Στη σημαντική βελτίωση του οικονομικού κλίματος και στην προσέλκυση ολοένα και περισσότερων επενδύσεων στην Ελλάδα εστίασε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο CTV, μετά τη συνάντηση με τον Καναδό ομόλογό του, Τζαστίν Τριντό, στην οποία τονίστηκε η ενίσχυση των διμερών σχέσεων και υπεγράφη η συμφωνία για την παράδοση επτά υπερσύγχρονων πυροσβεστικών αεροσκαφών.
Λίγο πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, ο πρωθυπουργός τόνισε: «Για πρώτη φορά θα δώσουμε την ευκαιρία στη διασπορά μας, σε όσους έχουν δικαίωμα ψήφου στην Ελλάδα, να αξιοποιήσουν την επιστολική ψήφο για να συμμετάσχουν στις ευρωεκλογές. Επομένως, θα είναι επίσης μια ευκαιρία να αναδείξουμε αυτή τη δυνατότητα και να τους παροτρύνουμε να συμμετάσχουν σε μια εκλογική διαδικασία η οποία είναι αρκετά σημαντική για το μέλλον της χώρας».
Για τις επενδύσεις δήλωσε τα εξής: «Αν κοιτάξετε την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, είναι σημαντική, πηγαίνουμε από ρεκόρ σε ρεκόρ. Επομένως, μέρος της δουλειάς μου κατά την επίσκεψή μου στον Καναδά είναι να αναδείξω αυτό στην καναδική επιχειρηματική κοινότητα».
«Θέλω να βεβαιωθώ ότι θα καταρρίψω τις όποιες αμφιβολίες και ότι θα ξεκαθαρίσω με σαφήνεια ότι η Ελλάδα έχει γυρίσει οριστικά σελίδα» συμπλήρωσε.
Όσον αφορά στον πόλεμο της Ουκρανίας υπογράμμισε: «Φυσικά, εναπόκειται στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης να διασφαλίσουμε ότι έχουμε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Και ο Καναδάς είναι απαραίτητος εταίρος σε αυτή την προσπάθεια».
Αναλυτικά η συνέντευξη έχει ως εξής:
Είναι η πρώτη φορά που Έλληνας Πρωθυπουργός επισκέπτεται τον Καναδά μετά από σχεδόν 41 χρόνια, μετά από τέσσερις δεκαετίες. Γιατί τώρα;
«Έχει περάσει πολύς καιρός. Υποθέτω ότι αυτός είναι ένας καλός λόγος. Είμαστε πολύ στενοί εταίροι και συνεργαζόμαστε σε πολλά γεωπολιτικά ζητήματα. Αλλά πέραν αυτού, υπάρχουν δύο επιπλέον λόγοι για τους οποίους θεώρησα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να έρθω: πρώτον, θα είναι μια ευκαιρία για εμένα να γιορτάσω την Ημέρα Ανεξαρτησίας με τον Καναδό Πρωθυπουργό και να συναναστραφώ με μια πολύ δυναμική και ενεργή ελληνοκαναδική κοινότητα. Είμαστε πολύ περήφανοι για την ελληνική διασπορά στον Καναδά και νιώθω ότι ήταν υποχρέωσή μου να έρθω και να την επισκεφθώ, ειδικά σε μία τόσο σημαντική ημέρα. Πέραν όλων των άλλων, για πρώτη φορά θα δώσουμε την ευκαιρία στη διασπορά μας, σε όσους έχουν δικαίωμα ψήφου στην Ελλάδα, να αξιοποιήσουν την επιστολική ψήφο για να συμμετάσχουν στις ευρωεκλογές. Επομένως, θα είναι επίσης μια ευκαιρία να αναδείξουμε αυτή τη δυνατότητα και να τους παροτρύνουμε να συμμετάσχουν σε μια εκλογική διαδικασία η οποία είναι αρκετά σημαντική για το μέλλον της χώρας. Ο δεύτερος λόγος είναι επειδή πιστεύω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή για να ενισχύσουμε περαιτέρω τους οικονομικούς μας δεσμούς. Όπως γνωρίζετε, η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει με -πιστεύω- εντυπωσιακό τρόπο. Έχουμε αφήσει πίσω μας την κρίση. Θεωρώ ότι αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να επιχειρηματολογήσουμε και στην καναδική επιχειρηματική κοινότητα ότι θα πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον της προς την Ελλάδα και να εξετάσει το ενδεχόμενο διάθεσης κεφαλαίων».
