Ο Μανώλης Μπαλτάς Διευθύνων Σύμβουλος της ReDePlan ΑΕ και επιστημονικός συνεργάτης της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος (Κ.Ε.Ε.Ε.) μιλά στην ηλεκτρονική εφημερίδα των «Attica Times» και την Οικονομική Αναλύτρια Δάφνη Γρηγοριάδη για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα στον τομέα του χωροταξικού σχεδιασμού, με ιδιαίτερη έμφαση στα βιομηχανικά πάρκα. Παράλληλα, αναφέρεται στην πρόταση του για το “ανοιχτό σχολείο” που κατέθεσε το 2002 στη θέση τότε του Δ/ντα Σύμβουλου του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της επανεξέτασης της εκπαιδευτικής υποδομής εν μέσω του ραγδαίου ψηφιακού μετασχηματισμού και στην Εκπαίδευση.
Δάφνη Γρηγοριάδη (Οικονομική Αναλύτρια, AtticaTimes): Κύριε Μπαλτά, ποιες είναι οι προκλήσεις στο χωροταξικό σχεδιασμό σήμερα και ιδίως με τα βιομηχανικά πάρκα τι γίνεται;
Μανώλης Μπαλτάς: Αν κοιτάξετε όλες τις αποφάσεις και εξαγγελίες της τελευταίας δεκαετίας, θα παρατηρήσετε μια γενική ομοφωνία. Υπάρχει κοινή γραμμή από κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, αυτοδιοίκηση και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς. Στην πράξη όμως προχωράμε πολύ πιο αργά. Σύμφωνα με μελέτη που εκπονήσαμε τον Αύγουστο του 2023 για λογαριασμό της διαΝΕΟσις, απαιτούνται 20 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, μόνο, για να συγχρηματοδοτήσουμε ένα 20ετές πρόγραμμα, το οποίο θα μπορούσε να δημιουργήσει 73 επιχειρηματικά πάρκα για να λυθεί το πρόγραμμα της οργανωμένης χωροθέτησης των επιχειρήσεων στη χώρα άπαξ και δια παντός , με προτεραιότητα την οργάνωση των Άτυπων Βιομηχανικών Συγκεντρώσεων στη βιομηχανία και τα logistics. Αυτό προκύπτει με τη παραδοχή ότι το κράτος βάζει το 40% της συνολικής δαπάνης και το υπόλοιπο θα προέλθει από δανειακούς ή ιδιωτικούς πόρους των ενδιαφερομένων επενδυτών και επιχειρήσεων.
Η Αττική και η Βοιωτία συνεισφέρουν το 47% του βιομηχανικού ΑΕΠ της χώρας. Παρ όλα αυτά διαθέτουν το 2.5% της εθνικά διαθέσιμης πολεοδομημένης βιομηχανικής γης. Το γεγονός αυτό καθιστά την οργάνωση των βιομηχανικών συγκεντρώσεων επιτακτική ανάγκη. Αυτή τη στιγμή έχουμε περίπου 40 άτυπες συγκεντρώσεις βιομηχανιών σε όλη την Ελλάδα, οι οποίες λειτουργούν χωρίς ενιαία διαχείριση και χωρίς την απαραίτητη περιβαλλοντική μέριμνα. Οι άτυπες συγκεντρώσεις συχνά δεν πληρούν τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές, γεγονός που προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής και στο περιβάλλον και σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων , στη προσπάθεια τους για πράσινη μετάβαση και εκπλήρωση των απαιτήσεων του ESG. Η οργανωμένη χωροθέτηση των επιχειρήσεων στη χώρα, για να γίνει πραγματικότητα απαιτεί στιβαρό κυβερνητικό σχέδιο, πόρους και πολύ καλύτερη νομοθεσία.
