Της Δάφνης Γρηγοριάδη, Οικονομικής Αναλύτριας
Όταν οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο γαλλογερμανικός άξονας) αντιμετωπίζουν προβλήματα χτυπά ένα ηχηρό καμπανάκι κινδύνου για την Ευρώπη. Οι συνέπειες αυτών των προβλημάτων διαχέονται σε όλες τις χώρες, ανάλογα με τις διμερείς σχέσεις και τη δομή της κάθε οικονομίας.
Στην Ελλάδα ωστόσο επειδή πρόκειται για μια μικρότερη οικονομία, οι συνέπειες γίνονται λιγότερο αισθητές σε σχέση με τις μεγαλύτερες και πιο ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς η ανάπτυξή της αναμένεται να κλειδώσει φέτος πέριξ του 2,3%, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη προβλέπεται ανάπτυξη μόλις 0,8% . Ωστόσο, η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει παθογένειες, όπως το ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, οι επενδύσεις πρέπει να φτάσουν τουλάχιστον το 30% του ΑΕΠ για να επιτευχθεί αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Ενδεικτικά, το 4% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται στη Γαλλία, με το διμερές εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών να φτάνει τα 5,27 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023. Μάλιστα, οι ελληνικές εξαγωγές προς την Γαλλία σημείωσαν αύξηση 7% σε σχέση με το 2022.
Το γαλλικό δημόσιο χρέος ανέρχεται στα 3,2 τρισεκατομμύρια ευρώ, από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Στη Γαλλία, το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται να φτάσει στο 6,1% του ΑΕΠ φέτος, ενώ η αρχική πρόβλεψη ήταν στο 4%. Αυτή η εξέλιξη ξεπερνά κατά πολύ το επιτρεπτό όριο του 3% που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τα κράτη-μέλη της, εντείνοντας τις ανησυχίες για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.
Η γερμανική οικονομία, η δεύτερη ισχυρότερη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέπεται να κλείσει το 2024 με οριακή ύφεση της τάξης του -0,2% ενώ η Γαλλία θα με οριακή ανάπτυξη 1,1%.
Οι εικόνες από την ελληνική κρίση αναβιώνουν στο μυαλό μας, καθώς παρακολουθούμε τις εξελίξεις στη Γαλλία. Ο προϋπολογισμός λιτότητας που επιχείρησε να περάσει η γαλλική κυβέρνηση φέρνει έντονα στο προσκήνιο τη δική μας εμπειρία.
Η απόρριψη του προϋπολογισμού φέρνει τον κίνδυνο αύξησης του ελλείμματος από το ήδη υψηλό 6% στο 7%, τουλάχιστον μέχρι να αποκατασταθεί η πολιτική σταθερότητα, μέχρι το καλοκαίρι του 2024.
Η αβεβαιότητα αυτή έχει σοβαρές συνέπειες στην οικονομία. Μία στις δύο γαλλικές επιχειρήσεις προτίθενται να παγώσουν τα επενδυτικά τους σχέδια, μη γνωρίζοντας τις αλλαγές που μπορεί να επέλθουν στο φορολογικό πλαίσιο. Ο προϋπολογισμός προέβλεπε φόρους και περικοπές 60 δισ. ευρώ για να μειωθεί το έλλειμμα. Αυτές οι πολιτικές ενέργειες προκάλεσαν ανησυχία για πιθανές κοινωνικές αναταραχές, ένα φαινόμενο που αποτελεί γνώριμο για τη Γαλλία σε αντίστοιχες περιστάσεις.
Χαρακτηριστικά, ένα από τα μέτρα περιλάμβανε τη μείωση κατά 5% της κρατικής κάλυψης φαρμακευτικών δαπανών το 2025, αυξάνοντας την πίεση σε ένα ήδη φορτισμένο κοινωνικό κλίμα.
