Σε ηλικία 83 ετών απεβίωσε στις ΗΠΑ ο Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος θεωρούνταν ο πιο ισχυρός αντίπαλος του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Σε ανακοίνωση του Herkul Nağme, αναφέρεται ότι «το πνεύμα του Χοτζαεφέντι πέθανε στις 20 Οκτωβρίου 2024 και πληροφορίες για τις διαδικασίες ταφής θα κοινοποιηθούν αργότερα». Το Herkul Nağme πρόσθεσε ότι «ο δάσκαλός μας περπάτησε στον ορίζοντα της ψυχής του στις 21.20 το βράδυ, στις 20 Οκτωβρίου 2024, στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν για λίγο. Οι γιατροί του θα κάνουν δήλωση τις επόμενες ώρες». Ο Γκιουλέν είχε κατηγορηθεί από την κυβέρνηση Ερντογάν ως ο εγκέφαλος της απόπειρας πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016 και ότι διηύθυνε ένα παράλληλο κράτος για να καταλάβει τον έλεγχο ορισμένων κυβερνητικών λειτουργιών. Ήταν στην κορυφή της λίστας των πιο καταζητούμενων τρομοκρατών της Τουρκίας με την κατηγορία ότι ηγείτο τρομοκρατικής οργάνωσης.
Το κίνημα του Γκιουλέν έχει περιγραφεί ως «μετριοπαθές Ισλάμ», με τον ίδιο και τους οπαδούς του να χρησιμοποιούν την αγορά, την τεχνολογία και τα social media για να προωθήσουν τις ιδέες τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γκιουλέν και ο Ερντογάν υπήρξαν κάποτε σύμμαχοι, με τον Ερντογάν να χρησιμοποιεί το δίκτυο του Γκιουλέν για να ισχυροποιήσει τη θέση του. Ωστόσο, μετά το σκάνδαλο διαφθοράς το 2013, η σχέση τους ρήξηκε και ο Γκιουλέν έγινε ο μεγαλύτερος εχθρός του Τούρκου προέδρου. Ο Ερντογάν έκτοτε κατηγορεί τον Γκιουλέν ότι εγκαθίδρυσε «παράλληλο κράτος» με στόχο να τον ανατρέψει, κάτι που οι «γκιουλενιστές» αρνούνται.
Ο ιεροκήρυκας ζούσε στις ΗΠΑ από το 1999, πολύ πριν κατηγορηθεί για προδοσία στην Τουρκία, ενώ εμφανιζόταν σπάνια δημοσίως και παραχωρούσε ελάχιστες συνεντεύξεις.
Το κίνημα του Γκιουλέν συνδυάζει τον μυστικισμό των σούφι με την ιδέα αρμονίας μεταξύ των ανθρώπων στη βάση του Ισλάμ. Η διδασκαλία του, που προωθεί ένα Ισλάμ ανοιχτό στην εκπαίδευση, τις επιστήμες και τον διαθρησκευτικό διάλογο, του εξασφάλισε πολλούς οπαδούς αλλά και την καχυποψία των υποστηρικτών του κοσμικού κράτους στην Τουρκία.
Η αντίδραση του Ερντογάν μετά τη ρήξη ήταν σκληρή, με εκκαθαρίσεις εκατοντάδων αξιωματικών και στρατηγών, το κλείσιμο σχολείων που διαχειριζόταν το Χιζμέτ και την απόλυση χιλιάδων αστυνομικών. Επιπλέον, επιτέθηκε στα μέσα ενημέρωσης που θεωρούσε φιλικά προς τον Γκιουλέν.