Θέλω να αναφερθώ στην οικονομική σχέση και τους οικονομικούς αυτούς δεσμούς, κυρίως στις εμπορικές σχέσεις, ξεκινώντας από την CETA, τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά. Υπήρξαν κάποια μεγάλα εμπόδια τον τελευταίο καιρό, συγκεκριμένα μόλις πριν από λίγες ημέρες η Γερουσία της Γαλλίας καταψήφισε την επικύρωσή της. Πότε θα επικυρώσει η Ελλάδα την CETA;
«Ευελπιστώ ότι θα την επικυρώσουμε. Έχουμε ακόμα κάποιες εκκρεμότητες σχετικά με κάποια προϊόντα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης ή ένα συγκεκριμένο φυσικό προϊόν, για παράδειγμα, τη φέτα. Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι η φέτα, όταν πωλείται στον Καναδά, είναι η πραγματική φέτα. Και μόνο η Ελλάδα έχει τεχνικά το δικαίωμα να παράγει φέτα. Αλλά νομίζω ότι μόλις λυθούν αυτά τα ζητήματα, θα είμαστε στην ευχάριστη θέση να επικυρώσουμε τη συμφωνία. Επί της αρχής, είμαι σίγουρα υπέρ των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου τέτοιου είδους, αν και καταλαβαίνω ότι υπάρχουν κάποιες δυσκολίες με άλλες χώρες. Αλλά θα λύσουμε τις διαφορές μας. Στη συνέχεια, ευελπιστώ ότι αυτό θα είναι μια ευκαιρία για να αυξήσουμε το εμπόριο μεταξύ των χωρών μας, διότι αν κοιτάξετε το διμερές μας εμπόριο, δεν πιστεύω ότι είναι εκεί που θα μπορούσε να είναι. Επομένως, θα είναι επίσης μια ευκαιρία να ενισχύσουμε τη συνολική εμπορική μας σχέση».
Είστε, όπως είπατε, κατ’ αρχήν υπέρ της CETA. Και ο λόγος που ρωτώ πολύ συγκεκριμένα είναι επειδή υπάρχει μια αυξανόμενη ανησυχία σε ορισμένες πτυχές άλλων χώρων, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Γαλλίας, για παράδειγμα, από τους αγρότες, σχετικά με το απελευθερωμένο εμπόριο και τις αρνητικές επιπτώσεις που πιστεύουν ότι έχει.
«Κατ’ αρχήν, πιστεύω ότι αν θέλαμε να διευθετήσουμε θέματα που είναι ευαίσθητα για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου είναι επωφελείς για όλους. Αλλά ξαναλέω, για παράδειγμα, έχουμε ένα πολύ ευαίσθητο θέμα όταν πρόκειται για προϊόντα ελληνικής προέλευσης, τα οποία, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, μόνο η Ελλάδα μπορεί να παράγει. Θεωρούμε ότι οι οι ίδιοι κανόνες πρέπει να ισχύουν στο πλαίσιο μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου. Πρέπει λοιπόν να ληφθούν υπόψιν συγκεκριμένες ευαισθησίες. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, με τον Καναδά, δεν έχουμε προβλήματα που μπορεί να έχουμε με άλλα μέρη του κόσμου, όπου μπορεί να εισάγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση προϊόντα που δεν πληρούν βασικά περιβαλλοντικά πρότυπα. Σε μια εποχή που επιβάλλουμε πρόσθετους περιορισμούς στους αγρότες μας, αυτές οι εμπορικές συμφωνίες πρέπει να έχουν τη σωστή ισορροπία».
