Ανάπτυξη της τάξης του 2% για το 2025 και 2,1% για το 2026 προβλέπει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στη νέα του έκθεση για την ελληνική οικονομία.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα αναμένονται να διαμορφωθούν στο 2,1% του ΑΕΠ το 2025 και στο 2,2% το 2026, κυρίως λόγω της ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης.
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος, ο ΟΟΣΑ επισημαίνει πως η διατήρησή του σε σταθερά καθοδική πορεία αποτελεί αναγκαία προτεραιότητα, δεδομένων των αυξανόμενων δημοσιονομικών πιέσεων από τη γήρανση του πληθυσμού και τις επενδυτικές ανάγκες.
Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 2% το 2026, λόγω της αποκλιμάκωσης των τιμών πετρελαίου, αν και παραμένουν προκλήσεις από το αυξανόμενο κόστος στο εμπόριο και τις επίμονες πιέσεις στον τομέα των υπηρεσιών.
Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και τη μείωση της έλλειψης εργατικού δυναμικού εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την επενδυτική δραστηριότητα. Παράλληλα, η πάταξη της φοροδιαφυγής και ο περιορισμός των φορολογικών δαπανών θα μπορούσαν να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα, δίνοντας παράλληλα περιθώριο για μείωση των φόρων εργασίας για τους χαμηλόμισθους και ενίσχυση της απασχόλησης.
Οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να αυξηθούν από 1,8% του ΑΕΠ το 2024 στο 3,6% το 2026.
Ωστόσο, η έκθεση συνοδεύεται από σαφείς επισημάνσεις κινδύνου. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται πιθανές καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος «Ελλάδα 2.0», η “πιθανή αναντιστοιχία μισθών και παραγωγικότητας” και οι “επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην οικονομική δραστηριότητα”.
Για την ενίσχυση της μακροχρόνιας αναπτυξιακής δυναμικής και τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει την ανάγκη επιτάχυνσης των διαρθρωτικών αλλαγών. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην “αναμόρφωση του καθεστώτος ΦΠΑ”, με κατάργηση των μειωμένων συντελεστών, οι οποίοι –σύμφωνα με την έκθεση– “ωφελούν κυρίως τα υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα, χωρίς επαρκή κοινωνική στόχευση”.