Το Πεκίνο φαίνεται να επανεξετάζει τη στάση του στον εμπορικό πόλεμο με την Ουάσινγκτον, καθώς «εξετάζει την αναστολή του δασμού 125% σε ορισμένες εισαγωγές από τις ΗΠΑ». Σύμφωνα με το Reuters, αυτή η κίνηση αποτελεί το πιο σαφές σημάδι ότι η κινεζική κυβέρνηση «ανησυχεί για τις οικονομικές επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου με την Ουάσινγκτον».
Μια ειδική ομάδα του υπουργείου Εμπορίου έχει ξεκινήσει τη συγκέντρωση λιστών προϊόντων που θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από τους υψηλούς δασμούς, καλώντας παράλληλα τις επιχειρήσεις να καταθέσουν σχετικές προτάσεις. Πηγή με γνώση των εξελίξεων, που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμη, επιβεβαίωσε τη διαδικασία.
Το περιοδικό Caijing ανέφερε την Παρασκευή ότι η κυβέρνηση εξετάζει την αφαίρεση οκτώ κατηγοριών ειδών που σχετίζονται με την τεχνολογία ημιαγωγών — χωρίς να περιλαμβάνονται όμως τα τσιπ μνήμης.
Ένας κατάλογος με 131 προϊόντα, από εμβόλια και χημικά μέχρι εξαρτήματα για αεροπορικούς κινητήρες, φέρεται να κυκλοφορεί σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε κύκλους εμπορικών εταιρειών, αν και το Reuters δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει την εγκυρότητά του.
Το Bloomberg ήταν το πρώτο μέσο που μετέδωσε την πληροφορία ότι «η Κίνα εξέταζε το ενδεχόμενο δασμολογικών εξαιρέσεων την Παρασκευή».
Η στροφή αυτή δείχνει ότι «όπως και η Ουάσινγκτον, το Πεκίνο ανησυχεί βαθιά για τον οικονομικό αντίκτυπο στη χώρα καθώς οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου αποσυνδέονται».
Οι ΗΠΑ έχουν ήδη χορηγήσει δασμολογικές εξαιρέσεις σε ορισμένα ηλεκτρονικά αγαθά, χαρακτηρίζοντας την υπάρχουσα κατάσταση «οικονομικά αφόρητη». Από την πλευρά της, η Κίνα διαμηνύει πως είναι έτοιμη να συνεχίσει τη σύγκρουση «μέχρι τέλους, εκτός εάν οι ΗΠΑ άρουν τους δασμούς τους».
Ωστόσο, πίσω από τη ρητορική αυτή, η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρές πιέσεις. «Η οικονομία της Κίνας εισέρχεται στον εμπορικό πόλεμο φλερτάροντας με τον αποπληθωρισμό», με χαμηλή κατανάλωση και ζήτηση που δεν έχει επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα.
Παρά τις κυβερνητικές παροτρύνσεις προς τις εξαγωγικές επιχειρήσεις να στραφούν στην εσωτερική αγορά, πολλές εταιρείες υποστηρίζουν ότι «τα κέρδη είναι χαμηλότερα, η ζήτηση ασθενέστερη και οι πελάτες λιγότερο αξιόπιστοι».