Ο θάνατος του Φετουλάχ Γκιουλέν, ορκισμένου εχθρού του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σηματοδοτεί μια ιστορική καμπή στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.
Ο Τούρκος κληρικός και επί μακρόν αντίπαλος του Ερντογάν, Φετουλάχ Γκιουλέν, πέθανε σε ηλικία 83 ετών στις ΗΠΑ, όπου ζούσε αυτοεξόριστος από το 1999.
Ο Γκιουλέν δημιούργησε ένα ισχυρό ισλαμικό κίνημα στην Τουρκία και πέραν αυτής, αλλά πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του κατηγορούμενος ότι ενορχήστρωσε μια απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν, το 2016, κατηγορία την οποία αρνήθηκε.
Η Herkul, ένας ιστότοπος που δημοσιεύει τα κηρύγματα του Γκιουλέν, ανέφερε στον λογαριασμό της στο Χ ότι ο Γκιουλέν πέθανε το βράδυ της Κυριακής 21/10, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν.
Tüm ömrü Türkiye Cumhuriyeti'ne kumpas kurmakla geçen, vatan haini, din düşmanı terörist Fetullah Gülen öldü. pic.twitter.com/YAKu21MXiC
— TRT Haber Canlı (@trthabercanli) October 21, 2024
Το δίκτυο του Γκιουλέν
Γεννημένος το 1941, ο Γκιουλέν ήταν ένας απλός ιμάμης για το πρώτο μισό της ζωής του σύμφωνα με παλαιότερο δημοσίευμα της Deutsche Welle. Σε ένα διαδικτυακό βιογραφικό που δημοσίευσε το κίνημα Γκιουλέν, αναφέρεται ότι από το 1981, η εστίασή του μετατοπίστηκε από τις θρησκευτικές σε κοινωνικές δραστηριότητες, πολλές από τις οποίες αφορούσαν την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, ιδίως μέσων ενημέρωσης και εκπαιδευτικών προγραμμάτων – τομείς που στην Τουρκία εκείνη την εποχή απελευθερώνονταν για την ιδιωτική αγορά.
Η επιρροή του Γκιουλέν στην κοινωνία των πολιτών αυξανόταν σταθερά κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, όπως και οι οπαδοί του. Πολλοί από εκείνους τους οποίους ο Γκιουλέν προώθησε στις οργανώσεις του ή των οποίων την εκπαίδευση χρηματοδότησε με τα σχολεία του, φέρονται να αισθάνονταν προσωπικό χρέος προς τον εκκεντρικό ιεροκήρυκα, επισημαίνει στο ρεπορτάζ του το γερμανικό Μέσο, ενώ υπήρχαν εκτενείς αναφορές για λατρεία προς το πρόσωπό του. Πολλοί τον χαρακτήριζαν πραγματικό ηγέτη της Τουρκίας, γνήσιο εκφραστή του Ισλάμ, ακόμα και Μεσσία.
Το 1999 ο Γκιουλέν μετακόμισε στην πολιτεία της Πενσιλβάνια και έκτοτε ζούσε εκεί.
Σε ό,τι αφορά τη διαμονή του στις ΗΠΑ, ενώ οι υποστηρικτές του επικαλούνταν λόγους υγείας, άλλοι χαρακτήριζαν την απόφαση του Γκιουλέν να μετακομίσει εκεί ως αυτοεξορία, καθώς εγκατέλειψε την Τουρκία σε μια εποχή που ο ίδιος βρισκόταν υπό έρευνα για υπονόμευση της κυβέρνησης – η οποία εκείνη την περίοδο ήταν ακόμη σταθερά υπό τον έλεγχο της κοσμικής ελίτ της Τουρκίας και υποστηριζόταν από τον στρατό.
Η συνεργασία Γκιουλέν-Ερντογάν
Το 2000 κρίθηκε ένοχος, ερήμην, για σχέδιο ανατροπής της κυβέρνησης. Λίγο αργότερα, το πρόσωπο της Τουρκίας άρχισε να αλλάζει. Το 2002 ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έγινε πρωθυπουργός έχοντας προσφάτως ιδρύσει το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Οι κοσμικοί, στα πολλά εκατομμύρια που υπάρχουν στην Τουρκία, ήταν δυσαρεστημένοι με αυτή την εξέλιξη, αλλά εξακολουθούσαν να χαιρετίζουν την εκθετική ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η οποία θεωρητικά έλαβε χώρα υπό την ηγεσία του ΑΚΡ. Εν τω μεταξύ, οι ισλαμιστικές ιδέες του ΑΚΡ άρχισαν να γίνονται όλο και πιο οικείες στη χώρα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν και ο Γκιουλέν αποφάσισαν ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια στρατηγική εταιρική σχέση.
