Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, παραχώρησε μια συνέντευξη Τύπου διάρκειας 59 λεπτών, κατά την οποία έθεσε τέλος στις φήμες περί αποχώρησής του από την κούρσα και υποσχέθηκε να συνεχίσει τη μάχη. Δήλωσε ότι είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος για να νικήσει τον Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου.
«Πιστεύω ότι έχω τα περισσότερα προσόντα για να είμαι υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές. Τον έχω νικήσει μία φορά ήδη και θα τον νικήσω ξανά. Δεν το κάνω αυτό για την υστεροφημία μου, αλλά για να ολοκληρώσω τη δουλειά που ξεκίνησα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, ο Μπάιντεν ξεκίνησε τη συνέντευξη Τύπου με ένα νέο λεκτικό λάθος, αποκαλώντας την Καμάλα Χάρις «αντιπρόεδρο Τραμπ». Παρ’ όλα αυτά, επανέλαβε την εμπιστοσύνη του στις ικανότητες της Χάρις, δηλώνοντας ότι είναι κατάλληλη για να ηγηθεί.
Ο Μπάιντεν τόνισε ότι δεν σκοπεύει να αποσυρθεί για να δώσει τη θέση του στην αντιπρόεδρο ή σε άλλον υποψήφιο, ενώ παραδέχθηκε ότι και άλλοι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να νικήσουν τον Τραμπ. «Το πλεονέκτημά μου είναι ότι έχω ήδη την υποδομή και τους πόρους για να ξεκινήσω δυναμικά την εκστρατεία μου», πρόσθεσε.
Εμφανίστηκε αποφασισμένος να παραμείνει στην κούρσα, αν και αναγνώρισε την ανάγκη να πείσει τους επικριτές του και τους ψηφοφόρους για την καταλληλόλητά του μετά την προβληματική εμφάνισή του σε ένα ντιμπέιτ. Τόνισε ότι έχει ένα γεμάτο πρόγραμμα ταξιδιών και εκδηλώσεων για να επικοινωνήσει το έργο του και τις προτεραιότητές του στους πολίτες.
Ο Μπάιντεν σχολίασε τις δημοσκοπήσεις, λέγοντας ότι κανένα δεδομένο δεν δείχνει πως δεν μπορεί να κερδίσει, και υπογράμμισε την υποστήριξη που λαμβάνει από τους ξένους ηγέτες, οι οποίοι ανησυχούν για μια πιθανή επανεκλογή του Τραμπ.
Αναφορικά με τις φήμες για το πρόγραμμά του, δήλωσε ότι προσπαθεί να διαχειριστεί το χρόνο του αποτελεσματικά και δεν υπάρχει καμία πρόθεση να μειώσει τις δραστηριότητές του. Επίσης, δήλωσε ανοιχτός σε μια νευρολογική εξέταση αν το κρίνουν απαραίτητο οι γιατροί του.
Ο Μπάιντεν αναφέρθηκε επίσης στις παγκόσμιες προκλήσεις, τονίζοντας τη σημασία της αμερικανικής παρουσίας και δεσμεύσεων στη διεθνή σκηνή. Εξέφρασε ανησυχία για τις στρατηγικές κινήσεις της Ρωσίας και της Κίνας, τονίζοντας την ανάγκη για συνεχή εγρήγορση και προσεκτική διαχείριση των διεθνών σχέσεων.