Οπότε, ερμηνεύω από αυτό ότι η αίσθησή σας είναι ότι τα περιβαλλοντικά πρότυπα του Καναδά είναι εξίσου αυστηρά, για παράδειγμα, με εκείνα της Ελλάδας;
«Ξαναλέω, στην περίπτωσή μας, το ζήτημα αφορά ιδιαίτερα τα προϊόντα προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης. Ο Καναδάς είναι μια προηγμένη οικονομία με ιδιαίτερη περιβαλλοντική ευαισθησία. Επομένως, για παράδειγμα, δεν μας απασχολούν τα ίδια ζητήματα με τον Καναδά με εκείνα που θα είχαμε με τις χώρες της Mercosur, ή με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ή με τις χώρες της Αφρικής».
Αναμένετε ότι τα ζητήματα στα οποία αναφέρεστε θα επιλυθούν σύντομα; Ο λόγος που ρωτώ είναι ότι ένας Υπουργός σας ήρθε εδώ πέρσι και πρόπερσι. Έκανε το ίδιο σχόλιο, ουσιαστικά, ότι «όταν τα ζητήματα αυτά επιλυθούν, θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε τη συμφωνία και θα την επικυρώσουμε». Αλλά αυτό ήταν πριν από δύο χρόνια.
«Ευελπιστώ ότι αυτό θα είναι ένα από τα ζητήματα που θα συζητήσουμε με τον Πρωθυπουργό, αλλά δεν θέλω να μονοπωλήσει την ατζέντα μας. Έχουμε μια πολύ ευρεία ατζέντα. Πρέπει να επισημάνω ότι οι καναδικές εταιρείες έχουν επενδύσει ενεργά στην Ελλάδα και μάλιστα επένδυσαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Εάν το έκαναν κατά τη διάρκεια της κρίσης, υπάρχει ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο θα έκαναν πολύ περισσότερα τώρα. Έχουμε επίσης ελληνικές εταιρείες που επενδύουν στον Καναδά. Για παράδειγμα, μία από τις κορυφαίες εταιρείες μας στον βιομηχανικό κλάδο κατασκευάζει ένα από τα μεγαλύτερα, αν όχι το μεγαλύτερο, ηλιακό πάρκο στον δυτικό Καναδά. Και όσο με ενδιαφέρουν οι εμπορικές ροές, άλλο τόσο με ενδιαφέρουν οι ροές από επενδυτικές δραστηριότητες».
Για ποιον λόγο;
«Επειδή οι επενδύσεις στην Ελλάδα δημιουργούν καλές θέσεις εργασίας. Φυσικά, αν υπάρχει τεχνογνωσία που μπορεί να εξαχθεί στον Καναδά, για παράδειγμα, είμαστε πρωτοπόροι όσον αφορά την ηλιακή και την αιολική ενέργεια, παράγουμε το 50% της ηλεκτρικής μας ενέργειας από αιολική και ηλιακή ενέργεια. Γιατί να μην εξάγουμε αυτήν την τεχνολογία στον Καναδά; Μία από τις μεγάλες προκλήσεις για την Ελλάδα ήταν τα τελευταία χρόνια να αλλάξει η δομή της οικονομίας μας και να γίνει η οικονομία μας πιο εξωστρεφής και να επικεντρωθεί περισσότερο στην καινοτομία και στα προϊόντα και τις υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας. Αν μπορούμε να συνεργαστούμε σε θέματα όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με τον Καναδά, γιατί όχι;»
Ήταν δύσκολο να προωθήσετε το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν είναι η χώρα που ήταν πριν από οκτώ χρόνια, από οικονομικής πλευράς, ότι ουσιαστικά το μήνυμα με το οποίο ξεκινήσατε εδώ σήμερα, ότι η Ελλάδα είναι ανοιχτή για τις επιχειρήσεις, είναι ένα ασφαλές μέρος για επενδύσεις; Αποτελεί ακόμη πρόκληση, ουσιαστικά, να…
