Κυριακή 27 Απριλίου 2025


ΑρχικήΘέματαΟ γονιός ζούσε καλά, αλλά το παιδί μόνο επιβιώνει: Πώς το στεγαστικό...

Ο γονιός ζούσε καλά, αλλά το παιδί μόνο επιβιώνει: Πώς το στεγαστικό πρόβλημα οδηγεί τη χώρα σε μαρασμό και γιατί η λύση του αποτελεί εθνικό μονόδρομο

Του Σωτήρη Σκουλούδη

Στη χώρα μας οι μισθοί μπορεί να είναι αισθητά πιο χαμηλοί από τους δυτικούς εταίρους μας, η διαφθορά μεγάλη και οι τιμές ανεβαίνουν διαρκώς, αλλά όλα αυτά καλύπτονται, το βιοτικό μας επίπεδο παραμένει υψηλό, η μεσαία τάξη κρατάει καλά στα πόδια της και όλοι οι Έλληνες βγάζουν εύκολα τον μήνα και οι διακοπές τουλάχιστον δύο εβδομάδων στα όμορφα νησιά μας είναι σίγουρες. Και η μέση οικογένεια, είναι συνήθως τετραμελής ή μεγαλύτερη.
Κι αυτό συμβαίνει, διότι παρά τις κακές επιδόσεις της οικονομίας, αλλά και τις μόνιμες εργοδοτικές αυθαιρεσίες, «όλοι» έχουν μια στέγη να μείνουν, ένα πατρικό ή ένα νέο σπίτι με δάνειο που καλύπτεται χωρίς πολλές θυσίες, ακόμα και ένα (ή δύο) εξοχικά, στο χωριό μας ή κάπου όμορφα που δεν έχουν φτάσει ακόμα οι πολλοί τουρίστες.

Κι αυτή είναι και η μεγάλη μας διαφορά με τις δυτικές χώρες που λέγαμε, που συνήθως τα κάνουν όλα καλύτερα, αλλά το ποσοστό ιδιοκατοίκησης είναι πολύ μικρότερο από το δικό μας, ενώ και τα ενοίκια εκεί τεράστια, με πολλούς να αναγκάζονται να νοικιάζουν μέχρι και δωμάτιο σπιτιού, σε τιμή… πολύ μεγαλύτερη από γκαρσονιέρα ή και δυάρι σε καλό σημείο στο κέντρο της Αθήνας.

Σας θυμίζει κάτι αυτή η κατάσταση; Σίγουρα όχι την Ελλάδα του 2025, αλλά για έναν σημερινό 40αρη και 50αρη, αυτή ήταν η πραγματικότητα και η χώρα στην οποία μεγαλώσαμε. Ακρίβεια μεν, κακοί μισθοί, αλλά όλοι έχουν ένα σπίτι που δεν τους κοστίζει και τόσο, ώστε να απορροφά μεγάλο μέρος του εισοδήματος και άρα να διακυβεύει την ποιότητα της ζωής τους.

Αμ δε. Τελείωσε και αυτό – η κατάσταση αυτή δεν υπάρχει πια και τερματίστηκε μάλλον απότομα και βίαια, τα τελευταία ελάχιστα χρόνια. Αυτό το αμιγώς ελληνικό πλεονέκτημα που, μαζί με την άνθιση της μαύρης οικονομίας -ας μην κρυβόμαστε- μας κρατούσε σε ένα επίπεδο στο οποίο οι γείτονες Βαλκάνιοι μας… φθονούσαν, και εμείς δεν είχαμε κάτι σοβαρό να ζηλέψουμε από τους φίλους Γάλλους και Ισπανούς, εξαλείφθηκε, σαν τις αποταμιεύσεις ενός μέσου νοικοκυριού από την απαρχή της κρίσης.

Δεν έχουμε πια φθηνά σπίτια, η μικρότερη γκαρσονιέρα πρώτου ορόφου σε υποβαθμισμένη περιοχή όπου τα ελληνικά ακούγονται όλο και πιο σπάνια, φτάνει να κοστίζει όσο τουλάχιστον ο μισός βασικός μισθός – χωρίς τα κοινόχρηστα. Για κάτι καλύτερο, για έναν νεαρό ή νεαρή με μια πρώτη δουλειά, θα χρειαστεί να συνεισφέρει και ο πατέρας ή ο παππούς. Για ένα νεαρό ζευγάρι, δε, που αν εργάζονται κι οι δυο με καλούς για την εποχή -δηλαδή μέσους- μισθούς από 1.200 ευρώ καθαρά-, το επίπεδο ζωής των γονιών τους -ή έστω η διαμονή στην «καλή» περιοχή στην οποία ζουν, ώστε να είναι κοντά και να κρατάνε αύριο μεθαύριο το μωρό- είναι ένα όνειρο. Και μάλιστα άπιαστο, γιατί δεν βγαίνουν τα νούμερα, και το χειρότερο είναι ότι παραμένουν και πολύ μακριά από αυτό. Όπως φυσικά άπιαστη είναι και η αγορά κατοικίας, μια φυσιολογική επιλογή δηλαδή ακόμα και για τους 30ρηδες της δεκαετίας του 1980 και του 1990, αδύνατη για τη σημερινή αντίστοιχη γενιά, ακόμα και σαν προοπτική για μετά το εφάπαξ…

Η Ελλάδα που ξέραμε πέρασε κι όλα έγιναν χειρότερα για την τσέπη μας και αυτό που ήταν κάποτε καθημερινότητα και ποιότητα ζωής, είναι σήμερα πολυτέλεια ή ανεύθυνη σπατάλη.
Και μια βασική αιτία για αυτό, ίσως η βασικότερη, είναι ακριβώς η δραματική αύξηση του κόστους στέγασης, που συμπαρασύρει όλους τους κλάδους της οικονομίας. Και κυρίως, ακυρώνει την επιθυμία των νέων να ονειρεύονται, και των ζευγαριών να τολμήσουν να σκεφτούν κάτι περισσότερο από ένα παιδί, κι αυτό με τα χίλια ζόρια και τις εκατομμύρια θυσίες.

