Σε μία περίοδο αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων και ρευστότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Ευρωβουλευτής Νικόλας Φαραντούρης (The Left) παρεμβαίνει δυναμικά, επισημαίνοντας τον αδικαιολόγητο αποκλεισμό της Ελλάδας από κρίσιμες περιφερειακές διαβουλεύσεις. Με επιστολή του προς τον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών και Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, Αντόνιο Ταγιάνι, ο Έλληνας ευρωβουλευτής εκφράζει τη βαθιά του ανησυχία για την πρόσφατη τριμερή συνάντηση Ιταλίας–Τουρκίας–Λιβύης στην Κωνσταντινούπολη, στην οποία η Ελλάδα απουσίαζε παντελώς, παρά τον άμεσο και καθοριστικό ρόλο της σε θέματα μετανάστευσης, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνούς δικαίου.
Ο κ. Φαραντούρης, με θεσμικό λόγο αλλά και ξεκάθαρη τοποθέτηση, καταγγέλλει το ενδεχόμενο «σιωπηρής αποδοχής» της τουρκικής στρατηγικής από ευρωπαϊκούς εταίρους και αναδεικνύει την ανάγκη για έναν πολυμερή, συμμετοχικό διάλογο στην Ανατολική Μεσόγειο, με σεβασμό στις αρχές της διεθνούς νομιμότητας και με την ενεργό παρουσία της Ελλάδας και της Κύπρου.
Η παρέμβασή του δεν αποτελεί απλώς διπλωματικό μήνυμα, αλλά πολιτική πράξη ευθύνης – απέναντι στην ευρωπαϊκή συνοχή, στη γεωπολιτική σταθερότητα και στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Παρακάτω ακολουθούν οι βασικές του θέσεις καθώς και το πλήρες κείμενο της επιστολής του προς τον Ιταλό ΥΠΕΞ.
Κύριε Φαραντούρη, γιατί επιλέξατε να στείλετε επιστολή στον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών, Αντόνιο Ταγιάνι; Ποιο ήταν το διακύβευμα;
Η επιστολή μου προς τον Ιταλό Υπουργό Εξωτερικών και Αντιπρόεδρο της Ιταλικής Κυβέρνησης Ταγιάνι έγινε με πνεύμα θεσμικής ευθύνης σε συνέχεια της συνάντησής μας στην Ταορμίνα της Σικελίας με αφρομή τα 70 χρόνια από τη διάσκεψη της Μεσσίνας που οδήγησε στην ίδρυση της ΕΕ. Η πρόσφατη τριμερής συναντηση Ιταλίας-Τουρκίας-Λιβύης στην Κωνσταντινούπολη απέκλεισε πλήρως την Ελλάδα – μια χώρα άμεσα εμπλεκόμενη σε όλα τα κρίσιμα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου: από τη μετανάστευση έως την ενεργειακή ασφάλεια. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε θεμιτό ούτε αποδεκτό. Όταν λαμβάνονται αποφάσεις που επηρεάζουν άμεσα ελληνικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα, η απουσία της Ελλάδας είναι αδικαιολόγητη.
Θεωρείτε ότι η Ιταλία ανέχεται ή και ενισχύει την τουρκική στρατηγική στην περιοχή;
Εάν δεν πρόκειται για σκόπιμη αποδοχή της τουρκικής στρατηγικής ελιναι σίγουρα «σιγονάρισμά» της. Ταυτόχρονα η σιωπή και η απουσία αντίδρασης δημιουργούν επικίνδυνα προηγούμενα. Η Τουρκία προσπαθεί να επαναφέρει το παράνομο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο για τις θαλάσσιες ζώνες, το οποίο έχει ήδη απορριφθεί από την ίδια την ΕΕ. Η όποια αποδοχή ή ανοχή από κράτος-μέλος, όπως η Ιταλία, υπονομεύει τη διεθνή νομιμότητα και τη συνοχή της Ένωσης. Δεν μπορούμε να επιτρέπουμε διμερείς συμφωνίες που παραβιάζουν το Διεθνές Δίκαιο και τα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών-μελών.
Τι προτείνετε ως βιώσιμη λύση για την Ανατολική Μεσόγειο; Υπάρχει εναλλακτική στον σημερινό κατακερματισμένο διάλογο;
Φυσικά και υπάρχει. Η λύση είναι μία: συμμετοχικός και πολυμερής διάλογος με τη συμμετοχή όλων των άμεσα ενδιαφερομένων. Δεν μπορεί να υπάρξει σταθερότητα ή κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική χωρίς την Ελλάδα, την Κύπρο και, όπου ενδείκνυται, την Αίγυπτο στο τραπέζι. Οι κλειστές συμμαχίες δεν αποδίδουν στη γεωπολιτική σκακιέρα της Μεσογείου. Χρειάζεται ευρωπαϊκή ενότητα, διπλωματική διαφάνεια και σεβασμός στο Διεθνές Δίκαιο.
