Η προετοιμασία για το οικονομικό πακέτο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης μπαίνει στην τελική ευθεία, με τις αποφάσεις να αναμένονται στο τέλος του μήνα, αφού πρώτα ολοκληρωθούν οι συζητήσεις του οικονομικού επιτελείου με την Κομισιόν για το ύψος του δημοσιονομικού χώρου που μπορεί να διατεθεί για νέες παροχές.
Στο επίκεντρο βρίσκονται μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, όπως οι αυξήσεις μισθών και οι μειώσεις στους άμεσους φόρους. Η κυβέρνηση, ωστόσο, απορρίπτει κατηγορηματικά το ενδεχόμενο μείωσης του ΦΠΑ, επισημαίνοντας ότι ο πραγματικός συντελεστής, λόγω των πολυάριθμων εξαιρέσεων, είναι ήδη αρκετά κάτω από το ονομαστικό 24%. Ταυτόχρονα, χαρακτηρίζει απαγορευτικά τα κόστη για την επαναφορά δώρων στο Δημόσιο και τις συντάξεις, καθώς ξεπερνούν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Το φαινόμενο της ακρίβειας επηρεάζει άμεσα τις κυβερνητικές επιλογές. Μελέτες, όπως εκείνη της Eurobank υπό τον τίτλο «Πληθωρισμός και Φορολογική Επιβάρυνση των Νοικοκυριών», αναδεικνύουν τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στη φορολογία. Ειδικότερα, προειδοποιούν για το φαινόμενο της «ολίσθησης κλιμακίου», όπου η αύξηση των ονομαστικών εισοδημάτων λόγω πληθωρισμού ωθεί τους φορολογούμενους σε υψηλότερα φορολογικά επίπεδα, χωρίς πραγματική αύξηση αγοραστικής δύναμης. Παρά τα επιχειρήματα των ειδικών υπέρ της «τιμαριθμοποίησης» της φορολογικής κλίμακας, δηλαδή της αυτόματης προσαρμογής της βάσει του πληθωρισμού, η κυβέρνηση δείχνει να εγκαταλείπει αυτή την ιδέα, κρίνοντας ότι το σχετικό κόστος –σε περίπτωση επίμονου ή αυξανόμενου πληθωρισμού– θα έθετε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία.
Αντί της μόνιμης τιμαριθμοποίησης, προκρίνεται μια ευρύτερη αλλά εφάπαξ αλλαγή στη φορολογική κλίμακα, η οποία θα ανακουφίσει σημαντικά μεσαία εισοδήματα έως 50.000 ευρώ ετησίως, με ιδιαίτερη έμφαση στις οικογένειες με παιδιά. Όσον αφορά την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της ακρίβειας, επιλέγονται άλλες παρεμβάσεις, όπως η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού και στοχευμένα μέτρα στήριξης ανάλογα με τις συνθήκες.
Η μελέτη της Eurobank αποκαλύπτει ότι η απουσία τιμαριθμοποίησης είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης από 9,9% το 2021 σε 11,1% το 2023. Υπολογίζεται ότι η «ολίσθηση κλιμακίου» κόστισε στους φορολογούμενους περίπου 800 εκατομμύρια ευρώ μόνο το 2023. Παράλληλα, η εφαρμογή πλήρους τιμαριθμοποίησης για το 2025 θα μείωνε τα φορολογικά έσοδα σχεδόν κατά 1 δισεκατομμύριο ευρώ, κάτι που θα περιόριζε το πρωτογενές πλεόνασμα στο 2% του ΑΕΠ. Ακόμη και μια ηπιότερη εφαρμογή, όπως το πορτογαλικό μοντέλο, θα είχε κόστος περίπου 600 εκατομμύρια ευρώ.
Η επίπτωση αυτής της πολιτικής διαφέρει σημαντικά ανάλογα με το είδος του εισοδήματος. Για τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, σχεδόν η μισή αύξηση του φόρου κατά την περίοδο 2021–2023 οφείλεται στην απουσία τιμαριθμοποίησης. Αντίθετα, στα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα, η αύξηση της φορολογίας ήταν πολύ μικρότερη, καθώς η επίδραση της πληθωριστικής μετατόπισης εκεί ήταν σχεδόν αμελητέα.
Τα πιο σημαντικά βάρη σηκώνουν τα μεσαία και ανώτερα μεσαία στρώματα των μισθωτών. Αν η φορολογική κλίμακα είχε προσαρμοστεί πλήρως στον πληθωρισμό, οι μέσοι φόροι για τους μισθούς μεταξύ του 40ού και του 70ού εκατοστημορίου θα ήταν μειωμένοι έως και κατά 32%. Ακόμη και μια μερική προσαρμογή, σαν εκείνη που εφαρμόζεται στην Πορτογαλία, θα περιόριζε τη φορολογική επιβάρυνση αυτών των στρωμάτων σημαντικά. Από την άλλη πλευρά, οι φορολογούμενοι με πολύ χαμηλά εισοδήματα δεν θα επωφελούνταν καθόλου, καθώς ήδη δεν πληρώνουν φόρο, ενώ για τα πολύ υψηλά εισοδήματα το κέρδος από την τιμαριθμοποίηση θα ήταν σχετικά μικρό, κάτω του 12%.
Στο ζήτημα της ενίσχυσης των εισοδημάτων, ανάλυση της Alpha Bank υπογραμμίζει ότι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό ήταν «ικανοποιητικές», με την Ελλάδα και την Πορτογαλία να καταγράφουν αύξηση 6,1% και την Ισπανία 4,4%. Η ίδια ανάλυση αναφέρει ότι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες για την ενίσχυση των εισοδημάτων παραμένει η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, λόγω των αυξημένων επιβαρύνσεων που προκάλεσε ο πληθωρισμός.
Παρ’ όλα αυτά, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αναμένεται να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια με άλλους τρόπους: η συνέχιση της αύξησης της απασχόλησης και η μείωση της ανεργίας, η αύξηση του κατώτατου μισθού, το «ξεπάγωμα» των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά μία ποσοστιαία μονάδα, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η αύξηση των συντάξεων βάσει του πληθωρισμού και της ανάπτυξης, αλλά και η συνολική ενίσχυση των επενδύσεων, αποτελούν τα βασικά εργαλεία πολιτικής που θα χρησιμοποιηθούν.