Ερωτηθείς για τη δήλωση του Αντώνη Σαμαρά ότι η διαγραφή του ήταν μια προειλημμένη απόφαση, ο κ. Μαρινάκης, μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, απάντησε ότι ισχύει το εντελώς αντίθετο. Προσέθεσε πως ελήφθη μετά την ανάγνωση της συνέντευξης του κ. Σαμαρά στο «Βήμα της Κυριακής» ενώ υπενθύμισε τις αντιδράσεις της κυβέρνησης σε μια σειρά από άλλες ομιλίες και αναφορές του πρώην πρωθυπουργού όπου δεν έγινε από την πλευρά της κυβέρνησης κάποιο σχόλιο και είχε το ειδικό προνόμιο να εκφράζει τις απόψεις του και τις αντιρρήσεις του.
Συμπλήρωσε πως αυτά που είπε ο κ. Σαμαράς ξεπέρασαν όλες τις προηγούμενες αναφορές. «Δεν θυμάμαι να έχει ξαναπεί ότι “χαριεντίζεται” ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας με ξένους ηγέτες. Δεν θυμάμαι να έχει ξανά υπονοήσει -ξεκάθαρα να έχει αναφέρει ουσιαστικά- ότι είναι “μειοδότης” ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών. Και ποτέ ξανά ο κ. Σαμαράς, ενώ είχε εκφράσει κατά καιρούς αντιρρήσεις, δεν είχε αποδομήσει -θεωρώ με εντελώς λανθασμένο και άδικο τρόπο- συνολικά την πολιτική της κυβέρνησης. Αυτά τα οποία ειπώθηκαν στη συνέντευξη αυτή, δεν είχαν προηγούμενο. Ήταν ανοίκειες εκφράσεις και χαρακτηρισμοί οι οποίοι δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί από την κυβέρνηση, αλλά και συνολικά από τη Νέα Δημοκρατία, οπότε ήταν μια όχι ευχάριστη, αλλά αναπόφευκτη εξέλιξη. Και σε καμία περίπτωση δεν ήταν προαποφασισμένο. Σας το εγγυώμαι γιατί έτυχε να είμαι εκ των ανθρώπων, που ενημερώθηκαν μαζί με τον πρωθυπουργό και μάλιστα οι αντιδράσεις και οι δικές μου πολλές φορές δείχνουν το εντελώς αντίθετο», υπογράμμισε.
Μαρινάκης: Θα περίμενε κανείς από τον Σαμαρά να μην υιοθετήσει αυτή τη ρητορική
Ο Παύλος Μαρινάκης ανέφερε επίσης μεταξύ άλλων ότι είναι μια «δύσκολη», «αχρείαστη», κατάσταση. «Είναι αχρείαστη, γιατί βασίζεται σε μια κριτική, η οποία υιοθετεί fake news και περιγράφει μια εντελώς αντίθετη πραγματικότητα από αυτή την οποία αποδέχονται ακόμη και επικριτές σε άλλα θέματα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Δηλαδή, υπάρχει πολύς κόσμος, που θέλει πολλά περισσότερα για το εισόδημα. Έχει σφοδρές αντιδράσεις για άλλα θέματα καθημερινότητας, όπως είναι η Υγεία, παρά τα πολλά τα οποία κάνουμε. Όλοι σχεδόν συμφωνούμε ή οι περισσότεροι, τέλος πάντων, ότι η Ελλάδα, επί των ημερών του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι μια πολύ πιο ισχυρή χώρα σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, άμυνας, διπλωματίας. Η συνολική εικόνα που είχε η Ελλάδα είναι πως ήταν μια χώρα επαίτης, μια χώρα παρίας μέχρι να αναλάβει ο Μητσοτάκης τη διακυβέρνηση του τόπου και τώρα είναι μια χώρα που πρωταγωνιστεί», συνέχισε και τόνισε:
«Θεωρώ ότι δημιουργείται πρόβλημα σε κάτι, το οποίο βασίζεται σε υιοθέτηση μιας ρητορικής ακραίων, κάτι το οποίο θεωρώ ότι δεν ταιριάζει ούτε στην πορεία, αλλά αυτό θα το κρίνει ο ιστορικός του μέλλοντος, ούτε και στην προσφορά του Αντώνη Σαμαρά ως πρωθυπουργού της χώρας».
Ανέφερε επιπλέον ότι μιλάμε για έναν πρώην πρωθυπουργό, ο οποίος βίωσε το πιο σκληρό πρόσωπο του λαϊκισμού και τον οποίο -επισήμανε- τον έριξαν, δηλαδή προκλήθηκαν νωρίτερα εκλογές, «γιατί κάποιοι έκαναν κάτι, το οποίο ήταν, σαν να λέμε ότι θα “πετάξει ο γάιδαρος”. Δηλαδή, θα “σκίσουν το μνημόνιο”, θα δώσουν λεφτά στον κόσμο, χωρίς να φύγουμε από την Ευρώπη. Τελικά, πήγαμε να φύγουμε από την Ευρώπη και μείναμε με την ανάγκη να υπογράψουμε ένα τότε, μέχρι να εκλεγούν αυτοί, αχρείαστο μνημόνιο». Και σχολίασε: «Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς, ένας άνθρωπος ο οποίος βίωσε τον απόλυτο λαϊκισμό και δεν ολοκληρώθηκε το έργο του, το οποίο ήταν να κρατηθεί η Ελλάδα όρθια και το είχε καταφέρει μαζί με πολλούς άλλους, όπως ήταν και ο νυν πρωθυπουργός ένας εκ των υπουργών του, να μην υιοθετήσει τέτοια ρητορική. Ο ίδιος το επέλεξε. Δεν θα κάτσω εγώ να κάνω υποδείξεις σε έναν πρώην πρόεδρο του κόμματος που ανήκω. Αλλά, όπως σας είπα και πριν, είναι κάτι που δεν θα μπορούσαμε να το αποφύγουμε. Θεωρώ, ως προς το κλίμα, για να το κλείσω, ότι αυτές οι ημέρες ήταν ικανές, ήταν αρκετές, με μια σειρά από τοποθετήσεις υπουργών, βουλευτών, κομματικών στελεχών, για να αναδειχθεί η πραγματικότητα, η ενότητα στη ΝΔ, η οποία -θα μου επιτρέψετε-, μετά από μια δύσκολη κατάσταση θα προχωρήσει ακόμα πιο ενωμένη και αποφασισμένη να κάνει το μόνο που έχει καθήκον, να εφαρμόσει το πρόγραμμα για το οποίο εξελέγη».