Ο Βασίλης Καρύδας-Υφαντής, Public and Government Affairs Manager στην Αντιπροσωπεία του Ιδρύματος Konrad Adenauer για την Ελλάδα και την Κύπρο, οικονομολόγος και Αιρετό Μέλος της Συνέλευσης των Αντιπροσώπων του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (OEE) μιλά στους Atticatimes.gr και την Οικονομική Αναλύτρια Δάφνη Γρηγοριάδη για το που βρίσκονται σήμερα οι ελληνογερμανικές σχέσεις καθώς και τις δράσεις του ιδρύματος.
«Στα μέσα Μαΐου 2012 το Ίδρυμα Konrad Adenauer επέστρεψε στην Ελλάδα με τη σύσταση μίας αντιπροσωπείας στην Αθήνα, υπεύθυνη για την Ελλάδα και την Κύπρο, θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την προώθηση του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού διαλόγου με την Γερμανία».
Tι κάνει το ίδρυμα Konrad – Adenauer Stiftung (KAS);
Β.Κ.: Το Ίδρυμα Konrad Adenauer (KAS) είναι το μεγαλύτερο γερμανικό πολιτικό ίδρυμα και φέρει το όνομα του πρώτου μεταπολεμικού Καγκελαρίου της Γερμανίας και πρωτεργάτη της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Στο πλαίσιο της λειτουργίας μας προωθούμε την ειρήνη, την ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου.
Η διοργάνωση συνεδρίων, εκδηλώσεων και πολιτικών ακαδημιών, η συμμετοχή σε διεθνή fora, οι επισκέψεις αντιπροσωπειών αποτελούμενες από πολιτικούς, τεχνοκράτες και ειδικούς, η παρουσία μας στα μέσα, η συγγραφή αναλύσεων και προγράμματα υποτροφιών βρίσκονται στον πυρήνα της δράσης μας.
Τα κεντρικά γραφεία του Ιδρύματός μας βρίσκονται στο Βερολίνο, ενώ παγκοσμίως διατηρούμε πάνω από 100 γραφεία με το σύνολο των δραστηριοτήτων μας να επεκτείνεται σε περίπου 120 χώρες. Στα μέσα Μαΐου 2012 το Ίδρυμα Konrad Adenauer επέστρεψε στην Ελλάδα με τη σύσταση μίας αντιπροσωπείας στην Αθήνα, υπεύθυνη για την Ελλάδα και την Κύπρο, θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την προώθηση του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού διαλόγου με την Γερμανία.
Πώς θα περιγράφατε την τρέχουσα κατάσταση των ελληνογερμανικών σχέσεων σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο, και ποιες είναι οι προοπτικές για την περαιτέρω ενίσχυση αυτών των σχέσεων;
Β.Κ.: Οι ελληνογερμανικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από μια ισχυρή πολιτική συνεργασία, παρά τις κατά καιρούς εντάσεις. Σε πολιτικό επίπεδο, η Ελλάδα και η Γερμανία συνεργάζονται στενά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προωθώντας κοινούς στόχους όπως η σταθερότητα, η ασφάλεια και η οικονομική ανάπτυξη. Οι συνεχείς επαφές και συναντήσεις υψηλού επιπέδου έχουν ενισχύσει την κατανόηση και την αλληλοεκτίμηση μεταξύ των δύο χωρών. Αξίζει να σημειωθεί πως τέλη του 2023 και με δική μας πρωτοβουλία έλαβε χώρα μεγάλη εκδήλωση στα κεντρικά μας γραφεία στο Βερολίνο με κεντρικούς ομιλητές τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Πρόεδρο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) – και πιθανό επόμενο Καγκελάριο – Friedrich Merz, όπου η συνεργασία των δύο χωρών και η ισχυρή οικονομική πρόοδος της Ελλάδας βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης.
Σε οικονομικό επίπεδο, οι σχέσεις είναι εξαιρετικά δυναμικές. Η Γερμανία αποτελεί έναν από τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, ενώ γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται ενεργά στη χώρα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι φέτος το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (AHK) γιορτάζει τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του, ενώ η 88η ΔΕΘ θα πραγματοποιηθεί με τιμώμενη χώρα τη Γερμανία. Φυσικά και η Αντιπροσωπεία μας θα συμμετέχει στη ΔΕΘ με ξεχωριστό περίπτερο και συμβάλοντας με ένα πλούσιο πρόγραμμα εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων.
