61η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια 2025: Αντιπαραθέσεις και γεωπολιτικές προκλήσεις
Η 61η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια (MSC) πραγματοποιήθηκε από τις 14 έως τις 16 Φεβρουαρίου 2025 στο Μόναχο της Γερμανίας, συγκεντρώνοντας περισσότερους από 450 ανώτατους αξιωματούχους, μεταξύ των οποίων αρχηγοί κρατών, υπουργοί, εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών, επιχειρηματικοί ηγέτες, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι. Το MSC, ως το κορυφαίο διεθνές φόρουμ για τη συζήτηση θεμάτων ασφάλειας, επικεντρώθηκε στις σύγχρονες γεωπολιτικές προκλήσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στις σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης, τη ρωσο-ουκρανική κρίση και τις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διχασμός μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης
Η Διάσκεψη σηματοδοτήθηκε από έντονες αντιπαραθέσεις σχετικά με τη στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στους Ευρωπαίους συμμάχους της. Ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Ντ. Βανς, επέκρινε ευθέως τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, καταδικάζοντας τους περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, της θρησκείας και της έκφρασης, καθώς και τη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος. Υποστήριξε ότι οι μεγαλύτερες απειλές για την Ευρώπη προέρχονται από το εσωτερικό της, παρά από τη Ρωσία, καλώντας σε μια πιο ανοιχτή προσέγγιση απέναντι σε ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις.
Η ομιλία του Βανς χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ιδεολογική επίθεση προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, παραμερίζοντας ουσιαστικές συζητήσεις για θέματα ασφάλειας, εμπορίου και οικονομίας. Σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης των εντυπώσεων, ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ τόνισε τη σημασία του ΝΑΤΟ για τις ΗΠΑ και διαβεβαίωσε για τη συνεχιζόμενη υποστήριξη προς την Ουκρανία, ακόμη και σε περίπτωση μελλοντικής ρωσικής επιθετικότητας.
Πολιτική αντιπαράθεση στη Γερμανία
Μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες στιγμές της Διάσκεψης ήταν η συνάντηση του Βανς με την ηγέτιδα του γερμανικού ακροδεξιού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD), Άλις Βάιντελ. Αυτή η συνάντηση ερμηνεύθηκε ως η πιο σημαντική έκφραση πολιτικής υποστήριξης της κυβέρνησης Τραμπ προς το AfD, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στη Γερμανία. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς κατηγόρησε τον Βανς για παρέμβαση στη γερμανική δημοκρατία και στις επικείμενες εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, ενώ ο ηγέτης του CDU, Φρίντριχ Μερτς, συμμερίστηκε την καταδίκη του.
Η ευρωπαϊκή στάση απέναντι στη ρωσο-ουκρανική κρίση
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξέφρασαν την αντίθεσή τους στις διμερείς συνομιλίες μεταξύ Τραμπ και Πούτιν για το μέλλον της Ουκρανίας χωρίς την παρουσία των ευρωπαϊκών χωρών και της ίδιας της Ουκρανίας. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεσμεύθηκε να επιταχύνει τη διαδικασία ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ, ενώ ο Φρίντριχ Μερτς υποστήριξε την αποστολή πυραύλων κρουζ Taurus στην Ουκρανία. Παράλληλα, η Δανή πρωθυπουργός Μέτε Φρεντέρικσεν υπογράμμισε ότι η Ευρώπη πρέπει να στοχεύσει στη νίκη της Ουκρανίας στον πόλεμο, ενώ ο Φινλανδός πρόεδρος Αλεξάντερ Στουμπ τόνισε ότι η Ρωσία δεν μπορεί να διαδραματίζει ρόλο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Η πρόταση Ζελένσκι για ευρωπαϊκό-ουκρανικό στρατό
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, απηύθυνε έκκληση για τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού-ουκρανικού στρατού, υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη και η Ουκρανία πρέπει να συνεργαστούν στενότερα για την αντιμετώπιση της ρωσικής απειλής. Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον αποκλεισμό της Ουκρανίας από τις συνομιλίες Τραμπ-Πούτιν και κατήγγειλε τη συνεχιζόμενη στρατιωτική ενίσχυση της Ρωσίας. Παρότι η ομιλία του Ζελένσκι καταχειροκροτήθηκε, η πρότασή του για κοινή στρατιωτική δύναμη δεν βρήκε άμεση ανταπόκριση.
Συμπεράσματα: Ένα διχασμένο διατλαντικό τοπίο
Η 61η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια κατέδειξε τις βαθιές διαιρέσεις μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης υπό τον Ντόναλντ Τραμπ και των Ευρωπαίων συμμάχων της. Η σύγκρουση απόψεων κυριάρχησε στις συζητήσεις, επισκιάζοντας την προσπάθεια εξεύρεσης κοινού εδάφους. Η ρητορική του Βανς αποτύπωσε τη μαχητική διάθεση της Ουάσιγκτον, ενώ οι ευρωπαϊκές ηγεσίες επιχείρησαν να διατηρήσουν τη συνοχή της διατλαντικής συνεργασίας.
Οι διαβουλεύσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες αναμένεται να καθορίσουν το μέλλον των αμερικανοευρωπαϊκών σχέσεων, με την ανάγκη για συμβιβασμό να είναι πιο επιτακτική από ποτέ, ιδιαίτερα ενόψει των κρίσιμων εξελίξεων στον πόλεμο στην Ουκρανία και τις επικείμενες πολιτικές ανακατατάξεις στη Γερμανία.