«Κάθε μέτρο το οποίο σχεδιάζεται από την ελληνική κυβέρνηση, σχεδιάζεται προσεκτικά έτσι ώστε ο αντίκτυπος που έχει στην αγορά να είναι θετικός» επισημαίνει ο Σωτήρης Αναγνωστόπουλος, Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείο Ανάπτυξης, στη συνέντευξη που παραχώρησε στους atticatimes.gr και την Οικονομική Αναλύτρια Δάφνη Γρηγοριάδη. Τονίζει ότι τα μέτρα κατά της ακρίβειας αποδίδουν και πώς σκοπός είναι να προσφέρονται νέα εργαλεία στους καταναλωτές ώστε να είναι ενημερωμένοι και να κάνουν σύγκριση τιμών.
1.Πώς αποτιμάτε τα νέα μέτρα κατά της ακρίβειας;
«Τα τέσσερα καινούργια μέτρα που έφερε η κυβέρνηση έχουν μια σημαντική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα. Επιβάλλουν διαρθρωτικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει η αγορά. Εκεί που εστιάζουμε είναι στο να αντιμετωπίσουμε το κομμάτι των εκπτώσεων και των προσφορών μεταξύ των χονδρεμπόρων και των λιανοπωλητών που τελικά δεν φτάνουν στον καταναλωτή, αυτό που είναι πλασματικό. Παράλληλα αντιμετωπίζουμε το κομμάτι των εκπτώσεων που τελικά φθάνουν στον καταναλωτή ώστε οι εκπτώσεις αυτές να μην είναι πάνω σε πλασματικά φουσκωμένες αρχικές τιμές αλλά να είναι εκπτώσεις που αντανακλούν την πραγματικότητα, να έχουν σχέση με τις τιμές που πράγματι πωλούνται τα προϊόντα σε περιόδους που δεν βρίσκονται σε έκπτωση. Αυτό μειώνει και τις αρχικές τιμές των προϊόντων, δηλαδή τις τιμές προ έκπτωσης αλλά και τις τιμές μετά από έκπτωση ακριβώς επειδή ο οξύς ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων τις υποχρεώνει να έχουν υψηλές όσο το δυνατόν εκπτώσεις για να προσελκύσουν τον καταναλωτή αλλά επί χαμηλότερων αρχικών τιμών. Άρα και οι τελικές τιμές είναι χαμηλότερες και αυτό έχει αποδειχθεί στην πράξη. Το είδαμε να ξεκινάει από την 1η Μαρτίου και ήδη στις κατηγορίες προϊόντων που έχει εφαρμοστεί (καθαριστικά προϊόντα, κλπ.) έχουμε δει αυτή την εικόνα. Ήδη δηλαδή αποδίδει αυτό το μέτρο κάτι το οποίο φαίνεται και από τα συστήματα παρακολούθησης που έχουμε αυτή τη στιγμή και από τις ανακοινώσεις που κάνουν εβδομαδιαία τα σούπερ μάρκετ προς το υπουργείο, όπως επίσης νομίζω ότι είναι κάτι το οποίο έχει παρατηρήσει και το καταναλωτικό κοινό στις καθημερινές του αγορές».
Αναφορικά με τα υπόλοιπα μέτρα που έχουν ληφθεί ο κ. Αναγνωστόπουλος επισημαίνει ότι στην πραγματικότητα σταμάτησαν τις ανατιμήσεις που θα έρχονταν. Όπως το μέτρο της κυβέρνησης που αφορά την απαγόρευση έκπτωσης ή προσφοράς για τρεις μήνες όταν έχει προηγηθεί ανατίμηση. «Αυτό που σταμάτησε το εν λόγω μέτρο ήταν οι ανατιμήσεις οι οποίες είχαν ήδη προγραμματιστεί από Ιανουάριο – Φεβρουάριο. Όλες αυτές οι ανατιμήσεις ενώ είχαν ανακοινωθεί στα σούπερ μάρκετ ανακλήθηκαν και δεν έφτασαν ποτέ στα ράφια. Αυτό λοιπόν το όφελος ο καταναλωτής προφανώς δεν το είδε ως διαφορά στην τιμή αλλά είναι ένα όφελος πράγματι, διότι δεν έγιναν ποτέ αυτές οι ανατιμήσεις που ήταν προγραμματισμένες».
2. Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχει σημειωθεί βελτίωση, ή εξακολουθεί να υπάρχει χάσμα στις τιμές; Ειδικότερα όσον αφορά το μέτρο για τα καθαριστικά και τα προϊόντα προσωπικής υγιεινής είδαμε άμεση αποκλιμάκωση των τιμών στα ράφια. Θα μπορούσε να επεκταθεί και στα τρόφιμα το συγκεκριμένο μέτρο;
«Παρά τα αντιθέτως δηλούμενα στον δημόσιο διάλογο η χώρα μας βρίσκεται περίπου στο μέσο όρο της ευρωπαϊκής ένωσης σε ότι αφορά τις τιμές των προϊόντων. Μάλιστα υπάρχουν στοιχεία τα οποία είναι διαθέσιμα από την Εurostat τα οποία συγκρίνουν τις τιμές των προϊόντων σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, από τα οποία μπορεί κανείς να δει αυτή τη πραγματικότητα. Υπάρχουν προϊόντα στα οποία η χώρα μας είναι ακριβότερη, υπάρχουν όμως και προϊόντα που είναι φθηνότερη, κατά μέσο όρο είμαστε περίπου με την υπόλοιπη ευρωπαϊκή ένωση. Υπάρχουν όμως και κατηγορίες προϊόντων οι οποίες μας απασχολούν ιδιαίτερα στην Ελλάδα και αυτές αφορούν κυρίως τα καθαριστικά προϊόντα και τα προϊόντα προσωπικής υγιεινής διότι εκεί βλέπουμε ότι υπάρχουν πολυεθνικές επιχειρήσεις οι οποίες απολαμβάνουν πολύ μεγάλο μερίδιο αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές δύσκολα ακόμα και αν ανέβει η τιμή, θα αλλάξουν τις καταναλωτικές τους συνήθειες είτε επειδή τα ανταγωνιστικά προϊόντα δεν είναι αρκετά ποιοτικά είτε επειδή οι ίδιοι οι καταναλωτές επιμένουν να δίνουν μεγάλη σημασία στα συγκεκριμένα προϊόντα και να μην αλλάζουν εύκολα τις καταναλωτικές τους συνήθειες, δηλαδή να μη τιμωρούν την επιχείρηση για την αύξηση της τιμής».
Αναφορικά με το αν θα μπορούσε να επεκταθεί και στα τρόφιμα το συγκεκριμένο μέτρο ο κ. Αναγνωστόπουλος επισημαίνει: «Στα αγροτικά προϊόντα ήδη έχουν ληφθεί μέτρα στα οποία δεν επιτρέπουμε κανένα είδος εκπτώσεων οπότε εκεί τα μέτρα που έχουμε λάβει είναι ούτως ή άλλως καθοριστικά στο κομμάτι αυτό. Το ερώτημα είναι αν στα συσκευασμένα τρόφιμα θα μπορούσε αυτό να επεκταθεί. Η αλήθεια είναι ότι οι αγορές αυτές είναι σαφώς πιο πολύπλοκες από την αγορά των καθαριστικών προϊόντων και των προϊόντων προσωπικής υγιεινής, διότι εκεί έχουμε και πολύ υψηλότερο ανταγωνισμό μεταξύ των προϊόντων και μεγάλη συμμετοχή – αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο- της ιδιωτικής ετικέτας η οποία διαρκώς αυξάνεται. Εκεί λοιπόν χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
Δεν είναι όλα τα μέτρα κατάλληλα για όλες τις αγορές
Κάθε μέτρο το οποίο σχεδιάζεται από την ελληνική κυβέρνηση, σχεδιάζεται προσεκτικά έτσι ώστε ο αντίκτυπος που έχει στην αγορά να είναι θετικός και όχι αρνητικός γιατί πολλές φορές τα μέτρα που προτείνονται και από την αντιπολίτευση και στον δημόσιο διάλογο, ενώ φαίνονται κατανοητά και απλά στον νου στην πραγματικότητα αν εφαρμόζονταν θα έκανα τα πράγματα χειρότερα , παρά καλύτερα. Αυτό είναι πάντοτε το μέλημα μιας σοβαρής κυβέρνησης που αναλαμβάνει οικονομικά μέτρα. Αν δηλαδή το μέτρο το οποίο λαμβάνει θα καλυτερεύσει την κατάσταση».
