεάζει την ικανότητά τους να αντλήσουν νέα κεφάλαια.
Χρεοκοπία γραφείων – Η ωρολογιακή βόμβα των εμπορικών ακινήτων
Τα εμπορικά ακίνητα είναι ένας τομέας που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον δανεισμό τεράστιων ποσών, οπότε η εκτίναξη του κόστους του χρέους είναι δηλητήριο για τον κλάδο. Οι υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων έχουν χτυπήσει τις αποτιμήσεις των ακινήτων, καθώς οι αγοραστές ζητούν αποδόσεις που προσφέρουν πριμοδότηση σε σχέση με το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο.
Αυτό έχει εκτοξεύσει τις αναλογίες δανείου προς αξία και έχει αυξήσει τον κίνδυνο παραβίασης των όρων του χρέους. Οι δανειολήπτες αντιμετωπίζουν την επιλογή της εισφοράς περισσότερων ιδίων κεφαλαίων, αν διαθέτουν, ή του δανεισμού με ακριβότερα επιτόκια.