Νάτο και το δημογραφικό, που είναι μεσοπρόθεσμα το μεγαλύτερο – και το μόνο τέτοιας διάστασης- εθνικό πρόβλημα, μπροστά στο οποίο τα άλλα ωχριούν, τουλάχιστον για όσους επιθυμούν η πατρίδα τους και ο Ελληνισμός να έχουν μέλλον τον 21ο αιώνα και να ακούγονται τα ελληνικά και τον 22ο.
Και για αυτόν τον εφιάλτη, του δημογραφικού, μπορούμε να αναζητήσουμε τον πυρήνα της αιτίας στο στεγαστικό πρόβλημα.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν πρέπει να εστιάσουμε τις προσπάθειες μας οπουδήποτε αλλού παρά κυρίως σε αυτό. Πρώτο πληθυντικό, γιατί το ζήτημα είναι βαθιά κοινωνικό και απαραίτητα εθνικό, πέρα από πολιτικό, άρα μας αφορά όλους κι όλοι πρέπει να συμβάλλουμε σε αυτό – ακόμα κι αν ορισμένοι θα πρέπει να χάσουν, μικρό μέρος από τα παθητικά κέρδη τους.

Η κυβέρνηση το έχει καταλάβει – παίρνει όσα μέτρα μπορεί για το φαινόμενο -το οποίο είναι και πρωτοφανές για την ελληνική κοινωνία – φαίνεται όμως ότι αυτό δεν θα λυθεί έτσι και η κατάσταση δεν θα βελτιωθεί με τις δεδομένες προτάσεις.
Επιδοτήσεις επί επιδοτήσεων για ανακαινίσεις, Σπίτι μου Ένα και Δύο, κίνητρα να ανοίξουν τα σκανδαλωδώς πολλά κλειστά ακίνητα -περισσότερα από 700.000 σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων-, περιορισμοί στο Airbnb, και πόσα ακόμα, σωστά ή όχι, αποτελεσματικά ή λιγότερο, μέτρα, δεν φαίνεται να φέρνουν ένα στοιχειωδώς καλό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να προσφέρει μια αξιοπρεπή κατοικία σε τιμή που να μπορεί να αντέξει ένας αξιοπρεπής Έλληνας πολίτης.

Χρειάζεται κάτι περισσότερο -κάτι που δεν έχει ξαναγίνει μέχρι τώρα, ίσως κάτι που κανείς δεν το έχει σκεφτεί. Κάτι που μπορεί να έχει προσωρινό άμεσο κόστος ή και ζημία για κάποιους, που όμως δεν θα τους λείψουν, αλλά παράλληλα θα αποτελεί και το κλειδί για το Κουτί της Πανδώρας, και την ελπίδα που πάντα παραμένει κλεισμένη εκεί. Ελπίδα ότι θα τα καταφέρουμε.

Το τελευταίο μέτρο, η αξιοποίηση δηλαδή του μεγάλου -σε πρωτοφανή επίπεδα κι αυτό, ίσως και παραδόξως δεδομένης της γενικής κατάστασης- πλεονάσματος, ώστε να ενισχυθούν οι ενοικιαστές με το 1/12 του ετήσιου κόστους στέγασης, σίγουρα είναι καλοδεχούμενο και αποδεικνύει αυτό που λέγαμε παραπάνω ότι η κυβέρνηση έχει καταλάβει, όμως κι αυτό, φαίνεται ότι, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, μάλλον θα αποτελέσει έναυσμα για περαιτέρω αύξηση των ενοικίων, από τον συμπολίτη μας ιδιοκτήτη που μάλλον δεν νιώθει την ευθύνη να βοηθήσει από την πλευρά του στο μέγα αυτό εθνικό πρόβλημα. «Έλα αφού το ένα νοίκι θα στο δώσει ο Μητσοτάκης, μπορεί να μου δίνεις 100 ευρώ περισσότερα, έχω κι άλλους που περιμένουν», είναι μια φράση το νόημα της οποίας μπορεί ήδη να ακούν οι ολοένα και πιο επιβαρυμένοι, συμπολίτες μας που δεν είχαν την τύχη να κληρονομήσουν ένα διαμέρισμα στην περιοχή που ζουν ή επιθυμούν.
Προτάσεις υπάρχουν, αρκεί να ακούσει κάποιος τους ειδικούς της αγοράς και της οικονομίας που έχουν στοιχειοθετήσει πολλές από αυτές και μένει να δοκιμαστούν, αλλά και να μην υπάρχουν, θα πρέπει να τις εφεύρουμε. Μέχρι να τα καταφέρουμε -πάλι πρώτο πληθυντικό- γιατί δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα ποιότητας ζωής, αλλά καθαρής επιβίωσης. Του έθνους, και το κάθε ενός από εμάς, ξεχωριστά.



Ροη Ειδήσεων