«Μπορώ να σας πω ότι σήμερα είναι πολύ λιγότερο δύσκολο από ό,τι ήταν πριν από τέσσερα χρόνια. Ο «Economist» μας ανακήρυξε «χώρα της χρονιάς» για το 2023. Και πάλι, σε μία από αυτές τις κατατάξεις, κάναμε το μεγαλύτερο άλμα όσον αφορά τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Η οικονομία μας αναπτύσσεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από ό,τι η Ευρωζώνη. Ο λόγος του χρέους μας ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται με τον ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ. Η ανεργία έχει πέσει κάτω από το 10%. Το κόστος δανεισμού μας είναι πολύ χαμηλότερο από εκείνο της Ιταλίας, για παράδειγμα. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχουμε βάλει σε τάξη τα οικονομικά μας και ότι η οικονομία βρίσκεται σήμερα σε μια βιώσιμη πορεία υψηλής ανάπτυξης που πιστεύω ότι θα διαρκέσει για τα επόμενα χρόνια. Αν κοιτάξετε την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, είναι σημαντική, πηγαίνουμε από ρεκόρ σε ρεκόρ. Επομένως, μέρος της δουλειάς μου κατά την επίσκεψή μου στον Καναδά είναι να αναδείξω αυτό στην καναδική επιχειρηματική κοινότητα. Δεν περιμένω να είναι όλοι απόλυτα εξοικειωμένοι με αυτό που συνέβη στην Ελλάδα. Είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν ακόμη κάποιες προκαταλήψεις, κάποιες αναμνήσεις από την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης. Θέλω να βεβαιωθώ ότι θα καταρρίψω τις όποιες αμφιβολίες και ότι θα ξεκαθαρίσω με σαφήνεια ότι η Ελλάδα έχει γυρίσει οριστικά σελίδα».
Μίλησαμε για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τις καθαρές πηγές ενέργειας. Ξέρω ότι αυτή είναι μια ιδιαίτερα επίκαιρη συζήτηση στην Ευρώπη μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Είχαμε άλλους Ευρωπαίους ηγέτες εδώ στον Καναδά να λένε ότι αν ήταν περισσότερο διαθέσιμο σε αυτούς, θα ενδιαφέρονταν για το LNG του Καναδά, υγροποιημένο φυσικό αέριο. Ισχύει το ίδιο και για εσάς;
«Το ίδιο ισχύει και για την Ελλάδα. Είμαστε μια σημαντική πύλη εισόδου για το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), όχι μόνο για την ελληνική αγορά, αλλά και για τα Βαλκάνια, για την Ανατολική Ευρώπη. Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να προμηθεύσουμε ακόμα και την Ουκρανία. Έχουμε μία πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης στη Βόρεια Ελλάδα, η οποία ξεκινά τη λειτουργία της. Βέβαια, ο σκοπός αυτής της υποδομής δεν είναι μόνο να εξυπηρετεί την ελληνική αγορά, αλλά να εξυπηρετήσει και τους γείτονές μας προς τον βορρά. Επομένως, επί της αρχής, ναι, μας ενδιαφέρει πολύ να προμηθευτούμε LNG σε ανταγωνιστικές τιμές. Όσο πιο γρήγορα προχωρήσουμε όσον αφορά τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μας μίγμα, θα εξακολουθήσουμε να χρειαζόμαστε μια αξιόπιστη πηγή ηλεκτρικής ενέργειας. Στην Ελλάδα, δεν έχουμε πυρηνική ενέργεια. Πρακτικά απομακρυνόμαστε, απεξαρτώμαστε πλήρως από τον άνθρακα. Επομένως, αυτό καθιστά το φυσικό αέριο για το ορατό μέλλον ως σημαντική πηγή ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας».