Αφού επανεξελέγη το 2007 με ισχυρότερη εντολή, το ΑΚΡ, υπό την ηγεσία του Ερντογάν, μίλησε πιο ανοιχτά για τις ισλαμιστικές του επιδιώξεις. Μέσα σε έναν χρόνο αναίρεσε τις κατηγορίες κατά του Γκιουλέν, σηματοδοτώντας την προθυμία του να συνεργαστεί με τον κληρικό και το παγκόσμιο κίνημά του – το κίνημα Γκιουλέν ή κίνημα Χιζμέτ.
Στα χρόνια που πέρασαν από την αυτοεξορία του, ο Γκιουλέν δημιούργησε μια εντυπωσιακή επιχειρηματική αυτοκρατορία. Το δίκτυο των μέσων ενημέρωσης που διέθετε τότε στην Τουρκία και στο εξωτερικό γινόταν όλο και πιο ισχυρό. Τα σχολεία του προετοίμαζαν την επόμενη γενιά ευσεβών αλλά και επιχειρηματικά σκεπτόμενων οπαδών στην Τουρκία και οι τράπεζές του διευκόλυναν την κίνηση και τη μεταφορά κεφαλαίων μεταξύ του δυτικού κόσμου και της Μέσης Ανατολής, όπου οι οικονομικές υποθέσεις ορισμένων χωρών διέπονται από ισλαμικές αρχές.
Οι δεσμοί του Γκιουλέν επεκτάθηκαν, επίσης, στην Κεντρική Ασία, όπου πρώην σοβιετικές δημοκρατίες όπως το Τουρκμενιστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Ουζμπεκιστάν, καθώς και άλλα έθνη με τουρκικές γλώσσες, καλωσόρισαν κάθε είδους βοήθεια, ενώ ένιωθαν ιδιαίτερα έντονη την αίσθηση συγγένειας με την Τουρκία.
Θεωρήθηκε από τους Δυτικούς ότι το κίνημά του προωθούσε το ανεκτικό Ισλάμ, που δίνει έμφαση στον αλτρουισμό, στη σκληρή δουλειά, στην εκπαίδευση.
Η Γερμανίδα ανθρωπολόγος Κριστίνα Ντορν, η οποία μελετούσε το κίνημα του Γκιουλέν επί σχεδόν δέκα χρόνια, δήλωσε στην DW ότι το όραμά του εξελίχθηκε σε ένα «παγκόσμιο, συντηρητικό δίκτυο με μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση».
Όλο αυτό το διάστημα ο Γκιουλέν είχε ήδη χιλιάδες ευσεβείς οπαδούς που εργάζονταν σε κυβερνητικές θέσεις στην ίδια την Τουρκία, με το δίκτυο αυτό να αυξάνεται συνεχώς. Οι αντίπαλοί του το θεωρούσαν αυτό ως έναν αυξανόμενο υπόγειο στρατό, ενώ οι υποστηρικτές του δήλωναν ότι απλώς προσπαθούσαν να αυξήσουν τη δημοκρατία και τον διάλογο μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων μέσω των κυβερνητικών καναλιών.
Η ρήξη με τον Ερντογάν
Παρά τις δηλώσεις του Γκιουλέν και των οπαδών του ότι η οργάνωση δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα, οι αναλυτές πίστευαν πως ένας αριθμός συλλήψεων σε σχέση με τη διαφθορά που έγιναν εναντίον συμμάχων του Ερντογάν αντανακλούσε μια αυξανόμενη πολιτική διαμάχη εξουσίας μεταξύ του Γκιουλέν και του Ερντογάν από το 2010 και έπειτα. Οι συλλήψεις αυτές οδήγησαν στο σκάνδαλο διαφθοράς του 2013 στην Τουρκία, για το οποίο οι υποστηρικτές του κυβερνώντος AKP (μαζί με τον ίδιο τον Ερντογάν) και τα κόμματα της αντιπολίτευσης είπαν ότι ήταν σχέδιο του Γκιουλέν, αφού η κυβέρνηση του Ερντογάν κατέληξε στην απόφαση στις αρχές Δεκεμβρίου 2013 να κλείσει πολλές από τις ιδιωτικές προπανεπιστημιακές σχολές του κινήματος του Γκιουλέν στην Τουρκία. Η κυβέρνηση Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν και το κίνημά του ότι επιχειρούσαν να διεισδύσουν στους θεσμούς ασφαλείας, πληροφοριών και δικαιοσύνης του τουρκικού κράτους, κατηγορία σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνες εναντίον του θρησκευτικού-πολιτικού ηγέτη από τον επικεφαλής εισαγγελέα της Τουρκίας στη δίκη του το 2000, προτού το κόμμα του Ερντογάν έρθει στην εξουσία.
