Στο επίκεντρο της έρευνας για τον θάνατο του μικρού Παναγιωτάκη τον Αύγουστο του 2024 στην Αμαλιάδα βρίσκεται ένα τηλεφώνημα που έγινε το πρωί της ίδιας ημέρας. Οι Αρχές εξετάζουν το «μοιραίο» τηλεφώνημα ως κρίσιμο στοιχείο, καθώς προκάλεσε έντονη αντίδραση από την Ειρήνη Μουρτζούκου και οδήγησε σε καβγά ανάμεσα στην ίδια και την Πόπη, μητέρα του βρέφους.
Η 25χρονη, που εξακολουθεί να αρνείται κάθε ανάμειξη στον θάνατο του πέμπτου βρέφους, φαίνεται να μην έχει ακόμη αποφασίσει ποια στάση θα κρατήσει απέναντι στην Πόπη. Παρότι δεν την κατηγορεί και δηλώνει πως «δεν θέλει σε καμία περίπτωση να την πληγώσει», ταυτόχρονα δυσκολεύεται να την αποχωριστεί.
Κατά την ομολογία της στους αστυνομικούς της Δίωξης Ανθρωποκτονιών, η Μουρτζούκου ανέφερε ότι «κάθε φορά που μάλωνε είτε με τη μητέρα της, είτε με τις φίλες της την κυρίευαν δαίμονες» και ξεσπούσε στα βρέφη, αφαιρώντας τους τη ζωή. Αυτή η ομολογία δημιουργεί ερωτήματα ως προς τις πραγματικές της προθέσεις και τη δυνατότητα να μεταθέσει την ευθύνη σε άλλα πρόσωπα.
Τη νύχτα πριν από τον θάνατο του Παναγιωτάκη, στο σπίτι της Αμαλιάδας βρίσκονταν ακόμα δύο άτομα, ένας άνδρας και μια γυναίκα, οι οποίοι έχουν ήδη μιλήσει δημοσίως και έχουν καταθέσει κρίσιμες πληροφορίες τόσο στις Αρχές όσο και στα μέσα ενημέρωσης. Δεν αποκλείεται η Μουρτζούκου να επιχειρήσει να τους στοχοποιήσει στο πλαίσιο υπερασπιστικής της τακτικής.
Η σχέση της με την Πόπη παραμένει περίπλοκη και αντιφατική. Από τη μία πλευρά, δεν τη θεωρεί υπεύθυνη, από την άλλη όμως προσπαθεί να κρατήσει ανοιχτή τη μεταξύ τους επαφή, γεγονός που μαρτυρά συναισθηματική εξάρτηση ή στρατηγικό υπολογισμό.
Ενδεικτική αυτής της αμφιταλαντευόμενης στάσης ήταν και η πρόθεσή της να γράψει ένα γράμμα 33 σελίδων προς την Πόπη. Αν και αφιέρωσε χρόνο να το συντάξει, τελικά το έσκισε, κάτι που δείχνει εσωτερική σύγκρουση και έλλειψη ξεκάθαρης κατεύθυνσης ως προς το πώς να διαχειριστεί την υπόθεση.