Της Κορίνας Τριανταφύλλου
Το 46% των Ελλήνων αδυνατεί να πληρώσει ούτε μία εβδομάδα
Σε μια χώρα που προβάλλεται διεθνώς ως κορυφαίος τουριστικός προορισμός, η πλειοψηφία των πολιτών της αδυνατεί να απολαύσει ακόμα και τα βασικά οφέλη της τουριστικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Γερμανικού Δημοσιογραφικού Δικτύου (RND), το 46% των Ελλήνων δηλώνει ότι δεν μπορεί να πληρώσει ούτε μία εβδομάδα διακοπών. Πρόκειται για ένα ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (27%), ενώ μόνο η Ρουμανία εμφανίζει υψηλότερη επίδοση.
Η εικόνα αυτή είναι οξύμωρη αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελλάδα ετοιμάζεται να υποδεχτεί πάνω από 40 εκατομμύρια τουρίστες το 2025 – αριθμός τετραπλάσιος από τον πληθυσμό της. Κι όμως, αυτή η μαζική προσέλευση ξένων επισκεπτών, αντί να βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων, λειτουργεί σε πολλές περιπτώσεις ως μοχλός επιδείνωσης της καθημερινότητας, κυρίως λόγω της εκτόξευσης των τιμών.
Το ρεπορτάζ επισημαίνει με ακρίβεια ότι η τουριστική ανάπτυξη έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των τιμών στα καταλύματα, ιδιαίτερα σε δημοφιλείς νησιωτικούς προορισμούς. Ενδεικτικά, στη Ρόδο ένα δίκλινο δωμάτιο για μία εβδομάδα τον Αύγουστο κοστίζει από 1.000 έως και 2.000 ευρώ, ενώ στη Σαντορίνη οι τιμές κυμαίνονται από 800 έως 4.000 ευρώ. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb έχουν επίσης εκτοξεύσει τις τιμές, με την Ελλάδα να συγκαταλέγεται πλέον στους πέντε ακριβότερους προορισμούς της Ευρώπης, σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας AirDNA.
Παράλληλα, τα ελληνικά νοικοκυριά συνεχίζουν να βιώνουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι, ενώ το κόστος ζωής αυξάνεται. Σε έρευνα του Ινστιτούτου Focus Bari, το 50% των ερωτηθέντων δηλώνει πως το εισόδημά του επαρκεί μόνο για τις βασικές ανάγκες, γεγονός που εξηγεί γιατί το 52% των Ελλήνων δεν προγραμματίζει καθόλου διακοπές φέτος. Ακόμα πιο αποκαρδιωτικό είναι το ότι μόλις το 10% σχεδιάζει να διαμείνει σε ξενοδοχείο ή πανδοχείο – οι υπόλοιποι θα φιλοξενηθούν σε σπίτια φίλων ή συγγενών.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το υψηλό κόστος των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων αποτελεί επιπλέον εμπόδιο. Χαρακτηριστικά, η μετακίνηση μιας τριμελούς οικογένειας με αυτοκίνητο από τον Πειραιά στη Σύρο κοστίζει 488 ευρώ μετ’ επιστροφής, ενώ στη Χίο περίπου 483 ευρώ. Για σύγκριση, μια αντίστοιχη διαδρομή στην Ισπανία (Βαρκελώνη – Ίμπιζα) κοστίζει μόλις 155,50 ευρώ.
Η ανισότητα ανάμεσα στην τουριστική «βιτρίνα» και την καθημερινότητα των πολιτών εντείνεται. Το πρόβλημα δεν είναι ο τουρισμός, αλλά η απουσία πολιτικών προστασίας του κοινωνικού ιστού και ελέγχου της τουριστικής κερδοσκοπίας. Χρειάζεται στρατηγικός σχεδιασμός, δίκαιη κατανομή των ωφελημάτων και ουσιαστική ενίσχυση των νοικοκυριών που ασφυκτιούν οικονομικά. Αν δεν διασφαλιστεί το δικαίωμα των πολιτών σε λίγες ημέρες ανάπαυλας, τότε η έννοια της «τουριστικής ανάπτυξης» παύει να έχει κοινωνικό νόημα – και γίνεται προνόμιο για λίγους.
Εν δυνάμει λύσεις για ένα δικαιότερο τουριστικό μοντέλο
Το φαινόμενο του «αποκλεισμού» μεγάλου μέρους των Ελλήνων από τις καλοκαιρινές διακοπές απαιτεί ουσιαστικές παρεμβάσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Ορισμένες εν δυνάμει λύσεις που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων είναι οι εξής:
Ενίσχυση και διεύρυνση των κοινωνικών προγραμμάτων τουρισμού: Προγράμματα όπως ο Κοινωνικός Τουρισμός του ΟΑΕΔ (ΔΥΠΑ) θα πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη χρηματοδότηση, περισσότερους δικαιούχους και πιο ελκυστικά πακέτα, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες τιμές και ανάγκες των πολιτών. Στόχος είναι όχι μόνο η στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων, αλλά και η τόνωση του εσωτερικού τουρισμού.
