O Χρήστος Σούλης, στέλεχος της EBURY Partners και ένα από τα πιο έμπειρα στελέχη στην διαχείριση του συναλλαγματικού κινδύνου στην ελληνική αγορά, απαντά σε καίρια ερωτήματα για την παγκόσμια αγορά, το συνάλλαγμα, την πορεία της ευρωπαϊκής αλλά και της ελληνικής αγοράς σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Attica Times» και την Οικονομική Αναλύτρια Δάφνη Γρηγοριάδη.
Πως νομίζετε ότι η αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ επηρεάζει το παγκόσμιο εμπόριο;
Οι σταθερές σε συνέπεια & διάρκεια εξαγγελίες Τράμπ για έναν πλήρη επαναπροσδιορισμό των δεδομένων στο παγκόσμιο εμπόριο και εν συνεχεία η υλοποίηση των μέτρων αυτών, αποτελούν μια προεκλογική δέσμευση που όλοι γνωρίζαμε καιρό τώρα και που βασικό στόχο έχει την αναβίωση των δασμών, ως ένα βασικό εργαλείο της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, ώστε να ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία και να ισοσκελίσει τις εμπορικές ανισορροπίες που εντοπίζουν στην οικονομία τους, την ίδια στιγμή που οι δασμοί θα ενισχύσουν και θα αυξήσουν τα έσοδα στον εθνικό προϋπολογισμό, βοηθώντας σημαντικά να υλοποιηθούν οι υποσχέσεις Τραμπ για φοροελαφρύνσεις. Δεν πρέπει επίσης να υποτιμούμε το γεγονός ότι αυτή η αυστηρή εμπορική πολιτική αποτελεί ένα αιχμηρό διαπραγματευτικό εργαλείο στη διεθνή διπλωματία για την νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ, που ήδη φαίνεται να αποδίδει καρπούς, όπως πρόσφατα στην περίπτωση της Κολομβίας. Έως και σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόζουν ήδη δασμούς σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων από τρίτες χώρες, ωστόσο πλέον μιλάμε για μια πιο γενικευμένη επιβολή, με περισσότερους αποδέκτες, το οποίο αναμφίβολα σηματοδοτεί πυρηνικές αλλαγές στην εμπορική πολιτική της Αμερικής, που επηρεάζει στο σύνολο του παγκόσμιου εμπορίου. Σημαντικό παράδειγμα για να καταλάβουμε την επίδραση που θα έχουν αυτά τα μέτρα, είναι η επίσημη έκθεση του εμπορικού αντιπροσώπου των ΗΠΑ, βάσει της οποίας το 95% των βιομηχανικών προϊόντων που εισάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έναν μέσο εμπορικό δασμό της τάξης του 2% , με τα μισά από αυτά να εισέρχονται στην αμερικανική αγορά χωρίς δασμούς και που μας κάνει να πιστεύουμε ότι η νέα οικονομική κατεύθυνση θα αλλάξει την κατάσταση δραματικά.
Είναι βασικό να γνωρίζουμε, ότι η πολιτική των δασμών για τις ΗΠΑ δεν είναι εφεύρεση Τράμπ, αλλά τουναντίον, αποτέλεσε βασικό κορμό των αμερικανών από τις αρχές του 20ου αιώνα και απλά αναβίωσε ξανά κατά την διάρκεια της πρώτης θητείας Τράμπ 17-21.
Περαιτέρω επιπτώσεις που δημιουργεί αυτό το νέο στρατηγικό εργαλείο Τράμπ, έρχονται από τις εκτιμήσεις μεγάλων οικονομικών οίκων, που προβλέπουν απώλεια μισής μονάδας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της Ευρώπης σε ετήσια βάση και μια νέα παρατεταμένη ύφεση στην ήδη προβληματική εικόνα της Γερμανική οικονομίας, που είναι η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας, άρα αντιλαμβανόμαστε τις ευρύτερες συνέπειες . Παρατηρούμε επίσης ότι αυτή η στρατηγική επηρεάζει την σχέση με παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ όπως ο Καναδάς και η Ινδία, που τα τελευταία χρόνια είχαν σημαντική αναβάθμιση στις γεωστρατηγικές τους σχέσεις και τώρα μπαίνουν και αυτές στο πλαίσιο αυτού που χαρακτηρίζω ως πλήρη επαναπροσδιορισμό των δεδομένων που έως σήμερα γνωρίζαμε στο παγκόσμιο εμπόριο.
Μιλάμε ότι κάθε μέρα είναι μια πραγματική νέα μέρα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον ανισόρροπο, τεταμένο και επισφαλές για τις αγορές.