Δάφνη Γρηγοριάδη: Ποια εμπόδια υπάρχουν σήμερα στην δημιουργία επιχειρηματικών πάρκων;
Μανώλης Μπαλτάς: Εκτός από τη γενναία χρηματοδότηση που λείπει αξίζει να επισημανθεί ότι η διαδικασία αδειοδότησης ενός επιχειρηματικού πάρκου μπορεί να διαρκέσει ακόμη και πέντε ή και περισσότερα χρόνια. Πρόκειται για επένδυση και για ευνόητους λόγους η διαδικασία θα έπρεπε να ολοκληρώνεται σε 18 μήνες το πολύ και αυτό μπορεί να γίνει. Η ΚΕΕΕ έχει κάνει προτάσεις. Θα μπορούσε για παράδειγμα το επιχειρηματικό πάρκο να αδειοδοτείται σε δύο στάδια. Μια προέγκριση από το κράτος για θέματα που άπτονται στις αρμοδιότητες του κεντρικού πυρήνα εξουσίας και όλα τα άλλα ( έλεγχος τεχνικών μελετών κλπ.) να περάσουν σε ιδιωτικούς φορείς για να ολοκληρώνεται ταχύτατα η διαδικασία.
Δάφνη Γρηγοριάδη: Να περάσουμε σε ένα διαφορετικό άλλα πολύ ενδιαφέρον θέμα. Ακούσαμε πρόσφατα την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με το ψηφιακό σχολείο. Εσείς έχετε ασχοληθεί με παρόμοια θέματα ως Δ/νων Σύμβουλος στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων . Το 2002 καταθέσατε τη πρότασή σας για το “Ανοιχτό Σχολείο”. Τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα με τις σχολικές υποδομές και ποιες είναι οι προκλήσεις που ανακύπτουν;
Μανώλης Μπαλτάς: Πράγματι, είχα την ευκαιρία να υπηρετήσω στον Οργανισμό Σχολικών Κτιρίων για επτάμιση χρόνια και να παρακολουθήσω από κοντά τις ανάγκες της χώρας και να οργανώσω μαζί με τους συνεργάτες μου ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ανάπτυξης και αναβάθμισης των σχολικών υποδομών. Το 2002 η χώρα μόλις είχε βγει από τον σεισμό της Αττικής το 1999, και είχε ολοκληρώσει το πρόγραμμα αποκατάστασης 437 κτιρίων που είχαν υποστεί ζημιές. Εκείνη την εποχή, συμμετέχοντας στα διεθνή forum του ΟΟΣΑ για να αντλήσουμε εμπειρία από διεθνή πρότυπα διαχείρισης κρίσεων στο σχολικό χώρο, διαπιστώσαμε ότι ο παγκόσμιος οργανισμός ανάπτυξης είχε από τότε αναγνωρίσει ότι η τεχνολογία θα άλλαζε ριζικά το εκπαιδευτικό τοπίο. Η παραδοσιακή μορφή διδασκαλίας του “δασκαλοκεντρισμού” θα έδινε τη σκυτάλη σε άλλες εκπαιδευτικές μεθοδολογίες , καθώς οι νέες τεχνολογίες θα προσέφεραν εναλλακτικούς τρόπους μάθησης.
Είναι η εποχή όπου ο ΟΟΣΑ μιλάει για τον κίνδυνο και την απειλή αποσύνθεσης της κοινωνικότητας στη μαθητική κοινότητα και τη νέα γενιά ενώ πραγματοποιούνται εντατικές συζητήσεις για τα τρία πιθανά σενάρια εξέλιξης του σχολικού χώρου: Το σενάριο του deschooling δηλαδή ο “θάνατος” του σχολείου ως φυσικού χώρου, το status quo δηλαδή η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, και το reschooling, που προέβλεπε τον ανασχεδιασμό του σχολείου.
Έτσι μπήκε στη ζωή των προηγμένων χωρών η πρόταση του “Ανοιχτού Σχολείου” ( Community Center- Κοινοτικό κέντρο). Ένα μοντέλο που αποσκοπούσε στην διευρυμένη χρήση του σχολικού χώρου από τις τοπικές κοινότητες και τους θεσμούς τους, παράλληλα με την δημιουργία προϋποθέσεων που θα συνεισέφεραν στην διατήρηση της ανάγκης για κοινωνικοποίηση της μαθητικής κοινότητας. Προϋποθέσεων που είχαν ως σκοπό και προτεραιότητα την επαναφορά των μαθημάτων που εκ της φύσεως τους δημιουργούν την ανάγκη της συλλογικότητας και της συνύπαρξης. Έτσι άρχισαν τα χειροτεχνικά μαθήματα στην Φιλανδία να μπαίνουν ξανά στην εκπαιδευτική ατζέντα και η γυμναστική να παίρνει προτεραιότητα. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό μοντέλο κτιριακής υποδομής που το είδα με τα μάτια μου στην Πορτογαλία και έμεινα έκθαμβος.