3.Έχει παρατηρηθεί ότι στις ολιγοπωλιακές αγορές υπάρχουν ιδιαίτερα μεγάλες ανατιμήσεις, μήπως θα έπρεπε να δούμε και μέτρα ειδικά για τα ολιγοπώλια πχ ενίσχυση της διαφάνειας, μεγαλύτερο ύψος προστίμων στις περιπτώσεις αθέμιτης κερδοφορίας;
«Σε ότι αφορά την έννοια των ολιγοπωλίων, μονοπωλίων κλπ. αρμοδιότητα έχει η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ωστόσο όπου βλέπουμε ότι η αγορά είναι ρηχή ή μικρή και πολλές φορές αυτό μπορεί κάποιος ο οποίος έχει δύναμη στην αγορά να προσπαθήσει να το εκμεταλλευτεί, πράγματι χρειάζονται μέτρα τα οποία να αντιμετωπίζουν την κατάσταση. Τα μέτρα όμως αυτά δεν έχουν την έννοια της καταστολής.
Δεν είναι τα κατασταλτικά μέτρα πάντοτε κατάλληλα για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί μία τέτοια εικόνα
Χρειάζονται διαρθρωτικές μεταβολές στο πως λειτουργεί η συγκεκριμένη αγορά. Για παράδειγμα πολλές φορές οι καταναλωτές επιλέγουν συγκεκριμένα προϊόντα ακόμα και αν η τιμή τους αυξάνεται διότι δεν έχουν μια καλή εικόνα της αγοράς, δε γνωρίζουν δηλαδή που αλλού μπορούν να βρουν αντίστοιχα ή καλύτερα προϊόντα προκειμένου να αντικαταστήσουν το προϊόν που τους φαίνεται ακριβό. Αυτό προσπαθεί να το αντιμετωπίσει η κυβέρνηση με διάφορους τρόπους. Ο ένας τρόπος που αξιοποιήθηκε και φαίνεται να έχει αποτελέσματα ειδικά σε κάποιες κατηγορίες τροφίμων με ιδιαίτερα εντυπωσιακά αποτελέσματα, ήταν το «Καλάθι του Νοικοκυριού». Εκεί είδαμε ότι πολλοί άλλαξαν τις καταναλωτικές τους προτιμήσεις γιατί είδαν τα προϊόντα αυτά για πρώτη φορά, τα οποία συνήθως δεν τα παρατηρούσαν, δεν τα έβλεπαν συγκεντρωμένα, δεν ήταν σηματοδοτημένα στα σούπερ μάρκετ. Πλέον όμως με την επισήμανση των προϊόντων αυτών έπεσαν στην αντίληψη των καταναλωτών με αποτέλεσμα να αλλάξουν σε πολλές περιπτώσεις οι καταναλωτικές προτιμήσεις, κυρίως των πιο ευάλωτων. Έτσι και οι καταναλωτές εξοικονόμησαν χρήματα και οι μεγαλύτερες πολυεθνικές ή οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις που είχαν μερίδιο αγοράς επειδή έβλεπαν ότι χάνουν πελατεία, αναγκάστηκαν να συγκρατήσουν τις τιμές τους.
Σε ορισμένες κατηγορίες όπως τα ζυμαρικά, το γιαούρτι, το γάλα, είδαμε πολύ μεγάλες διαφορές και να μικραίνει η ψαλίδα των τιμών μεταξύ των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας και των επώνυμων προϊόντων. Αυτό δείχνει ότι τα υπόλοιπα προϊόντα πιέστηκαν από την εικόνα αυτή με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να μειώσουν τις τιμές τους. Άλλα μέτρα διαρθρωτικά, είναι ότι πρέπει να δίνεται γενικώς στους καταναλωτές άποψη της αγοράς μέσω εργαλείων τα οποία κάνουν σύγκριση τιμών όπως το e-καταναλωτής το οποίο και θα αναβαθμιστεί.
Διαρκώς θέλουμε να προσφέρουμε νέα εργαλεία στους καταναλωτές ώστε να κάνουν price discovery, γιατί μια από τις βασικές προϋποθέσεις του να έχουμε ελεύθερη αγορά είναι να έχουμε ενημερωμένους καταναλωτές.
