Από την 1η Ιουλίου 2025 τίθεται σε ισχύ η υποχρεωτική ηλεκτρονική τιμολόγηση, φέρνοντας σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που λειτουργούν οι επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Όπως εξηγεί ο διευθύνων σύμβουλος της Nepa Economic Consulting, Κώστας Πατήρης, η μετάβαση αυτή αποτελεί θετική εξέλιξη, αλλά ενέχει σοβαρές τεχνικές και οικονομικές δυσκολίες, κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η ηλεκτρονική τιμολόγηση αναμένεται να προσφέρει μεγαλύτερη διαφάνεια και αυτοματοποίηση, όμως, όπως επισημαίνει, «οι υποδομές δεν είναι ακόμη έτοιμες και δεν είναι όλοι 100% προετοιμασμένοι». Για να επιτευχθεί η ομαλή προσαρμογή, απαιτείται χρόνος, εξειδίκευση και επενδύσεις σε τεχνολογικά συστήματα. Ο κ. Πατήρης προτείνει τη δημιουργία ειδικού φορέα ή στοχευμένου προγράμματος ΕΣΠΑ, ώστε να στηριχθούν οι μικρομεσαίοι στην πορεία ψηφιοποίησης.
Εκτός των τεχνικών ζητημάτων, η κατάσταση επιβαρύνεται και από τις οικονομικές πιέσεις. Το Δημόσιο, όπως αναφέρει, οφείλει περίπου 3,7 δισ. ευρώ στον ιδιωτικό τομέα, με σημαντικό αντίκτυπο σε επιχειρήσεις που εξαρτώνται από την ταμειακή τους ροή – κυρίως στον τομέα της Υγείας. Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές «σπάνε την αλυσίδα», ενώ και το τραπεζικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες της αγοράς. Ο ίδιος τονίζει τη σημασία της «τήρησης των συμφωνημένων ημερομηνιών πληρωμής».
Σχετικά με τη διαλειτουργικότητα των δημόσιων συστημάτων, ο κ. Πατήρης παρατηρεί πως παρότι «οι πληροφορίες συγκεντρώνονται στο MyData και στο ΓΕΜΗ, η Τράπεζα της Ελλάδος, για παράδειγμα, ζητά ξεχωριστά στοιχεία». Υπογραμμίζει την ανάγκη ύπαρξης ενιαίας πλατφόρμας, ώστε να μην υπάρχουν αλληλοεπικαλύψεις και ασάφειες που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις.
Στην τοποθέτησή του για τον Νόμο 4990/2022 και την Οδηγία Whistleblowing για εταιρείες άνω των 50 εργαζομένων, ο κ. Πατήρης είναι ξεκάθαρος: «Είναι υποχρεωτικός και για δημόσιο και για ιδιωτικό τομέα. Προστατεύει τον εργαζόμενο που βλέπει κάτι μη σύννομο και το καταγγέλλει. Είναι θέμα διαφάνειας». Ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να υιοθετήσουν τη ρύθμιση, που ενισχύει τον έλεγχο και την καθαρότητα στον επιχειρηματικό χώρο.
Τέλος, απορρίπτει τον διαχωρισμό μεταξύ μικρών και μεγάλων λογιστικών γραφείων, λέγοντας: «Δεν υπάρχει μικρό και μεγάλο. Υπάρχει: κάνω ή δεν κάνω καλά τη δουλειά μου. Όλοι χρειάζονται πόρους και εργαλεία». Για εκείνον, αυτό που έχει σημασία είναι η ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας και όχι το μέγεθος. Κλείνει επισημαίνοντας πως «η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή είναι αναγκαία αλλά όχι ουδέτερη. Η αγορά χρειάζεται ρεαλιστικές γέφυρες προσαρμογής».