Είναι ο Καναδάς, δεδομένης της τρέχουσας γεωπολιτικής κατάστασης, ιδανικός εταίρος σε αυτό, πιστεύετε; Θα μπορούσε να είναι ιδανικός εταίρος;
«Απολύτως. Ξαναλέω, ο Καναδάς είναι μια χώρα με την οποία μοιραζόμαστε τόσες πολλές αξίες. Όπως ήδη τόνισα, η μεγάλη ελληνική κοινότητα στον Καναδά λειτουργεί ως φυσική γέφυρα μεταξύ των δύο χωρών μας. Συνεργαζόμαστε με τον Καναδά σε πολιτικά ζητήματα, την Ουκρανία, τη Γάζα. Πιστεύω ότι συμφωνούμε σε πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Φυσικά, εναπόκειται στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης να διασφαλίσουμε ότι έχουμε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Και ο Καναδάς είναι απαραίτητος εταίρος σε αυτή την προσπάθεια».
Θέλω να ρωτήσω σχετικά με αυτό το μέτωπο, διότι από την αρχή η Ελλάδα υποστήριξε απερίφραστα την Ουκρανία. Πρόσφατα ταξιδέψατε στην Οδησσό και συνέβησαν μια σειρά από πολύ ανησυχητικά πράγματα ενώ ήσασταν εκεί. Αυτή η εμπειρία άλλαξε ή προσέδωσε νέες παραμέτρους στην άποψή σας για το τι γίνεται ή τι πρέπει να γίνει ως απάντηση στην επιθετικότητα της Ρωσίας;
«Πιστεύω ότι ενίσχυσε την πεποίθησή μου ότι πρέπει να στηρίξουμε την Ουκρανία για να βοηθήσουμε τους Ουκρανούς να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Είναι απολύτως σαφές ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα όσον αφορά τη βοήθεια προς αυτούς. Εμείς έχουμε καταστήσει σαφές στους Ουκρανούς ότι θέλουμε να βοηθήσουμε. Γνωρίζουν τι μπορούμε να κάνουμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε. Το ίδιο ισχύει και για πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ένα από τα θέματα που εξετάζουμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είναι πώς μπορούμε να βοηθήσουμε την Ουκρανία ώστε να διασφαλίσουμε ότι θα έχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Για παράδειγμα, έχουμε αναλάβει δεσμεύσεις σχετικά με τα βλήματα, επειδή έχουν έλλειψη στα βλήματα για το πυροβολικό τους και πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα τους βοηθήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά μόλις πας στην Ουκρανία, ειδικά στην Οδησσό, καταλαβαίνεις ότι για εμάς είναι μόλις λίγες ώρες από μια εμπόλεμη περιοχή -είχαμε την ανησυχητική εμπειρία να βιώσουμε μία έκρηξη πυραύλου όχι πολύ μακριά από το λιμάνι της Οδησσού όπου βρισκόμασταν-, αλλά για εκείνους τους ανθρώπους είναι η καθημερινότητά τους. Έχουμε την υποχρέωση ως φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες να σταθούμε απέναντι στην επιθετικότητα και να καταστήσουμε σαφές ότι οποιαδήποτε αλλαγή των συνόρων μέσω της βίας δεν μπορεί από θέση αρχής να γίνει αποδεκτή».
Η Ευρώπη είναι πολύ ενωμένη, σε μεγάλο βαθμό, σε αυτό το θέμα. Υπάρχει ένα μεγάλο ποσό βοήθειας που σήμερα έχει «κολλήσει» στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πόσο ανησυχητικό είναι αυτό για εσάς;
«Είναι ανησυχητικό και ευελπιστώ ότι το Κογκρέσο των ΗΠΑ θα επιλύσει αυτό το ζήτημα. Εμείς κάναμε το καθήκον μας και πιστεύω ότι στέλνουμε επίσης ένα μήνυμα στις ΗΠΑ ότι πρέπει και αυτές να ξεπεράσουν όλες αυτές τις, ενίοτε διαδικαστικές, καθυστερήσεις και να είναι αποτελεσματικές στην παροχή οικονομικής βοήθειας. Μας πήρε κι εμάς αρκετό χρόνο αλλά καταφέραμε να καταλήξουμε ομόφωνα σε συμφωνία για τη στήριξη της Ουκρανίας με 50 δισεκατομμύρια ευρώ για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ένα σημαντικό ποσό που διατηρεί την ουκρανική οικονομία σε λειτουργία. Θα ήθελα να ελπίζω ότι οι ΗΠΑ θα λάβουν υπόψιν τους τι συμβαίνει στην Ευρώπη και ότι θα αναλάβουν επίσης δράση παρέχοντας την απαραίτητη βοήθεια το συντομότερο δυνατό».
