Η εισαγόμενη ακρίβεια καλά κρατεί και διαχέεται παντού στην αγορά. Οι διεθνείς τιμές φυσικού αερίου και ενεργειακών προϊόντων κατέρρευσαν μετά το «τσουνάμι» αυξήσεων του 2022, προκάλεσαν όμως ένα δευτερογενές κύμα ανατιμήσεων, που κοστίζει πανάκριβα στη χώρα και μετακυλίεται στα ράφια των καταστημάτων και την τσέπη του Έλληνα καταναλωτή.
Τα στοιχεία τρεχουσών συναλλαγών που ανακοίνωσε η ΤτΕ δείχνουν ότι το 2023 η χώρα πλήρωσε 9,7 δισ. ευρώ λιγότερααπό το 2022, για να εισαγάγει καύσιμααπό το εξωτερικό.
Η εξοικονόμηση αυτή αντιστοιχεί σεσχεδόν 4,5% του ΑΕΠ της χώρας (!) αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στη μείωση της τιμής και όχι μείωση των ποσοτήτων που εισήχθησαν στη χώρα πέρυσι.
«Ακρίβεια Πούτιν»
Η εξοικονόμηση ήταν τεράστια, αν σκεφθεί κανείς πως το 2021 η χώρα δαπάνησε μόλις 16 δισ. για να εισαγάγει καύσιμα, αλλά το 2022 σχεδόν τα διπλάσια (30,8 δισ. ευρώ). Η εισαγόμενη ακρίβεια«κατάπιε» 14,8 δισ. που διέφυγαν στο εξωτερικό (κυρίως προς Ρωσία λόγω αερίου). Το 2023 που οι τιμές καυσίμων υποχώρησαν, η χώρα κατέβαλε για καύσιμα 21,1 δισ. ευρώ και η άμεση «ζημιά» λόγω καυσίμων περιορίστηκε στα 5 δισ. ευρώ, εν σχέσει με πριν την εισβολή στην Ουκρανία.
Αν και κατά ένα μέρος η αυξημένη δαπάνη εξισορροπείται από την παραγόμενη ανάπτυξη (δουλειές και μισθούς) δεν παύει να είναι μια δυσβάσταχτη επιβάρυνση για νοικοκυριά, επιχειρήσεις.
Αντιθέτως όμως, ο Έλληνας καταναλωτής δεν ένιωσε ίσως το πολύ μεγάλο όφελος που είχε από την ομαλοποίηση των τιμών καυσίμων κατά 10 δισ. ευρώ, γιατί μέρος της επιβάρυνσης αυτής το είχε σηκώσει ο κρατικός προϋπολογισμός, με τα επιδόματα fuel pass και τις άμεσες επιδοτήσεις λογαριασμών ρεύματος μέχρι 31.12.2023.
Επιπλέον το δευτερογενές κύμα ανατιμήσεων από το εξωτερικό (πλην καυσίμων) παραμένει ανυποχώρητο για δεύτερο συνεχόμενο χρόνο, προκαλώντας παρατεταμένη πίεση και οικονομική ασφυξία στο εσωτερικό της χώρας.