Ποιες είναι οι προσδοκίες στις αγορές συναλλάγματος και πως αυτό επηρεάζει το ελληνικό εμπόριο;
Οι αγορές συναλλάγματος τους τελευταίους μήνες είχαν και έχουν ένα μοναδικό σημείο αναφοράς που καθορίζει την εξέλιξη των νομισμάτων και κυρίως τη σχέση ευρώ-δολάριο που αποτελεί το βασικό ζεύγος συναλλαγών στο παγκόσμιο εμπόριο. Αυτό το σημείο αναφοράς είναι η εκλογή Τράμπ, το πριν και το μετά αυτής της εκλογικής διαδικασίας. Το ευρώ όπως ήταν αναμενόμενο πιέζεται αρκετά και το ενδεχόμενο αύξησης του πληθωρισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε συνδυασμό πάντα με τις αποκλίνουσες έως τώρα νομισματικές πολιτικές της FED – Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας και της ECB – Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σηματοδοτεί εξελίξεις για ενδεχομένως ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις για το ευρώ. Και αυτό γιατί συμβαίνει; Διότι μια πιθανή αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ που θα είναι αποτέλεσμα των υψηλών δασμών, που με την σειρά τους θα έχουν ως συνέπεια την αύξηση των τιμών στα αγαθά, λόγω υψηλότερου κόστους εισαγωγής, θα ωθήσει την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα σε μια συντήρηση των υψηλών επιτοκίων ή και αύξηση, κάτι που ως λογική λειτουργεί ανοδικά για το δολάριο.
Πολλοί ρωτούν εύλογα. Μα ο Τράμπ δεν θέλει αδύναμο δολάριο για να ενισχύσει την εξαγωγική δραστηριότητα των ΗΠΑ; Πράγματι είναι εύλογο και έχει βάση ως ερώτημα, ωστόσο η πολιτική των δασμών στις εισαγωγές και η μείωση των φόρων έχουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα και το βλέπουμε καθημερινά στην πορεία του δολαρίου.
Επιπλέον, η κρίση στην Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση, αλλά και η ευρύτερη αβεβαιότητα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, επηρεάζει θετικά το δολάριο , καθότι είναι ένα από τα βασικά, αν όχι το βασικότερο ασφαλές καταφύγιο των επενδυτών.
Περαιτέρω προβλέψεις είναι δύσκολο να κάνει κανείς τη δεδομένη στιγμή, αλλά μέχρι στιγμής η τάση δείχνει ένα διαρκώς ενισχυμένο και ισχυρό δολάριο έναντι των υπόλοιπων νομισμάτων και σε ό,τι αφορά το εγχώριο ελληνικό επιχειρείν και τους εισαγωγείς εμπόρους που διακανονίζονται σε δολάρια, η αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου που είναι στο ”κόκκινο” μέσω στρατηγικών hedging είναι επιβεβλημένη, για να μπορούν να ισορροπήσουν στα δεδομένα μιας χαοτικής αβεβαιότητας.
Η Ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να ανταποκριθεί στις εμπορικές προκλήσεις της εποχής μας;
Η Ευρώπη θεωρώ ότι βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, ωστόσο δυστυχώς πιστεύω ότι δεν έχει βρει ακόμα τις απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα για το πως θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις μιας εμπορικής και οικονομικής κατάστασης που την βρίσκει ευάλωτη.
Η χρονιά που πέρασε και η χρονιά που έχει έρθει δεν έχει αλλάξει τα βασικά κακώς κείμενα που δεν είναι άλλα από την έντονη προβληματική εικόνα που παρουσιάζουν οι δυο μεγαλύτερες σε όρους ΑΕΠ οικονομίες της Ευρώπης, Γερμανία & Γαλλία, οι οποίες βρίσκονται αμφότερες σε μια πολιτική και οικονομική αστάθεια. Επικεντρώνομαι κυρίως στις δύο μεγάλες αυτές χώρες, χωρίς να ακυρώνω την ευρύτερη προβληματική εικόνα των περισσότερων χωρών, και αυτό διότι χωρίς ισχυρές Γερμανία & Γαλλία, καμία μεταβολή της επικρατούσας κατάστασης στην Ευρώπη δεν θα υπάρξει.
Στις δυο αυτές χώρες εντοπίζουμε διαφορετικής φύσης προβλήματα, αλλά οι προκλήσεις είναι σαφώς κοινές.
Από την μια η Γερμανία αντιμετωπίζει σοβαρή επιβράδυνση της οικονομίας της με μια συνεχιζόμενη ύφεση που έχουμε να δούμε από την εποχή τη συνένωσης Δυτικής & Ανατολικής Γερμανίας και αυτό λόγω υποεπενδύσεων και αρκετά αυστηρών δημοσιονομικών πολιτικών, αλλά και της ενεργειακής κρίσης που αύξησε το κόστος παραγωγής και ώθησε Γερμανικές επιχειρήσεις να βρουν ”λιμάνι” σε πιο φιλικές χώρες για παραγωγή όπως πχ η Κίνα, και από την άλλη η Γαλλία είναι αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 6.1% του ΑΕΠ της, με το χρέος να ανέρχεται πάνω από το 110% του ΑΕΠ της.
