«Έσπασε» η Λουκίλα Καρρέρ για τον θάνατο του Μίμη Πλέσσα. Η σύζυγος του μουσικοσυνθέτη ήταν στο πλάι του έως το τέλος και μάλιστα μίλησε στην εκπομπή «Ακόμη δεν είδες τίποτα» για τον δικό της Μίμη Πλέσσα.
«Τον ευχαριστώ για όσα ζήσαμε. Είχε σταματήσει να τρώει και να πίνει τις τελευταίες τρεις μέρες. “Πιες λίγο νερό”, του λέω να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας. Του είπα πόσο ωραία χρόνια πέρασα, ευχαριστώ για όλα, για το παιδί μας, για όλα», είπε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, πρόσθεσε: «Άκουσε αυτό που ήθελε και κάνει ένα “ααχ” και κατέρρευσε. Ήταν ευλογημένο το τέλος, λες και το ήξερα και του έκανα αυτή την ερωτική εξομολόγηση».
Όπως είπε κλείνοντας, θεωρεί «ευλογία» το ότι άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της. «Έφυγε στην αγκαλιά μου, αυτό είναι ευλογία», ανέφερε.
«Έπεσε βαθιά σιωπή» στο ελληνικό τραγούδι
Ο Μίμης Πλέσσας, ο σπουδαίος μουσικός, ο πολυγραφότατος συνθέτης, ο μεγάλος δάσκαλος, ο μαέστρος, έφυγε τα ξημερώματα από τη ζωή, λίγες μόλις ημέρες πριν συμπληρώσει τα 100 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του εκατοντάδες τραγούδια-«διαμάντια» που είναι καταγεγραμμένα ανεξίτηλα στο μυαλό και στην καρδιά κάθε Έλληνα.
Ήταν εκείνος που, μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, δημιούργησε, το 1969, τον πιο εμπορικό ελληνικό δίσκο όλων των εποχών, τον μυθικό «Δρόμο» με τα αθάνατα τραγούδια του, που ερμήνευσαν μοναδικά ο Γιάννης Πουλόπουλος και η Ρένα Κουμιώτη: «Το Άγαλμα», «Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου», «Ξημερώνει Κυριακή», «Γέλαγε η Μαρία»… Μελωδίες υπέροχες και στίχοι μαγικοί που μέχρι σήμερα, δεκαετίες μετά την δημιουργία τους συγκινούν, δημιουργούν έντονες εικόνες και συναισθήματα.
Δεν ήταν όμως μόνον ο Πουλόπουλος που εκτοξεύθηκε με τα τραγούδια του Πλέσσα αλλά και πλήθος ακόμη τραγουδιστών, όπως η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Στράτος Διονυσίου, η Νάνα Μούσχουρη…
Επί δεκαετίες ολόκληρες όποια νότα άγγιζε ο Μίμης Πλέσσας γινόταν χρυσός. Κι αυτό μόνον τυχαίο δεν ήταν αφού υπήρξε ένας σπάνιος μελωδός που σε συνδυασμό με τις άριστες μουσικές γνώσεις του έκανε θαύματα όταν καθόταν στο πιάνο του. Η μουσική του φαντασία ήταν αχαλίνωτη, η δεξιοτεχνία του μεγάλη γι΄ αυτό και δεν δίστασε να εκφραστεί σε όλα τα μουσικά είδη, από την τζαζ και την ελαφρά μουσική ως το έντεχνο λαϊκό τραγούδι και τις μεγάλες μουσικές φόρμες.
Ήταν μικρό παιδί ακόμη όταν έκατσε για πρώτη φορά στο πιάνο. Τα μικρά του δάχτυλα ίσα που άγγιζαν τα πλήκτρα. Η δύναμή τους όμως ήταν από τότε μεγάλη, πολύ μεγάλη. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι από τα 15 του μόλις του χρόνια έπαιζε στην ορχήστρα ελαφράς μουσικής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Στα φοιτητικά του χρόνια οι νότες έδωσαν μάχη με τους αριθμούς και τα σύμβολα και επικράτησαν πανηγυρικά. Οι σπουδές του στα μαθηματικά, τη φυσική και την χημεία ήταν απλά ένα σκαλοπάτι πριν φθάσει στον προορισμό για τον οποίο ήταν γεννημένος: τη μουσική. Και η διαμονή στην Αμερική της δεκαετίας του ’50 τού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει την τζαζ μέσα από σπουδαίους εκπροσώπους της.
Η πρώτη μουσική του περίοδος μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα επικεντρώθηκε, κατά κύριο λόγο στην ελαφρά μουσική με κομμάτια όπως τα «Ποιος το ξέρει», «Αστέρι, αστεράκι», «Πόσο λίγο μ’ αγαπούσες» κ.α.
Η συνάντησή του, ωστόσο, με τον Γιάννη Δαλιανίδη θα ανοίξει ένα νέο, χρυσό κύκλο στην καριέρα του, αυτόν του ελληνικού κινηματογράφου και των μιούζικαλ. Οι μουσικές και τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα θα ερμηνευτούν από τους γνωστότερους πρωταγωνιστές της μεγάλης οθόνης και τα γίνουν τεράστιες επιτυχίες. Η Μαίρη Χρονοπούλου θα ξεσηκώσει τα πλήθη τραγουδώντας «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και «Του αγοριού απέναντι» στο «Μια κυρία στα μπουζούκια», η Ζωή Λάσκαρη θα τραβήξει όλα τα βλέμματα με το «Crazy Girl» στις «Θαλασσιές τις χάντρες», κι η Μάρθα Καραγιάννη θα περιγράψει τραγουδιστά τον «Άντρα που θα παντρευτεί» στο «Γοργόνες και Μάγκες». Ένα είναι σίγουρο: πως χωρίς τη μουσική του Πλέσσα ο ελληνικός κινηματογράφος θα ήταν μισός.