Της Κορίνας Τριανταφύλλου
Το πρόσφατο διάγγελμα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και οι εξαγγελίες για επιδόματα σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες φέρνουν ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση για την οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης. Το υπερπλεόνασμα των 11,4 δισ. ευρώ που επιτεύχθηκε το 2024, αντιστοιχώντας στο 4,8% του ΑΕΠ, αποτελεί αδιαμφισβήτητα έναν δημοσιονομικό άθλο. Όμως, η κατανομή αυτού του πλεονάσματος πυροδοτεί έντονες αντιδράσεις.
Τα υπέρ της στρατηγικής:
1. Δημοσιονομική πειθαρχία και σταθερότητα: Η επίτευξη υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος ενισχύει την αξιοπιστία της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές και μειώνει το δημόσιο χρέος, το οποίο από 180% το 2018 έχει πέσει στο ~160% του ΑΕΠ. Αυτό, σύμφωνα και με το ΔΝΤ, ενισχύει τη βιωσιμότητα του χρέους και καθιστά τη χώρα λιγότερο ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ.
2. Παροχές έστω και μερικές: Ένα δισ. ευρώ επιστρέφεται στους πολίτες μέσω στοχευμένων ενισχύσεων σε ενοικιαστές και χαμηλοσυνταξιούχους. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια κοινωνικά ευαίσθητη κίνηση, που προσεγγίζει τον δημοσιονομικό ρεαλισμό χωρίς να διακινδυνεύει τη σταθερότητα.
3. Μνημονιακές δεσμεύσεις: Το 90% του πλεονάσματος οδεύει προς το χρέος βάσει της συμφωνίας του 2018, η οποία υπογράφηκε επί ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπώς, η κυβέρνηση εφαρμόζει προϋπάρχοντα μέτρα που απορρέουν από διακρατικές δεσμεύσεις.
Τα κατά της πολιτικής:
1. Κοινωνική ανισότητα και υπερφορολόγηση: Το πλεόνασμα επετεύχθη κυρίως μέσω έμμεσων φόρων – ΦΠΑ 24% και ειδικών φόρων κατανάλωσης – οι οποίοι επιβαρύνουν δυσανάλογα τους χαμηλόμισθους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι αυτοαπασχολούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με εξοντωτική φορολογία βάσει τεκμαρτών στοιχείων.
2. Ανεπαρκείς παροχές – Επικοινωνιακή πολιτική: Η επιστροφή του 10% του υπερπλεονάσματος – και μάλιστα με χρονικό ορίζοντα τον Νοέμβριο του 2025 – δημιουργεί την αίσθηση ενός καθαρά επικοινωνιακού τεχνάσματος. Οι παροχές δεν καλύπτουν το σύνολο των αναγκών και πολλοί δικαιούχοι τελικά δεν θα λάβουν ουσιαστική ενίσχυση λόγω στρεβλώσεων στο φορολογικό σύστημα (π.χ. ανακριβείς δηλώσεις ενοικίων).
3. Απουσία δομικών μεταρρυθμίσεων: Δεν συνοδεύεται η πολιτική αυτή από ουσιαστικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας, της φοροδιαφυγής των ισχυρών ή την ενίσχυση κρίσιμων τομέων όπως η Υγεία και η Παιδεία.
Συμπέρασμα: Η τακτική της κυβέρνησης ισορροπεί μεταξύ δημοσιονομικής συνέπειας και κοινωνικής δυσφορίας. Αν και ο στόχος της οικονομικής σταθερότητας είναι θεμιτός, η έλλειψη αναδιανεμητικής δικαιοσύνης και η απουσία ουσιαστικής στήριξης στους ευάλωτους υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή. Οι παροχές του 2025 μπορεί να προσφέρουν προσωρινή ανακούφιση, αλλά δύσκολα μπορούν να απαντήσουν στα δομικά προβλήματα μιας κοινωνίας που ασφυκτιά.
Αιφνιδιασμός Μητσοτάκη και αμήχανη αντιπολίτευση
Ο αιφνιδιασμός του Κυριάκου Μητσοτάκη με τις εξαγγελίες για τα επιδόματα σε ευάλωτες ομάδες αιφνιδίασε, όπως φαίνεται, την αντιπολίτευση. Η χρονική συγκυρία – αμέσως μετά το Πάσχα και εν μέσω κοινωνικής δυσαρέσκειας για την ακρίβεια – έδωσε την εικόνα ενός οργανωμένου επικοινωνιακού αντιπερισπασμού. Πολλά αντιπολιτευτικά κόμματα αντέδρασαν με ένταση, κάνοντας λόγο για “ψίχουλα” και “κοροϊδία”, αλλά η αλήθεια είναι πως η αιφνιδιαστική ανακοίνωση τα βρήκε χωρίς κοινό πολιτικό βηματισμό ή ενιαία εναλλακτική πρόταση.
Η Νέα Δημοκρατία εκμεταλλεύτηκε το κενό αυτό, παρουσιάζοντας τα μέτρα ως απόδειξη κοινωνικής ευαισθησίας. Αν και η κριτική της αντιπολίτευσης – κυρίως για το πώς αποκλείονται πολλοί πραγματικά ευάλωτοι από τα επιδόματα – έχει βάση, η απουσία συντονισμένης αντίδρασης έδωσε πόντους στην κυβέρνηση. Η σκληρή ρητορική δεν αρκεί χωρίς συγκεκριμένες, τεκμηριωμένες προτάσεις. Αντιθέτως, ενισχύεται η εικόνα μιας αντιπολίτευσης που διαρκώς καταγγέλλει αλλά αδυνατεί να διαμορφώσει πειστική εναλλακτική διακυβέρνηση.
Εν κατακλείδι, τα εξαγγελθέντα επιδόματα μπορεί να λειτουργήσουν ως προσωρινή ανακούφιση για μερίδα πολιτών, όμως δεν αρκούν από μόνα τους για να χτίσουν μια δίκαιη και βιώσιμη κοινωνική πολιτική. Η οικονομική πολιτική μιας φιλελεύθερης κυβέρνησης δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιορίζεται σε αποσπασματικές παροχές που θυμίζουν περασμένες λογικές επιδοματικής εξάρτησης. Η αναδιανομή του πλούτου δεν μπορεί να βασίζεται στη βαριά φορολόγηση της παραγωγικής Ελλάδας για να συντηρείται μια κρατικά ελεγχόμενη φτώχεια.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι τα επιδόματα αυτά δεν θα αποτελέσουν μίμηση κομμουνιστικών πρακτικών, που διατηρούν τον πολίτη δέσμιο του κράτους και της ανάγκης. Αντιθέτως, ας λειτουργήσουν ως μια μεταβατική στήριξη, μέχρι να θεμελιωθεί ένα φορολογικά δίκαιο και επενδυτικά φιλικό περιβάλλον, όπου οι πολίτες θα στηρίζονται κυρίως στη δουλειά τους και όχι σε προεκλογικές εξαγγελίες. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από ανάπτυξη με κοινωνική ευαισθησία – όχι από οικονομικό πατερναλισμό.