Η Ελλάδα, οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και ο Καναδάς είναι βασικά μέλη, προφανώς, και του ΝΑΤΟ, γεγονός που επηρεάζει αυτή την πτυχή της συζήτησης. Γίνεται πολλή συζήτηση στη χώρα μας για τους στόχους που τίθενται όσον αφορά στο ύψος των αμυντικών δαπανών. Η χώρα σας υπερβαίνει επί του παρόντος τον στόχο του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες. Έχει σημασία αυτός ο στόχος, κατά την άποψή σας;
«Φυσικά, έχει σημασία. Δαπανούμε, από όταν ενταχθήκαμε στο ΝΑΤΟ, πάνω από το 2% του ΑΕΠ μας για την άμυνα. Το έχουμε κάνει γιατί έχουμε ιδιαίτερες γεωγραφικές και γεωπολιτικές προκλήσεις. Αλλά είναι σημαντικό και για όλες τις άλλες χώρες να φτάσουν το συντομότερο δυνατό στον στόχο του 2%. Ειδικά για τις ευρωπαϊκές χώρες, πιστεύω ότι αυτό είναι επιτακτικό για να εκπέμψουμε ένα μήνυμα ότι θα είμαστε σε θέση να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας και ότι πρέπει όχι μόνο να δαπανήσουμε περισσότερα αλλά και να είμαστε σε θέση να κινηθούμε πιο έξυπνα όσον αφορά τις αμυντικές μας δαπάνες. Αυτό, φυσικά, σχετίζεται επίσης με τη δυνατότητα εξορθολογισμού των κανόνων προμηθειών όσον αφορά τις αγορές αμυντικού εξοπλισμού. Αυτό σημαίνει καλύτερη συνεργασία μεταξύ των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών. Στο τέλος της ημέρας, το ΝΑΤΟ είναι τόσο ισχυρό όσο το άθροισμα των μερών του. Και όσο περισσότερα δαπανά κάθε χώρα για την άμυνα, τόσο ισχυρότερο θα είναι».
Αναφερθήκατε στην επιτακτική ανάγκη για την Ευρώπη. Υπάρχει, κατά την άποψή σας, αυτή η επιτακτική ανάγκη και για τον Καναδά; Διότι ο Καναδάς δεν έχει ακόμη καν σχέδιο για να φτάσει στο 2%.
«Πιστεύω ότι κάθε χώρα μέλος του ΝΑΤΟ πρέπει να φτάσει στο 2% το συντομότερο δυνατό. Βέβαια, καταλαβαίνω ότι υπάρχει πάντα ο πειρασμός να μην δαπανούμε χρήματα στην άμυνα και να τα δαπανούμε σε άλλες προτεραιότητες. Στην περίπτωσή μας, ωστόσο, δεν είχαμε ποτέ αυτή την «πολυτέλεια». Πάντοτε δαπανούμε άνω του 2% για την άμυνα, και πρέπει επίσης να εξασφαλίζουμε επαρκή χρηματοδότηση για τις άλλες δημοσιονομικές μας ανάγκες. Αλλά στον βαθμό που αυτός είναι ένας συλλογικός στόχος της συμμαχίας του ΝΑΤΟ, θεωρώ σημαντικό όλες οι χώρες να τον αποδεχθούν».