Όσον αφορά τον πολιτιστικό τομέα, οι δύο χώρες μοιράζονται μια μακρά ιστορία πολιτιστικών ανταλλαγών και συνεργασιών. Οι κοινές πολιτιστικές εκδηλώσεις, τα εκπαιδευτικά προγράμματα και οι ανταλλαγές φοιτητών και ακαδημαϊκών ενισχύουν τις διαπολιτισμικές σχέσεις, ενώ οι προοπτικές για την περαιτέρω ενίσχυση αυτών των σχέσεων είναι εξαιρετικά θετικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση του Ελληνογερμανικού Ιδρύματος Νεολαίας με πρωτοβουλία των δύο κυβερνήσεων και με διπλή έδρα σε Θεσσαλονική και Λειψία, όπου κύριο στόχο του αποτελεί η ενίσχυση των ανταλλαγών πολιτιστικού, αθλητικού και ακαδημαϊκού χαρακτήρα.
Ποιες είναι οι πιθανές επιπτώσεις της ανόδου των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής;
Β.Κ.: Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη δεν αφήνει στο απυρόβλητο την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Συνήθως τα κόμματα αυτά υποστηρίζουν πολιτικές προστατευτισμού και περιορισμού του διεθνούς εμπορίου, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένες εμπορικές εντάσεις και κατ΄επέκταση μείωση της εμπορικής δραστηριότητας μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η επιβολή για παράδειγμα περιοριστικών μέτρων θα μπορούσε να ανατρέψει τις προσπάθειες για μια ενιαία και ελεύθερη ευρωπαϊκή αγορά, επιβραδύνοντας την οικονομική ανάπτυξη και μειώνοντας τις επενδύσεις.
Επιπλέον, η δικαιότερη κατανομή των πόρων και οι πολιτικές στήριξης εντός της ΕΕ δεν μπορούν να εκλαμβάνονται ως δεδομένες. Κόμματα που εκφράζουν έντονο ευρωσκεπτικισμό δεν αποκλείεται να εκφέρουν αντιρρήσεις αναφορικά με την οικονομική βοήθεια και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μειώσεις των κοινοτικών προγραμμάτων στήριξης. Αυτό θα σήμαινε ότι χώρες με οικονομικές δυσκολίες θα βρεθούν σε δυσμενή θέση, χωρίς την αναγκαία υποστήριξη από την ΕΕ και με τις οικονομικές ανισότητες εντός της Ένωσης να αυξάνονται.
Πώς πιστεύετε ότι η επικράτηση των social media έχει μετασχηματίσει την πολιτική επικοινωνία και ποια είναι τα κύρια πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα αυτού του φαινομένου για τις σύγχρονες δημοκρατίες;
Β.Κ.: Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα social media έχουν αχρηστεύσει τα εγχειρίδια πολιτικής επικοινωνίας έχοντας αλλάξει πλήρως τους κανόνες του παιχνιδιού. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε τόσο άμεση και αμφίδρομη επικοινωνία μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε η δυνατότητα να προσεγγίζουν οι πολιτικοί το κοινό τους χωρίς τη μεσολάβηση των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν η πολιτική διαδικασία πιο προσιτή και διαδραστική.
Ωστόσο, αυτή η άμεση, γρήγορη και αδιαμεσολάβητη επικοινωνία δεν ήρθε χωρίς σημαντικά μειονεκτήματα για τις σύγχρονες δημοκρατίες. Με την ακριβώς ίδια ταχύτητα και αμεσότητα διαδίδονται ψευδείς ειδήσεις και θεωρίες συνομωσίας, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα του πολιτικού διαλόγου όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Παράλληλα, η πόλωση και η ρητορική μίσους διαχέονται αποτελεσματικότερα μέσω των κοινωνικών δικτύων.
Τα φαινόμενα αυτά δυστυχώς υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς και δυσχεραίνουν την επίτευξη συναίνεσης και συνεργασίας σε κρίσιμα ζητήματα. Γι΄αυτον ακριβώς το λόγο η δραστηριότητα του Ιδρύματός μας κρίνεται αναγκαία. Ως δεξαμενή σκέψης επεξεργαζόμαστε με διορατικότητα τα επιστημονικά δεδομένα και τις σύγχρονες αναλύσεις με σκοπό να συμβάλουμε στην ενίσχυση της δημοκρατίας, στην προώθηση της ευρωπαικής ολοκλήρωσης και στην συνεργασία σε διμερές και διεθνές επίπεδο.