Δάφνη Γρηγοριάδη: Πώς μπορεί η μετατροπή των σχολείων σε κοινοτικά κέντρα και η χρήση νέων τεχνολογιών να βοηθήσουν στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής;
Βλέποντας την αποξένωση που δημιουργείται στην κοινωνία και στις γειτονιές Αλλά και ιχνηλατώντας τα νέα συμπεριφορικά μοντέλα που καταγράφονται στην μαθητική κοινότητα έστω και μειοψηφικά το ανοιχτό σχολείο – κτήριο , ως ιδανικό σημείο συγκέντρωσης και από άποψη γεωγραφικού πόλου σε μια γειτονιά , είναι από μόνο του ένα εργαλείο συνδρομής στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής αλλά και χώρος σύμπλευσης και συνεύρεσης των γενεών που από μόνος του δημιουργεί συνεκτικά πρότυπα και διδάσκει στις νέες γενιές τις αξίες της συνύπαρξης και της αλληλεγγύης.
Τα υπάρχοντα σχολεία ή μέρος αυτών για να μετασχηματιστούν σε κοινοτικά κέντρα αρκούν κάποιες ελάχιστες τεχνικές και τεχνολογικές αλλαγές σε δομικά στοιχεία και δίκτυα , αυστηρά στον ισόγειο χώρο. Σκοπός είναι η δημιουργία χώρων για διάφορες λειτουργίες όπως πρόνοια, τέχνη, πολιτισμός, άθλησή, κατάρτιση, βιβλιοθήκη, ίντερνετ καφέ κλπ., δηλαδή χώροι πολλαπλών κοινωνικών δραστηριοτήτων ανοιχτοί στους πολίτες και στους μαθητές, εις τρόπον ώστε να εμπεδώνεται η συνείδηση ότι το σχολείο είναι δικό τους και αποδίδεται στους ίδιους και ως χώρος αναψυχής και διασκέδασης για το μαθητή και την κοινωνία, καθώς λειτουργεί όλες τις ώρες και μετά το ωράριο εργασίας , για να αντιμετωπίσει σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες.
Αυτό λοιπόν το κοινωνικό ρεύμα το οποίο ήταν πρωτίστως παιδαγωγικό και δευτερευόντως κοινωνικό ήταν η πρόκληση του 2.000 για τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης. Σήμερα που ο Υπ. Παιδείας κος Πιερρακάκης μιλάει για το ψηφιακό σχολείο η τότε τεχνολογική απειλή είναι πλέον πραγματικότητα. Νομίζω ότι είναι αναγκαιότητα να μελετήσουμε και να υλοποιήσουμε μία πιλοτική εφαρμογή για να δούμε πως θα λειτουργήσει. Σημαντικός είναι και ο οικονομικός παράγοντας που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Καθώς το κόστος κατασκευής ενός σχολικού κτιρίου ανέρχεται τουλάχιστον σε 5 εκατομμύρια ευρώ είναι καλό να αυξήσουμε την πολυχρηστικότητα του και το εύρος των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σ αυτό.
Δάφνη Γρηγοριάδη: Με το βλέμμα στο μέλλον τι αλλαγές βλέπετε να έρχονται;
Μανώλης Μπαλτάς: Μέχρι το 2050, το 1/3 από τα 17.000 σχολικά κτίρια της χώρας θα πρέπει να κλείσουν, λόγω του δημογραφικού προβλήματος της χώρας μας. Αυτά τα 5.500 κτίρια είτε θα πρέπει από τώρα και σταδιακά, βασει προγράμματος μακράς πνοής να αξιοποιηθούν για κοινωνικούς σκοπούς για να μην καταλήξουν να γίνουν “κουφάρια”, βαρίδια για την τοπική αυτοδιοίκηση και τις γειτονιές.