Ο Σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ επιδίωξε την Κυριακή να ενισχύσει την υποστήριξη των συμμάχων του, μετά την απώλεια του ελέγχου του Χαλεπιού, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της χώρας. Το Χαλέπι έπεσε στα χέρια τζιχαντιστών και συμμαχικών οργανώσεων ανταρτών μετά από επίθεση που ξεκίνησε την περασμένη Τετάρτη, με πάνω από 410 νεκρούς μέχρι στιγμής, σύμφωνα με στοιχεία μιας ΜΚΟ.
Για πρώτη φορά από την αρχή του πολέμου στη Συρία την άνοιξη του 2011, το καθεστώς, που στηρίζεται από το Ιράν και τη Ρωσία, χάνει πλήρως τον έλεγχο αυτής της σημαντικής πόλης του βορρά, γεγονός που συνιστά βαριά ήττα.
Κατά τη συνάντησή του στη Δαμασκό με τον Ιρανό υπουργό Εξωτερικών Αμπάς Αραγτσί, ο Άσαντ, 59 ετών, υπογράμμισε τη «σημασία της υποστήριξης των συμμάχων και των φίλων» της κυβέρνησής του για «να αντιμετωπιστούν οι επιθέσεις τρομοκρατών υποστηριζόμενων από το εξωτερικό και να ματαιωθούν τα σχέδιά τους». Προηγουμένως, είχε δηλώσει ότι σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική ισχύ του για να «τσακίσει τους τρομοκράτες». Ο Αραγτσί χαρακτήρισε την κατάσταση «δύσκολη», αλλά εξέφρασε την πεποίθηση ότι η Δαμασκός θα υπερισχύσει.
Η Ρωσία ανακοίνωσε πως η αεροπορία της υποστηρίζει τον συριακό στρατό για να «απωθήσει» τους αντικαθεστωτικούς στις επαρχίες Ιντλίμπ, Χάμα και Χαλέπι. Το Ιράν επιβεβαίωσε τη «σθεναρή» υποστήριξή του στο καθεστώς.
Μετά τη Δαμασκό, ο Αραγτσί επισκέφθηκε την Άγκυρα, όπου σήμερα πρόκειται να συναντηθεί με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν και στη συνέχεια με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σύμφωνα με αξιωματούχους.
Το 2015, με την υποστήριξη της Ρωσίας και του Ιράν, η Δαμασκός είχε καταφέρει να ανακτήσει σταδιακά τον έλεγχο μεγάλου μέρους της χώρας, ενώ το 2016 είχε επανακτήσει τον πλήρη έλεγχο του Χαλεπιού. Ωστόσο, οι τωρινές μάχες, οι μεγαλύτερες από το 2020, εγείρουν ανησυχίες για αναζωπύρωση του πολέμου στη Συρία, που παραμένει διαιρεμένη σε ζώνες επιρροής υπό την υποστήριξη περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων.
Η επίθεση που ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα από τη Χαγιάτ Ταχρίρ ας Σαμ (ΧΤΣ), οργάνωση με δεσμούς με την Αλ Κάιντα, και άλλες αντάρτικες ομάδες υποστηριζόμενες από την Τουρκία, είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη δεκάδων κοινοτήτων στις επαρχίες Χαλεπιού, Ιντλίμπ και Χάμα. Το Σάββατο, οι μαχητές κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του Χαλεπιού, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η ΧΤΣ και οι σύμμαχοί της «ελέγχουν την πόλη του Χαλεπιού, με εξαίρεση συνοικίες υπό κουρδικό έλεγχο», ανέφερε ο Ράμι Άμπντελ Ραχμάν, διευθυντής της ΜΚΟ, προσθέτοντας ότι για πρώτη φορά από το 2011 το Χαλέπι βρίσκεται εκτός ελέγχου του καθεστώτος. Η ΜΚΟ ανέφερε 412 θανάτους, εκ των οποίων 214 τζιχαντιστές και αντάρτες, 137 κυβερνητικοί και παραστρατιωτικοί, και 61 άμαχοι.
Αν δεν υπάρξει γρήγορη αντεπίθεση ή πρόσθετη υποστήριξη από τη Ρωσία και το Ιράν, η ανάκτηση του Χαλεπιού θεωρείται απίθανη, σύμφωνα με τον Άρον Λουντ του κέντρου μελετών Century International. Ο συριακός στρατός επιβεβαίωσε ότι αντικαθεστωτικοί κατέχουν «μεγάλα τμήματα» του Χαλεπιού και αναφέρθηκε σε «δεκάδες απώλειες» στις τάξεις του.
Ρωσικά και συριακά αεροσκάφη βομβάρδισαν το Χαλέπι και άλλες περιοχές, προκαλώντας δεκάδες θανάτους. Τα «Λευκά Κράνη» ανέφεραν τουλάχιστον 25 άμαχους νεκρούς σε βομβαρδισμούς.
Παράλληλα, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ζήτησαν «αποκλιμάκωση» και επείγουσα «πολιτική λύση».
Την ίδια ώρα, αντάρτες προσκείμενοι στην Τουρκία κατέλαβαν την πόλη Ταλ Ριφάατ από κουρδικές δυνάμεις, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο. Η Άγκυρα δήλωσε ότι υποστηρίζει προσπάθειες για μείωση της έντασης.
Ο πόλεμος στη Συρία, που ξεκίνησε την άνοιξη του 2011, έχει προκαλέσει πάνω από μισό εκατομμύριο θανάτους και εκατομμύρια πρόσφυγες και εκτοπισμένους.