Ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτήρισε την απόφαση του δικαστή Χουάν Μέρτσαν να τον καταδικάσει στις 10 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες πριν από την ορκωμοσία του, ως «παράνομη πολιτική επίθεση που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια στημένη παρωδία».
Η υπόθεση, η οποία αφορά την πληρωμή 130.000 δολαρίων – τη γνωστή «πληρωμή απόσπασης χρημάτων (hush money)» που ο δικηγόρος του, Μάικλ Κόεν, έκανε στην πρωταγωνίστρια ταινιών ενηλίκων Στόρμι Ντάνιελς λίγο πριν τις εκλογές του 2016, οδήγησε στην καταδίκη του Τραμπ στη Νέα Υόρκη.
Σε ανάρτησή του στο Truth Social, ο Τραμπ επιμένει ότι πρόκειται για μια «ανύπαρκτη υπόθεση» που έχει ήδη παραγραφεί τόσο νομικά όσο και ουσιαστικά. Επιπλέον, επιτίθεται ευθέως στον δικαστή, τον οποίο αποκαλεί «ριζοσπάστη κομματικό», κατηγορώντας τον ότι «μόλις εξέδωσε άλλη μια απόφαση που είναι εν γνώσει του παράνομη, αντιβαίνει στο Σύνταγμά μας και αν ισχύσει, θα είναι το τέλος της Προεδρίας όπως την ξέρουμε».
Ο Τραμπ συνεχίζει, λέγοντας ότι ο δικαστής «σέβεται τόσο λίγο το Σύνταγμα που διατηρεί σε ισχύ μια παράνομη εντολή φίμωσης για μένα, τον Πρόεδρό σας και εκλεγμένο Πρόεδρο, μόνο και μόνο για να μην μπορέσω να αποκαλύψω τις αποκλειστικές και παράνομες συγκρούσεις του ιδίου και της οικογένειάς του». Ολοκληρώνει την ανάρτησή του υποστηρίζοντας πως είναι «ο μόνος πολιτικός αντίπαλος στην αμερικανική ιστορία που δεν μου επιτρέπεται να υπερασπιστώ τον εαυτό μου».
Τον Μάιο, ο Τραμπ έγινε ο πρώτος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ που καταδικάστηκε για εγκλήματα, όταν ένορκοι τον έκριναν ένοχο στην υπόθεση της Νέας Υόρκης. Παρότι η καταδίκη καθυστέρησε λόγω της προεκλογικής του εκστρατείας, τον Νοέμβριο έγινε το πρώτο άτομο που ψηφίστηκε στον Λευκό Οίκο μετά από ποινική καταδίκη.
Ο δικαστής Μέρτσαν σημείωσε ότι ο Τραμπ δεν θα εκτίσει ποινή φυλάκισης, μια απόφαση με την οποία συμφώνησαν οι εισαγγελείς. Επίσης, διευκρίνισε ότι ο Τραμπ μπορεί να παραστεί στη διαδικασία εικονικά, εφόσον το επιθυμεί. Στην απόφασή του ανέφερε: «Φαίνεται σκόπιμο να γίνει γνωστή η πρόθεση του δικαστηρίου να μην επιβάλει καμία ποινή φυλάκισης, παρά το ότι κάτι τέτοιο επιτρέπεται από την καταδικαστική απόφαση, καθώς οι εισαγγελείς δεν θεωρούν πλέον τη φυλάκιση ως εφικτή επιλογή».