Το κόστος δανεισμού της Γαλλίας σε σχέση με την Γερμανία που αποτελεί ακόμη την οικονομία αναφοράς της Ευρώπης, έχει αυξηθεί σημαντικά από τον Απρίλιο πριν δηλαδή τη διάλυση της Βουλής από τον Μακρόν, όταν η διαφορά στο spread ήταν 50 μονάδες βάσης. Η διαφορά αυτή λίγο πριν περάσει η πρόταση μομφής σκαρφάλωσε στις 90 μονάδες βάσης. Μετά την αποτυχία της γαλλικής κυβέρνησης να περάσει τον προϋπολογισμό, η διαφορά στο spread αναμένεται να φτάσει μέχρι και τις 140 μονάδες βάσης, ένα επίπεδο που παραπέμπει στην κρίση του ευρώ το 2011.
Αυτή η αύξηση του κόστους δανεισμού καθιστά τη Γαλλία όλο και λιγότερο ανταγωνιστική καθώς οι επενδυτές ενδέχεται να θεωρήσουν τον γαλλικό κρατικό δανεισμό πιο ριψοκίνδυνο σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης.
Επιπλέον, η Γαλλία εξακολουθεί να έχει υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, ο φόρος παραγωγής στις γαλλικές επιχειρήσεις είναι διπλάσιος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, το κόστος παραγωγής στη Γαλλία έχει αυξηθεί κατά 25% από το 2019.
Η δήλωση του Γάλλου Υπουργού Οικονομικών, Antoine Armand, ότι “η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα”, αντικατοπτρίζει την προσπάθεια να διαχωρίσει την οικονομική κατάσταση της Γαλλίας από εκείνη της Ελλάδας, υπογραμμίζοντας τη διαφοροποίηση στην παραγωγική βάση και τις δυνατότητες δανεισμού. Στη Γαλλία, το έλλειμμα φτάνει το 6% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν 15%. Επιπλέον, η Γαλλία μπορεί να δανειστεί από τις αγορές σε σχέση με την Ελλάδα, η οποία δεν μπορούσε.
Ωστόσο, υπάρχουν και ομοιότητες, όπως το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις άνοιξε η συζήτηση για την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης.
Αυτό το μέτρο, το οποίο ήταν και για τη Γαλλία μέρος των προσπαθειών δημοσιονομικής εξυγίανσης, θυμίζει τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης, όπου τα συνταξιοδοτικά ζητήματα ήταν επίσης στο επίκεντρο. Επιπλέον, τα μέτρα που περιλαμβάνει ο γαλλικός προϋπολογισμός, όπως η μείωση των κρατικών δαπανών και η αύξηση των φόρων, είναι σε μεγάλο βαθμό μέτρα λιτότητας ένα άτυπο μνημόνιο θα λέγαμε.
Η Γαλλία θα μπορούσε να αντλήσει σημαντικά διδάγματα από την Ελλάδα, η οποία, παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες που έχει περάσει τα τελευταία χρόνια, κατάφερε να εφαρμόσει πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας και να επιτύχει κάποια σταθερότητα.
Η διαφορά σήμερα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτουν εργαλεία που δεν υπήρχαν τότε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έλευση της πανδημίας και η σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, κάτι καινοτόμο για τα δεδομένα της συντηρητικής Ευρώπης.
Επίσης η διαφορά σήμερα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, για πρώτη φορά στην ιστορία της, ανέλαβε την πρωτοβουλία να αλλάξει τη νομισματική πολιτική πριν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες παραδοσιακά κινούνται πρώτες. Η ΕΕ προχώρησε πρώτη σε μείωση των επιτοκίων και σκοπεύει να προχωρήσει σε περισσότερες μειώσεις, ενώ οι ΗΠΑ είναι πιο συγκρατημένες. Αυτή η επιταχυνόμενη αντίδραση από την ΕΕ οφείλεται στο γεγονός ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει μεγαλύτερο κίνδυνο ύφεσης, γεγονός που την έκανε να προχωρήσει ταχύτερα σε ενέργειες για την ενίσχυση της οικονομίας.
Δημοσιεύτηκε αρχικά στο Capital.gr