Αναφορικά με τα πρόστιμα, πράγματι όπου υπάρχουν τέτοια προβλήματα το έχουμε δει και με τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί από την ελληνική κυβέρνηση τα οποία είναι προσωρινά μέτρα θέλω να θυμίσω, δεν είναι μόνιμα γιατί σε μια ελεύθερη αγορά δεν είναι καλά ανεκτά αυτά τα μέτρα, ωστόσο όταν έχουμε μία πολύ σοβαρή πληθωριστική κρίση η οποία πολλές φορές δημιουργεί ευκαιρίες σε αυτούς που έχουν καλή θέση και πολύ μεγάλο μερίδιο στην αγορά να χρησιμοποιήσουν και να σφετεριστούν αυτή τη θέση προκειμένου να κάνουν πολύ μεγάλα κέρδη εις βάρος του καταναλωτικού κοινού, χρειάζονται διατάξεις οι οποίες δεν υπήρξαν ποτέ άλλοτε στο κράτος.
Είναι η πρώτη φορά στην Ελλάδα που υπάρχουν τέτοιες διατάξεις για την αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων. Βλέπουμε ότι όλες οι επιχειρήσεις οι οποίες έχουν δεχθεί πρόστιμα στη συνέχεια έχουν προσαρμόσει την συμπεριφορά τους γνωρίζοντας ότι αν ξανά ακολουθήσουν την ίδια πρακτική θα επαναληφθεί το πρόστιμο.
Το πρόστιμο έχει δύο παραμέτρους
Η μια είναι η χρηματική παράμετρος που ενδεχομένως για μια πολυεθνική επιχείρηση να μην είναι πολύ αποτρεπτική υπό την έννοια ότι έχει πολύ μεγάλο οικονομικό βάθος. Βέβαια να τονίσω για το χρηματικό πρόστιμο ότι είναι το διπλάσιο του κέρδους που έκανε από τα προϊόντα στα οποία είχε υπερβολικό κέρδος οπότε δημιουργεί πόνο στην επιχείρηση το συγκεκριμένο πρόστιμο.
Πέρα από το χρηματικό πρόστιμο το οποίο καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί να είναι απολύτως αποτρεπτικό ειδικά για πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, υπάρχει μία δεύτερη παράμετρος που έχει να κάνει με την κατονομασία των επιχειρήσεων κάτι που επίσης ποτέ δε συνέβαινε στο παρελθόν. Πλέον κατονομάζονται οι επιχειρήσεις οπότε η ζημιά στην φήμη της επιχείρησης είναι πολλαπλάσια του διοικητικού προστίμου και αυτό είναι που φοβίζει περισσότερο τις επιχειρήσεις οι οποίες σκέφτονται αν θα παραβούν ή όχι το νόμο.
Ένα τρίτο στοιχείο που είναι αποτρεπτικό για τις επιχειρήσεις για να μην παραβιάζουν το νόμο είναι ότι για πρώτη φορά γνωρίζουν πως ο ελεγκτικός μηχανισμός του κράτους μπορεί να εντοπίσει αυτές τις πρακτικές με μεγάλη ευκολία, κάτι που στο παρελθόν δεν ήταν αληθές.
Υπάρχουν βέβαια και πολλές επιχειρήσεις οι οποίες είναι νομότυπες και σέβονται απόλυτα ακόμα και τις πιο δύσκολες κρατικές εντολές προκειμένου να είναι απόλυτα σωστές απέναντι στους καταναλωτές και θέλω να το πω αυτό γιατί πολλές φορές φαίνεται σαν να υπάρχει στο δημόσιο διάλογο μία εχθρικότητα απέναντι στην επιχειρηματικότητα.
Η σωστή επιχειρηματικότητα δεν είναι σπάνιο στην χώρα μας
Μάλιστα οι περισσότερες επιχειρήσεις συμπεριφέρονται σωστά και απέναντι στο κράτος και απέναντι στους καταναλωτές. Θέλουμε αυτό το ποσοστό της επιχειρηματικότητας που λειτουργεί με ορθό τρόπο να αυξηθεί προκειμένου να έχουμε μια πιο διάφανη και ανταγωνιστική αγορά».