Σε σχόλια που έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη Wall Street Journal τον Ιανουάριο του 2014, ο Γκιουλέν είχε πει τότε ότι «ο τουρκικός λαός είναι αναστατωμένος που τα τελευταία δύο χρόνια η δημοκρατική πρόοδος τώρα αντιστρέφεται», αλλά αρνήθηκε ότι συμμετέχει σε συνωμοσία για την ανατροπή της κυβέρνησης. Αργότερα, τον Ιανουάριο του 2014, σε συνέντευξή του στο BBC World, ο Γκιουλέν είπε: «Αν ήταν να πω κάτι στον κόσμο, θα μπορούσα να πω ότι ο κόσμος πρέπει να ψηφίσει αυτούς που σέβονται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, και που τα πάνε καλά με τους ανθρώπους. Το να πω ή να ενθαρρύνω τους ανθρώπους να ψηφίσουν ένα κόμμα θα ήταν προσβολή για τη νοημοσύνη τους. Όλοι βλέπουν πολύ καθαρά τι συμβαίνει».
Στις 28 Οκτωβρίου 2015 το υπουργείο Εσωτερικών τοποθέτησε τον Γκιουλέν στην κατηγορία του «καταλόγου των πλέον καταζητούμενων τρομοκρατών». Το υπουργείο ανακοίνωσε ότι θα δοθεί χρηματική αμοιβή έως και 10 εκατομμύρια τουρκικές λίρες για τον Γκιουλέν.
Η απόπειρα πραξικοπήματος το 2016
Από τον Μάιο του 2016 το κίνημα Γκιουλέν έχει χαρακτηριστεί από την Τουρκία ως τρομοκρατική οργάνωση, με την ονομασία Fethullahist Terrorist Organization (FETÖ). Το κίνημά του έχει επίσης χαρακτηριστεί τρομοκρατική οργάνωση από το Πακιστάν.
Η Τουρκία ζητούσε την έκδοσή του από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, ο Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν για το πραξικόπημα και οι Αρχές συνέλαβαν χιλιάδες στρατιώτες και δικαστές. Άλλα μέλη της ομάδας που εργάζονταν για τις κυβερνητικές υπηρεσίες της Τουρκίας απολύθηκαν και πάνω από δέκα χιλιάδες εκπαιδευτικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα και οι άδειες πάνω από 20.000 εκπαιδευτικών που εργάζονταν σε ιδιωτικά ιδρύματα ανακλήθηκαν λόγω σύνδεσής τους με τον Γκιουλέν.
Ο Γκιουλέν καταδίκασε το πραξικόπημα τότε και υποστήριξε ότι δεν είχε καμία ανάμειξη, αλλά κατηγορήθηκε από μεγάλη μερίδα του τουρκικού πολιτικού συστήματος πως ήταν το «μακρύ χέρι» της Ουάσιγκτον, συμμετέχοντας σε ενέργειες κατά του καθεστώτος Ερντογάν.
Ο Ερντογάν, όμως, εκμεταλλεύτηκε την αποτυχημένη απόπειρα για να χτυπήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό, εντείνοντας και ένα πλαίσιο καταστολής, εκκαθαρίσεων και καταπίεσης, ως απάντηση σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση στο πρόσωπό του.
Η πλειονότητα των Τούρκων φαίνεται πράγματι να πίστευε ότι ο Γκιουλέν ήταν ο εγκέφαλος της απόπειρας πραξικοπήματος και ότι η οργάνωσή του είναι μια θρησκευτική αίρεση με μάλλον σκοτεινές προεκτάσεις, ανέφερε το περιοδικό «Economist» λίγο μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα.
Ο ίδιος ο Γκιουλέν, που δεν παντρεύτηκε ποτέ, ζούσε και μελετούσε μέσα σε μικρά δωμάτια, το ενοίκιο των οποίων πλήρωνε από τα εκδοτικά του δικαιώματα. Πέθανε σε νοσοκομείο της Πενσιλβάνια, στο οποίο νοσηλευόταν για τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε για αρκετά χρόνια.