Έλεγχος και ρύθμιση της αγοράς βραχυχρόνιας μίσθωσης: Η ανεξέλεγκτη εξάπλωση της Airbnb έχει συμβάλει δραστικά στην αύξηση των ενοικίων και των τιμών διαμονής.
Χρειάζεται νομοθετικό πλαίσιο που να περιορίζει την υπερσυγκέντρωση καταλυμάτων σε τουριστικές περιοχές και να επιβάλλει φόρους ή ποσοστώσεις με κοινωνικά κριτήρια.
Μείωση του ΦΠΑ στον εγχώριο τουρισμό: Η μείωση του ΦΠΑ σε διαμονή και ακτοπλοϊκά εισιτήρια, ειδικά για την εσωτερική κατανάλωση (Έλληνες πολίτες), θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντικίνητρο της κερδοσκοπίας και ως μέτρο κοινωνικής στήριξης των νοικοκυριών.
Επιδότηση ακτοπλοϊκών εισιτηρίων για Έλληνες: Αντίστοιχα με το “Μεταφορικό Ισοδύναμο” που εφαρμόζεται για τους νησιώτες, θα μπορούσε να υπάρξει εποχική επιδότηση ακτοπλοϊκών εισιτηρίων για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, φοιτητές, ανέργους ή πολυτεκνους.
Ανάπτυξη εναλλακτικών, μη κορεσμένων προορισμών: Το κράτος και οι τοπικές αυτοδιοικήσεις μπορούν να επενδύσουν στην προβολή και ενίσχυση ηπειρωτικών ή λιγότερο τουριστικών περιοχών, ώστε να προσφέρουν πιο προσιτές επιλογές διακοπών και να αποσυμφορηθούν οι «πανάκριβοι» προορισμοί.
Διαμόρφωση προσιτών δημόσιων κατασκηνώσεων και χώρων φιλοξενίας: Η αξιοποίηση δημοτικών ή κρατικών υποδομών (π.χ. παλαιές κατασκηνώσεις, τουριστικά περίπτερα, οργανωμένοι χώροι φιλοξενίας) με χαμηλό κόστος ή δωρεάν παροχές, ειδικά για οικογένειες με παιδιά, αποτελεί άμεση κοινωνική πολιτική.
Ενίσχυση των εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης των πολιτών: Τέλος, μακροπρόθεσμα, η μόνη πραγματική λύση είναι η συνολική αναβάθμιση των μισθών και του επιπέδου διαβίωσης. Χωρίς αξιοπρεπές εισόδημα, κανένα πρόγραμμα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ουσιαστική οικονομική αυτονομία του πολίτη.
Επίλογος: Όταν οι διακοπές γίνονται πολυτέλεια
Το δικαίωμα στην ανάπαυση, στην αλλαγή παραστάσεων και στην αναζωογόνηση δεν είναι προνόμιο, αλλά βασικό στοιχείο μιας αξιοπρεπούς ζωής. Κι όμως, για σχεδόν έναν στους δύο Έλληνες, οι διακοπές έχουν μετατραπεί σε άπιαστο όνειρο. Η αδυναμία χιλιάδων πολιτών να απολαύσουν λίγες ημέρες ξεκούρασης, σε μια χώρα που κατακλύζεται από τουρίστες και κεφάλαια, αποτελεί βαθύ κοινωνικό παράδοξο — και ταυτόχρονα καμπανάκι.
Η οικονομική επιβίωση δεν μπορεί να είναι ο μόνος στόχος. Μια κοινωνία που δεν μπορεί να προσφέρει στους ανθρώπους της τη δυνατότητα να αποδράσουν έστω για λίγες μέρες από τη ρουτίνα και το άγχος, είναι μια κοινωνία που αφήνει πίσω τους πιο ευάλωτους. Και σε τελική ανάλυση, καμία “τουριστική ανάπτυξη” δεν έχει αξία αν δεν ωφελεί και τους ανθρώπους που ζουν μόνιμα σε αυτόν τον τόπο.
Η πολιτεία, οι θεσμοί και η ίδια η κοινωνία οφείλουν να αναμετρηθούν με αυτό το φαινόμενο όχι ως αριθμό στατιστικής, αλλά ως ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Γιατί οι διακοπές δεν είναι πολυτέλεια — είναι ανάγκη, είναι ανάσα, είναι ανθρώπινο δικαίωμα.