Παρατηρούμε λοιπόν μια παρατεταμένη, συνεχή ύφεση και αν μου επιτρέπεται την έκφραση, μια παρακμή χωρίς ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στον πυρήνα του προβλήματος, που είναι η ασθενής ανάπτυξη στο τώρα, που δημιουργεί συνθήκες για ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους στο μέλλον.
Χρειάζεται βούληση για ένα δυναμικό restart που θα δώσει απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα και τις προκλήσεις , για δημιουργία αναπτυξιακών μοντέλων για την τόνωση της αγοράς άμεσα. Μια καλή πυξίδα είναι η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι που μιλάει για περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις, περισσότερη καινοτομία, ενίσχυση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, και ταχύτερη λήψη αποφάσεων.
Εύχομαι πραγματικά, αυτή η έκθεση να μην μείνει κλεισμένη σε κάποιο συρτάρι γραφειοκράτη των Βρυξελλών, γιατί από μόνη της δίνει τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε για ένα αναγκαίο restart της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Πως θα χαρακτηρίζατε την ελληνική οικονομία, ποια είναι τα δυνατά και αδύνατα σημεία της;
Αν σκεφτεί κανείς που βρισκόταν η ελληνική οικονομία την προηγούμενη δεκαετία και που βρίσκεται σήμερα και κάτω από ποιες προκλήσεις διεθνώς, νομίζω ότι δημιουργεί μια ικανοποίηση, αλλά και αισιοδοξία για την περαιτέρω πορεία της.
Είναι σαφές, και αυτό μέσα από μετρήσιμα και απτά αποτελέσματα, ότι τα δημοσιονομικά της χώρας έχουν μπει σε μια τάξη, το τραπεζικό σύστημα είναι αρκετά πιο ισορροπημένο, η χώρα παρουσιάζει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κόντρα στο κύμα του παγκόσμιου κλίματος ύφεσης και αβεβαιότητας, ενώ ταυτόχρονα έχει δημιουργηθεί ένα πλαίσιο ανθεκτικότητας της εθνικής οικονομίας με συνθήκες σταθερότητας που ευνοεί τις επενδυτικές προσδοκίες.
Πολύ σημαντικό παράγοντα στην ανοικοδόμηση της ελληνικής οικονομίας παίζει χωρίς καμία αμφιβολία και ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που προσφέρει όχι μόνο βοήθεια αλλά και την δυνατότητα να κεφαλαιοποιηθούν οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί για επενδύσεις και ανάπτυξη.
Προς θεού όμως, όλα αυτά δεν τα λέμε για να εφησυχάζουμε, ούτε για να χειροκροτάμε και να λέμε τι ωραία που πάνε τα πράγματα. Θεωρώ προσωπικά ότι πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα για να μεταμορφωθεί η ελληνική οικονομία σε μια οικονομία εκσυγχρονισμένη, μεταρρυθμιστική, μακριά από παθογένειες που την έφτασαν στο τέλμα, και που αυτές οι παθογένειες; υπάρχουν ακόμα.
Το ότι πάμε καλά δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης δεν είναι ακόμα εκεί έξω και παραμονεύει, ούτε όμως ότι δεν μπορούμε να πάμε ακόμα καλύτερα και πιο γρήγορα σε μια νέα εποχή που εξελίσσεται και αναβαθμίζεται και οφείλουμε να την ακολουθούμε.
Ο εκσυγχρονισμός πρέπει να επικεντρωθεί απόλυτα, οριζόντια και κάθετα σε συνθήκες παραγωγικών υποδομών και ανάπτυξης. Σαφώς και οι κοινωνικές πολιτικές ενίσχυσης των ευάλωτων σε μια κοινωνία πρέπει να είναι προτεραιότητα , όμως η οικονομία δεν θα πρέπει επ ουδενί να εξαρτηθεί στην παροχή χρημάτων χωρίς αντίκρισμα. Πρέπει να έχουμε ένα αυστηρό πλαίσιο που θα επικεντρώνεται στην τόνωση του επιχειρείν, της ανάπτυξης και σε όλο το φάσμα των επιχειρήσεων, δηλαδή και στις λεγόμενες μικρομεσαίες αλλά και στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Το συμπέρασμα είναι λοιπόν ότι πράγματι πάει καλά η ελληνική οικονομία, πετυχαίνοντας καθημερινά μικρά θαύματα, αλλά δεν επιτρέπεται ο εφησυχασμός από κανέναν μας, σε ένα ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον που μεταβάλλεται διαρκώς.