«Για να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις, η ΕΕ οφείλει να σφυρηλατήσει μια κοινή αμυντική πολιτική και πολιτική ασφαλείας», τονίζει ο Στέφανος Γκίκας, Βουλευτής Κέρκυρας Νέας Δημοκρατίας και Αντιπρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, στη συνέντευξη που παραχώρησε στους atticatimes.gr και την Οικονομική Αναλύτρια Δάφνη Γρηγοριάδη.
Αναφερόμενος στις προοπτικές που υπάρχουν για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα επισημαίνει ότι πρέπει να δοθεί απαραίτητη προσοχή ιδιαίτερα τώρα, που βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μεγαλεπήβολο εξοπλιστικό πρόγραμμα για την θωράκιση των Ενόπλων μας Δυνάμεων και την αύξηση της αποτρεπτικής τους ισχύος.
Πώς μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις και να διαμορφώσει μια κοινή πολιτική άμυνας; Πόσο εφικτό είναι να υπάρξει συναίνεση μεταξύ των κρατών – μελών αφού υπάρχουν διαφωνίες όπως πχ στην πρόταση περί έκδοσης ευρωομολόγου για την άμυνα;
Σ.Γ.: Ο μόνος τρόπος για να ανταποκριθεί η ΕΕ στο εύθραυστο γεωπολιτικό περιβάλλον είναι να προχωρά ενωμένη, συνειδητοποιώντας τη στρατηγική απειλή που αντιμετωπίζει. Δυστυχώς η ‘’ενότητα’’ δεν είναι πάντα εφικτή, καθώς οι ανάγκες και οι προτεραιότητες ενός εκάστου κράτους μέλους δεν είναι ίδιες. Για παράδειγμα, ενώ η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσε τριγμούς στο σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών, ο κίνδυνος που νιώθουν οι Βαλτικές χώρες, ή η Μολδαβία, η Πολωνία και η Φιλανδία, είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν που πιθανόν νιώθουν οι χώρες της Νότιας Ευρώπης. Παρ’ όλ’ αυτά, ο ευρωπαϊκός νότος υποστήριξε την έκδοση ευρωομολόγου για την άμυνα, αν και θα περίμενε κανείς να μην είναι από τους πρωτοστάτες αυτής της ιδέας. Για να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες γεωπολιτικές προκλήσεις, η ΕΕ οφείλει να σφυρηλατήσει μια κοινή αμυντική πολιτική και πολιτική ασφαλείας και να βασίζεται σε δικά της μέσα και δυνατότητες που θα της δώσουν στρατηγική αυτονομία. Βεβαίως, δεν θα δρα ανταγωνιστικά με το ΝΑΤΟ, αλλά συμπληρωματικά και όταν απαιτείται. Με τις απειλές να αυξάνονται, θέλω να πιστεύω ότι το συλλογικό συμφέρον θα επικρατήσει του ατομικού και θα βρεθεί κοινός τόπος συνεννόησης για χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών, προκειμένου να ενισχυθεί η Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία και να αυξηθεί η αποτρεπτική ικανότητα της ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό η θέσπιση Επιτρόπου της ΕΕ για την Άμυνα θα βοηθούσε.
Πώς αντιλαμβάνεστε την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, πώς θα επηρεάσουν την πολιτική σκηνή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου;
Σ.Γ.:Η άνοδος των λαϊκίστικων, ακροδεξιών και ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων στην Ευρώπη είναι μια πραγματικότητα, που καλούνται να αντιμετωπίσουν τα κόμματα του πολιτικού ρεύματος της Ευρώπης. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, τα κόμματα αυτά αναμένεται να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε τουλάχιστον 15 κράτη-μέλη της ΕΕ. Η επικράτηση αυτού του σεναρίου θα “έτριζε” τα θεμέλια της Ευρώπης. Και αυτό, διότι μέσα στους κόλπους αυτών των πολιτικών σχηματισμών και μορφωμάτων, υπάρχουν αντιευρωπαϊκές, ακόμη και φιλορωσικές φωνές που θα δημιουργούσαν ένα «εκρηκτικό» μείγμα με την πιθανή εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ. Επιπλέον, όσα με κόπο έχτισε η ΕΕ σε διάφορους τομείς, όπως για παράδειγμα, η αντιμετώπιση της Κλιματικής Κρίσης, η Μετανάστευση, το Κράτος Δικαίου κ.α., θα μπορούσαν να ‘’γκρεμιστούν’’ με την αλλαγή πολιτικής και να γυρίσουν την Γηραιά Ήπειρο πολλές δεκαετίες πίσω. Γι’ αυτό, τα φίλοευρωπαϊκά κόμματα όπως το ΕΛΚ πρέπει να αφυπνιστούν και να τα δώσουν όλα μέχρι τις ευρωεκλογές. Το διακύβευμα είναι μέγα.
