Όπως είχαν αναφέρει και οι Attica Times, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απηύθυνε την πρώτη του ομιλία ενώπιον των δύο σωμάτων του Κογκρέσου μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο.
Με θερμό χειροκρότημα και μια μικρή καθυστέρηση, μπήκε στην αίθουσα, ξεκινώντας την ομιλία του με τη φράση «Η Αμερική επέστρεψε». Δήλωσε ότι η χώρα βρίσκεται στο κατώφλι μιας επιστροφής που δεν έχει ξαναδεί ο κόσμος και ίσως δεν θα ξαναδεί ποτέ.
Ο Τραμπ αποκάλυψε ότι έλαβε επιστολή από τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στην οποία εκφράζεται η πρόθεση της Ουκρανίας να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και να προχωρήσει σε συμφωνία με την Ουάσιγκτον για τον ουκρανικό ορυκτό πλούτο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η επιστολή ανέφερε: «Η Ουκρανία είναι έτοιμη να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το συντομότερο δυνατό για να φέρουμε πιο κοντά τη διαρκή ειρήνη. Κανείς δεν θέλει την ειρήνη περισσότερο από την Ουκρανία».
Μεταξύ των παρευρισκομένων στην αίθουσα ήταν και ο στενός του σύμβουλος, Έλον Μασκ. Ο 78χρονος Ρεπουμπλικανός ηγέτης υπογράμμισε ότι «μόλις ξεκίνησε» το σχέδιό του για την αναμόρφωση της χώρας.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε απολογισμό των πρώτων έξι εβδομάδων της διακυβέρνησής του, δηλώνοντας ότι έχει επιτύχει περισσότερα σε 43 ημέρες απ’ όσα πετυχαίνουν οι περισσότερες κυβερνήσεις σε τέσσερα ή οκτώ χρόνια. Παράλληλα, δεσμεύτηκε να συνεχίσει την προσπάθειά του για την αναδιάρθρωση της κυβέρνησης και τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, ανεξαρτήτως κόστους.
Η ομιλία του διήρκεσε 100 λεπτά, καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ, το οποίο κατείχε ο πρώην πρόεδρος Μπιλ Κλίντον με την ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης το 2000.
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας, αρκετοί Δημοκρατικοί βουλευτές επέλεξαν να διαμαρτυρηθούν φορώντας τα χρώματα της ουκρανικής σημαίας. Ο βουλευτής Αλ Γκριν αποβλήθηκε από τον «speaker» Τζόνσον επειδή στεκόταν όρθιος στα πρώτα λεπτά της ομιλίας, παραβιάζοντας το πρωτόκολλο. Περίπου 30 Δημοκρατικοί αποχώρησαν από την αίθουσα στη μέση της ομιλίας.
Ο Τραμπ παρουσίασε το οικονομικό του όραμα, ζητώντας από το Κογκρέσο να στηρίξει τον Μασκ και το πρόγραμμα περικοπής δαπανών. Ωστόσο, οι αποφάσεις του περί τελωνειακών δασμών έχουν προκαλέσει αναταράξεις στις παγκόσμιες αγορές. Αναγνώρισε ότι αυτά τα μέτρα μπορεί να δημιουργήσουν «κάποια αναταραχή», αλλά διαβεβαίωσε ότι «οι τελωνειακοί δασμοί θα κάνουν τις ΗΠΑ πλούσιες και σπουδαίες ξανά».
Για πρώτη φορά, ο Αμερικανός πρόεδρος παραδέχτηκε ανοιχτά ότι οι τελωνειακοί δασμοί θα επηρεάσουν την αμερικανική οικονομία, τονίζοντας όμως ότι οι ξένες εταιρείες είναι εκείνες που θα πληρώσουν το κόστος. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθύμισε ότι ήδη έχουν εφαρμοστεί δασμοί σε προϊόντα όπως ο χάλυβας, το αλουμίνιο και το χαλκό.
Ανακοίνωσε επίσης την επιβολή επιπλέον δασμών στα προϊόντα από τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα, οι οποίοι φτάνουν το 25% για τα καναδικά και μεξικανικά προϊόντα, 10% για τους καναδικούς υδρογονάνθρακες και 20% για τα κινεζικά προϊόντα. Παρά τις αντιδράσεις των αγορών και τις ανακοινώσεις αντιποίνων από τις τρεις χώρες, ο υπουργός Εμπορίου της κυβέρνησης Τραμπ, Χάουαρντ Λάτνικ, άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να βρεθεί συμβιβασμός με τον Καναδά και το Μεξικό σύντομα.
Ο Τραμπ δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στη Διώρυγα του Παναμά, δηλώνοντας ότι η κυβέρνησή του σκοπεύει να την «πάρει πίσω». Η τοποθέτησή του αυτή ήρθε μετά την είδηση ότι δύο λιμάνια που ανήκαν σε εταιρεία του Χονγκ Κονγκ αγοράστηκαν από κοινοπραξία υπό αμερικανική ηγεσία.
Παράλληλα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ τόνισε ότι η κυβέρνησή του διεξάγει «πόλεμο» κατά των καρτέλ ναρκωτικών, χαρακτηρίζοντάς τα «σοβαρή απειλή» για την εθνική ασφάλεια. «Τα καρτέλ διεξάγουν πόλεμο εναντίον της Αμερικής, είναι καιρός η Αμερική να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον των καρτέλ — και το κάνουμε», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, υποστήριξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποκτήσουν τη Γροιλανδία «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο», επισημαίνοντας τη στρατηγική σημασία της περιοχής και υποσχόμενος οικονομική ευημερία στους κατοίκους της.
Τέλος, ο Τραμπ αποκάλυψε ότι η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και άλλες χώρες ενδιαφέρονται να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ για την κατασκευή ενός «γιγαντιαίου» αγωγού φυσικού αερίου στην Αλάσκα, τονίζοντας ότι οι επενδύσεις σε αυτό το έργο θα φτάσουν τα τρισεκατομμύρια δολάρια.