Η τραγωδία στο Μάτι παραμένει ένα από τα πιο συγκλονιστικά κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, επτά χρόνια μετά την φονική πυρκαγιά που στοίχισε τη ζωή σε 104 ανθρώπους. Ο συνδυασμός εγκληματικής αμέλειας, λάθος αποφάσεων και απόπειρας συγκάλυψης συνεχίζει να στοιχειώνει τους επιζώντες και τις οικογένειες των θυμάτων.
Πέρασαν 11 μέρες και τη Μαργαρίτα δεν την είδα ποτέ. Πέθανε στις 3 Αυγούστου αφού εκείνη τη μέρα έκανε ασπίδα το κορμί της για να σώσει τον μπέμπη της. Χάσαμε τα παιδιά μας μαζί με άλλους 104 ανθρώπους. Όλοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Δεν ζω, απλά υπάρχω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου, λέει ο Ανδρέας Δημητρίου.
Ο γιος του ήταν το πρώτο θύμα εκείνης της ημέρας. Η Μαργαρίτα, σύζυγος και μητέρα, ακολούθησε λίγες μέρες αργότερα, αφήνοντας τον Ανδρέα μόνο με τα βασανιστικά «αν» και τα αναπάντητα γιατί.
Στις 23 Ιουλίου 2018, ημέρα που ο μικρός τους έκλεινε έξι μήνες, σχεδίαζαν να διαλέξουν τα ρούχα για τη βάφτισή του. Θυμάμαι που μου είχε πει η γυναίκα μου “πάμε πρώτα να δούμε τα ρούχα του παιδιού και μετά πήγαινε στην υπηρεσία”. Εγώ τότε της αρνήθηκα. Αν όμως την είχα ακούσει, ίσως να ήταν αλλιώς τα πράγματα, λέει ο ίδιος.
Η τραγωδία ξεκίνησε λίγο μετά τις 15:00, όταν ένας 65χρονος στην περιοχή Νταού Πεντέλης άναψε φωτιά για να κάψει ξύλα. Μέσα σε λίγα λεπτά, με τη βοήθεια δυνατών δυτικών ανέμων, η φωτιά πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και κινήθηκε προς το Νέο Βουτζά και το Μάτι. Το τηλεφωνικό κέντρο της Πυροσβεστικής ειδοποιήθηκε στις 16:50.
Η διαχείριση από τον κρατικό μηχανισμό ήταν καταστροφική. Πυροσβεστικά οχήματα είχαν ήδη μεταφερθεί στην Κινέτα, ενώ η ηγεσία της Πυροσβεστικής υποεκτίμησε την απειλή. Οι αποφάσεις που ελήφθησαν εκείνες τις ώρες είχαν τραγικές συνέπειες.
Η φωτιά έφτασε στο Μάτι χωρίς καμία προειδοποίηση ή οργανωμένη εκκένωση. Η Αστυνομία έκλεισε τη Λεωφόρο Μαραθώνος, εγκλωβίζοντας οδηγούς και πεζούς, στέλνοντάς τους στο Κόκκινο Λιμανάκι και στο ονομαζόμενο πλέον «οικόπεδο του θανάτου», όπου 26 άνθρωποι πέθαναν χωρίς διέξοδο.
«Κατέβηκα στις παραλίες, φώναζα, έλεγα το όνομα της κόρης μου, δεν έπαιρνα απάντηση… Είδα τον πρώτο νεκρό. Ήταν ένας καμένος άνθρωπος ξαπλωμένος στην άκρη του δρόμου», αναφέρει ένας αυτόπτης μάρτυρας.
Όσοι έφτασαν στη θάλασσα έδιναν μάχη με τα κύματα και τον καπνό, ειδικά οι ηλικιωμένοι, χωρίς καμία κρατική βοήθεια. Οι πρώτες σωροί βρίσκονται, αλλά η πολιτική ηγεσία επιλέγει τη σιωπή. Ο τότε υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας αρνήθηκε να αναγνωρίσει επιχειρησιακά λάθη. Ο αρχηγός της Αστυνομίας δήλωσε υπερήφανος για την ΕΛΑΣ, ενώ μαρτυρίες τον διαψεύδουν ωμά:
«Μου είπαν να μην ανησυχώ, ότι υπάρχει Αστυνομία και κατευθύνει. Τελευταία φορά που μίλησα με τη μητέρα μου, μου είπε “είμαστε μέσα στις φωτιές” και πως δεν υπήρχε κανείς να βοηθήσει».
Στην αναζήτηση των γονιών του, ο ίδιος άνθρωπος θυμάται: «Φτάσαμε με φακούς. Ήταν σκοτάδι. Είδα κάτι να καίγεται, νόμιζα ήταν ξύλα. Ήταν οι γονείς μου».
Το βράδυ εκείνης της Δευτέρας, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισκέφθηκε το Συντονιστικό Κέντρο. Εκεί του είπαν ότι η φωτιά ήταν υπό έλεγχο. Δεν έγινε καμία αναφορά στο Μάτι, παρά το γεγονός ότι τα ΜΜΕ είχαν ήδη πληροφορίες για θανάτους.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε και μετά. Ο επιπυραγός Δημήτρης Λιότσιος που ανέλαβε να συντάξει το πόρισμα, βρέθηκε αντιμέτωπος με πιέσεις και ευθείες απειλές. Σε ηχογραφημένη συνομιλία με τον τότε αρχηγό της Πυροσβεστικής Βασίλη Ματθαιόπουλο ακούγεται: «Πού πας να δείξεις τις ικανότητές σου με τα θηρία; Με 100 νεκρούς… Εάν γράψεις για ευθύνες των ανωτέρων σου όλοι θα μαζευτούμε και θα σε σκίσουμε».
Ο Λιότσιος, ωστόσο, δεν υπέκυψε. Παρέδωσε ένα πόρισμα που απέδιδε ευθύνες στην τότε ηγεσία της Πυροσβεστικής, στην Πολιτική Προστασία και στον πρώην διοικητή του ΕΣΚΕ. Μετά τη δίκη, όλοι τους καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης πέντε ετών.
Για όσους έμειναν πίσω, η δικαίωση ήταν πενιχρή. Η 29χρονη Περσεφόνη Ζυγομαλά, μία από τις επιζήσασες, δεν θα ξεχάσει ποτέ τη γιαγιά της. «Μπήκαμε στη θάλασσα για να σωθούμε. Δεν πρόλαβα να τη σώσω. Άρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα και της γύρισαν τα μάτια. Ζητούσα βοήθεια και έκλαιγα με ουρλιαχτά».
Δύο νεαροί την έπεισαν να αφήσει τη γιαγιά της και να συνεχίσει να κολυμπά. «Χωρίς βοήθεια, χωρίς τίποτα. Μόνο βυθός, πανικός και σιωπή». Τελικά, τους διέσωσε ένα μικρό καΐκι με έναν καπετάνιο από το Λαύριο και οχτώ Αιγύπτιους ψαράδες. «Μας άκουσαν! Δεν το πίστευα!».
Το Μάτι παραμένει πληγή ανοιχτή. Για όσους έζησαν, η μνήμη της φωτιάς δεν θα σβήσει ποτέ.