Πώς προβλέπετε την εξέλιξη των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης-ΗΠΑ σε ένα ενδεχόμενο εκλογής Τραμπ;
Σ.Γ.: Ελπίζω να μην διαταραχθούν οι σχέσεις μας, διότι θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις και στη συνοχή του ΝΑΤΟ. Όμως μια επιστροφή στο δόγμα «Η Αμερική Πρώτα», που σημαίνει στροφή προς τον απομονωτισμό ίσως να υπάρξει. Μην ξεχνάμε ότι, κατά την θητεία του Τραμπ, οι ΗΠΑ αποχώρησαν από την Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και από την Συμφωνία για το Πυρηνικό Πρόγραμμα της Τεχεράνης. Παράλληλα, ο Τραμπ είχε ξεκινήσει εμπορικό ‘’πόλεμο’’ με την Ευρώπη επιβάλλοντας δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Τέτοιες πολιτικές κινήσεις δεν βοηθούν στην κοινή αντιμετώπιση των προκλήσεων ασφαλείας και της στρατηγικής απειλής που λέγεται Ρωσία. Εκτιμώ πάντως, ότι κανείς Αμερικανός Πρόεδρος δεν θα διαρρήξει τις σχέσεις του με την ΕΕ διότι αυτά που διακυβεύονται είναι απείρως μεγαλύτερα.
Μια αύξηση συμφωνιών “χαμηλής” πολιτικής μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας θα λειτουργούσε ανασταλτικά στην τουρκική προκλητικότητα;
Σ.Γ.: Όπως βλέπουμε όχι. Οι εμπρηστικές δηλώσεις Τούρκων Αξιωματούχων συνεχίζονται και φυσικά δεν βοηθούν την Ελληνοτουρκική προσέγγιση, συντηρώντας μια ρευστή κατάσταση στις διμερείς μας σχέσεις. Για παράδειγμα, θα περίμενε κανείς πως μετά και την υπογραφή της ‘’Διακήρυξης των Αθηνών’’, τον Δεκέμβριο του 2023, θα απεφεύγετο η υπονόμευση του καλού κλίματος που έχει δημιουργηθεί. Εντούτοις, μόλις τρεις μήνες μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα, ο Ερντογάν έκανε δηλώσεις περί καθολικής κατάκτησης της Κύπρου πριν από πενήντα χρόνια, αν ο τουρκικός στρατός δεν υπέκυπτε στις τότε πιέσεις και δεν είχε σταματήσει την προέλασή του.
Όταν γίνεται μια τέτοια δήλωση στον απόηχο της προσπάθειας οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο χωρών και δεδομένων των άρρηκτων δεσμών που συνδέουν Έλληνες και Κύπριους, όπως και να το κάνουμε δεν βοηθά στη διατήρηση του καλού κλίματος. Πολλώ δε μάλλον, όταν βρίσκεται σε εξέλιξη προσπάθεια επανεκκίνησης των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού, υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Επομένως, είναι θετικό μεν ότι οι δύο χώρες συζητούν και επενδύουν σε θέματα ‘’χαμηλής πολιτικής’’, όμως οι τουρκικές παράλογες διεκδικήσεις εις βάρος της χώρας μας, όχι μόνον δεν έχουν υποχωρήσει αλλά διευρύνονται. Γι’ αυτό πολύ καλά κάνει η Ελλάδα και επενδύει στην άμυνα, αυξάνοντας την αποτρεπτική της ικανότητα, παράλληλα με την διπλωματική της ισχύ.
Ποιες προοπτικές υπάρχουν για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα και σε τι βάθος χρόνου;
Σ.Γ.: Είναι γεγονός ότι η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία έμεινε πολύ πίσω τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και παρά τις όποιες προσπάθειες, δεν κατάφερε να διαδραματίσει τον σημαίνοντα ρόλο που θα έπρεπε. Ωστόσο, η οικονομική κρίση έχει παρέλθει και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη οδηγεί τη χώρα με σταθερά βήματα μπροστά. Η οικονομία μας – παρά το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον – αναπτύσσεται με τριπλάσιους ρυθμούς από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και η χώρα αποτελεί έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Θα πρέπει λοιπόν να δώσουμε την απαραίτητη προσοχή στην Αμυντική μας Βιομηχανία, ιδιαίτερα τώρα, που βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μεγαλεπήβολο εξοπλιστικό πρόγραμμα για την θωράκιση των Ενόπλων μας Δυνάμεων και την αύξηση της αποτρεπτικής τους ισχύος. Συνεπώς, η εγχώρια Αμυντική Βιομηχανία πρέπει να έχει σημαντικό ρόλο και μερίδιο. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση η αναγγελθείσα πρωτοβουλία του Υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Δένδια για την δημιουργία Αμυντικού Οικοσυστήματος Καινοτομίας, με την ίδρυση ενός νέου φορέα, του «Ελληνικού Κέντρου Αμυντικής Έρευνας και Ανάπτυξης Καινοτομίας» (ΕΚΑΕΑΚ) για την πλήρη αξιοποίηση της καινοτομίας στην Αμυντική Βιομηχανία.
Η βασική λειτουργία του ΕΚΑΕΑΚ θα αφορά στη διαχείριση των οικονομικών εργαλείων και στην προώθηση της μεταφοράς τεχνολογίας μεταξύ νεοφυών επιχειρήσεων και Αμυντικής Βιομηχανίας. Αν προσθέσουμε την εξυγίανση των Ναυπηγείων μας και τις βελτιωτικές κινήσεις σε ΕΑΒ και ΕΑΣ, θέλω να πιστεύω ότι μέσα σε αυτήν την τετραετία η εγχώρια Αμυντική μας Βιομηχανία θα έχει εξυγιανθεί πλήρως και θα είναι πολύτιμος εταίρος της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανίας, με ουσιαστική συνεισφορά στις εξοπλιστικές ανάγκες των Ενόπλων μας Δυνάμεων.