4.Που θα κυμανθεί το κόστος για το φετινό πασχαλινό τραπέζι; Πόσο θα βοηθήσει το «Καλάθι του Πάσχα» στην συγκράτηση αυτού του κόστους;
«Η αίσθηση που έχουμε είναι ότι στο «Καλάθι του Πάσχα» οι τιμές θα είναι λίγο καλύτερες από πέρυσι. Αλλά και σε πολλά προϊόντα του πασχαλινού τραπεζιού θα έχουμε τις ίδιες ή και καλύτερες τιμές. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον να είμαστε ειλικρινείς, αυτό που μπορούμε όμως να κάνουμε είναι να δούμε πόσο απέδωσε πέρυσι το «Καλάθι του Πάσχα». Εκεί είδαμε ότι στο «Καλάθι του Πάσχα» υπήρχαν πολύ καλύτερες τιμές από ότι υπήρχαν συνολικά στην αγορά. Οι καταναλωτές το αγκάλιασαν, αυτό το είδαμε από τα στοιχεία από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ που συμμετείχαν στο «Καλάθι του Πάσχα» όπου είδαν αυξημένες πωλήσεις. Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές εμπιστεύτηκαν λόγω τιμών αλλά και λόγω ορατότητας των τιμών αυτών στην αγορά τα προϊόντα αυτά με αποτέλεσμα να συμπιεστούν και οι τιμές όλων των υπολοίπων οι οποίοι ήθελαν προφανώς να βγάλουν κάτι παραπάνω τις ημέρες του Πάσχα. Βοήθησε λοιπόν το «Καλάθι του Πάσχα» θεωρούμε ότι θα βοηθήσει και φέτος και θα προσπαθήσουμε οι τιμές να είναι και λίγο καλύτερες από πέρυσι».
5.Πέρα από τα υφιστάμενα μέτρα, ποιες επιπλέον πολιτικές μπορούν να υιοθετηθούν για την αντιμετώπιση των διαχρονικών προβλημάτων της ελληνικής αγοράς, όπως ο κατακερματισμός του γεωργικού κλάδου, η έλλειψη ανταγωνισμού κλπ.;
«Η αλήθεια είναι ότι χρειαζόμαστε ένα πιο μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό αυτών των ζητημάτων τα οποία υπάρχουν διαχρονικά στην χώρα μας. Αναφορικά με τον κατακερματισμό του γεωργικού κλάδου, πράγματι είναι ένα ζήτημα δεν σημαίνει αυτό όμως ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε μόνο μεγάλο γεωργικό κλήρο. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι η συνεργασία. Χρειάζεται οι μικρότερες αγροτικές μονάδες να συνεργαστούν, να βιομηχανοποιηθούν έτσι ώστε να αυτοματοποιηθεί η παραγωγή. Χρειάζεται καταμερισμός εργασίας και συνεργασία αν θέλουμε οικονομίες κλίμακας, δηλαδή φθηνές τιμές παραγωγής και καλές τιμές για τους αγρότες. Η χώρα μας λόγω της γεωγραφικής της θέσης έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στον πρωτογενή τομέα, στον ενεργειακό τομέα, στον τουρισμό, όμως πρέπει να δώσουμε έμφαση και στην ανάπτυξη της καινοτομίας και των τεχνολογικών ικανοτήτων της χώρα μας ώστε να έχουμε υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και υψηλή προστιθέμενη αξία στην παραγωγή μας».
6.Πώς μπορούμε να προετοιμαστούμε απέναντι στην αυξητική τάση που υπάρχει μακροπρόθεσμα στις τιμές τροφίμων λόγω εξωγενών παραγόντων όπως η κλιματική αλλαγή, η αύξηση της ζήτησης λόγω ανόδου βιοτικού επιπέδου στις αναπτυσσόμενες αγορές και λόγω αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού;
«Πράγματι οι τιμές των τροφίμων επηρεάζονται από αυτά και κυρίως από την κλιματική αλλαγή. Έχουμε φτάσει στο σημείο όπου δεν μπορεί να αποτραπεί πλέον η κλιματική αλλαγή και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να πάμε από την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής σε αυτό που λέμε προσαρμογή.
Η προσαρμογή είναι κάτι δύσκολο και ακριβό
Θα χρειαστούν μεγάλες προσπάθειες όχι μόνο από την χώρα μας αλλά από το σύνολο της ευρωπαϊκής ένωσης και των υπόλοιπων οικονομιών στον κόσμο. Χρειάζονται αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο παράγουμε, στον τρόπο με τον οποίο καταναλώνουμε ενέργεια. Θα πρέπει να δώσουμε έμφαση στο να σχεδιάσουμε στρατηγικά το πώς θα είναι ο πρωτογενής τομέας όταν η κλιματική αλλαγή θα έχει προχωρήσει έτι περαιτέρω, όπως επίσης θα πρέπει να δώσουμε έμφαση – βασιζόμενοι στην τεχνολογία – στην ανθεκτικότητα των καλλιεργειών και όχι τόσο στο ποια είναι η καλλιέργεια η οποία είναι πιο επικερδής».