Ποιος είναι ο ρόλος της Ελλάδας σήμερα στην Ανατολική Μεσόγειο και πώς τον αντιλαμβάνεστε ως Ευρωπαίος νομοθέτης;
Η Ελλάδα δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός παίκτης – είναι πυλώνας νομιμότητας, σταθερότητας και ευρωπαϊκής προοπτικής στην περιοχή. Ως ευρωβουλευτής και μέλος της Επιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας, πιστεύω ότι η φωνή της Ελλάδας πρέπει να είναι παρούσα και ξεκάθαρη. Δεν μπορούμε να είμαστε θεατές. Οφείλουμε να προστατεύουμε τα δικαιώματά μας αλλά και να προασπίζουμε την αξιοπιστία της ΕΕ. Ειδικά σε μια Ευρώπη που δοκιμάζεται από αποσταθεροποιητικές πρακτικές, χρειαζόμαστε πολιτικές ηγεσίες που να μιλούν με ευθύτητα και να δρουν με στρατηγική συνέπεια.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της επιστολής στον Ιταλό Υπουρο Εξωτερικών και Αντιπρόεδρο της Ιταλικής Κυβέρνησης Antonio Tajani:
Προς Α.Ε. κον Αντόνιο Ταγιάνι
Αναπληρωτή Πρόεδρο της Κυβερνήσεως και Υπουργό Εξωτερκών και Διεθνούς Συνεργασίας
Ιταλική Δημοκρατία
Α.Π.: 19/04-08-2025
Βρυξέλλες,4 Αυγούστου 2025
Θέμα:Τριμερής Διάσκεψη Ιταλίας, Τουρκίας, Λιβύης
Εξοχότατε Υπουργέ /Αγαπητέ Αντόνιο,
Απευθύνομαι με πνεύμα συναδελφικότητας και αμοιβαίου σεβασμού, το οποίο άλλωστε εκπορεύεται από την θητεία μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την κοινή αγωνία μας για τη συνοχή και τη στρατηγική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μου έδωσε μεγάλη χαρά η συνάντησή μας τον περασμένο Ιούνιο στην Ταορμίνα, με την ευκαιρία της 70ής επετείου της Διάσκεψης της Μεσσήνης, μιας συμβολικής στιγμής για όσους από εμάς παραμένουμε προσηλωμένοι στο ευρωπαϊκό ιδεώδες. Η συζήτησή μας για τη διαρκή παρακαταθήκη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ήταν επίκαιρη και ουσιαστική. Θυμάμαι με ιδιαίτερη καθαρότητα τη σκέψεις που μοιραστήκαμε: «Δεν υπάρχουν μικρές και μεγάλες χώρες στην Ευρώπη. Υπάρχουν οι μικρές και όσες δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει ότι είναι μικρές, στην παγκόσμια σφαίρα. Αλλά όλοι μαζί μπορούμε να είμαστε μεγάλοι, ισχυροί και επιδραστικοί, καταλύτης εξελίξεων και παράγοντας σταθερότητας, ειρήνης, ασφάλειας και ευημερίας για τους λαούς μας και τον κόσμο». Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο κλασικός νους του Βιργιλίου μάς προσφέρει ένα διαχρονικό μήνυμα: E pluribus unum — εκ των πολλών, το εν.
Ως μέλος της Επιτροπής για την Ασφάλεια και την Άμυνα και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απευθυνόμενος προς εσένα όχι μόνο με την ιδιότητά σου ως Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας, αλλά και ως πρώην Προέδρου του Κοινοβουλίου μας και διαχρονικού υπερασπιστή του ευρωπαϊκού οράματος, γνωρίζω πως και οι δύο φέρουμε την ευθύνη να προάγουμε αυτό το πνεύμα ενότητας ακόμη και εν μέσω διαφωνιών. Με αυτό το συναδελφικό αίσθημα καθήκοντος, θα ήθελα να εκφράσω την ανησυχία μου σχετικά με την πρόσφατη τριμερή συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ Ιταλίας, Τουρκίας και της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας της Λιβύης.
Παρ’ ό,τι κάθε διπλωματική πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην αποκλιμάκωση εντάσεων και την προώθηση του διαλόγου στην περιοχή είναι καταρχήν ευπρόσδεκτη, ο αποκλεισμός της Ελλάδας, ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που επηρεάζεται άμεσα από τα υπό συζήτηση ζητήματα, εγείρει ερωτήματα ως προς τη συνοχή τέτοιων προσπαθειών. Εάν, όπως δηλώθηκε, ο σκοπός της συνάντησης ήταν η αναζήτηση «κοινών προσεγγίσεων» σε τομείς όπως η μετανάστευση και η ενεργειακή συνεργασία, η απουσία της Ελλάδας, ως άμεσα εμπλεκόμενης και ενεργά παρούσας και στους δύο αυτούς τομείς, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ατυχής και εν δυνάμει υπονομευτική για την ενιαία ευρωπαϊκή στάση.
Η Ελλάδα δεν βρίσκεται μόνο γεωγραφικά στο κέντρο αυτών των θεμάτων, αλλά και πολιτικά. Από τις μεταναστευτικές ροές στη Μεσόγειο έως τις ενεργειακές διαδρομές της Ανατολικής Μεσογείου, αποφάσεις που λαμβάνονται εν τη απουσία της Ελλάδας, δεν μπορούν να θεωρηθούν βιώσιμες, δίκαιες ή στρατηγικά επαρκείς.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η αναθέρμανση της συζήτησης γύρω από το «Τουρκολιβυκό Μνημόνιο» για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών· ένα κείμενο που έχει καταδικαστεί όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από τα ίδια τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως κατάφωρη παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και ιδίως της UNCLOS, στην οποία είναι συμβαλλόμενη τόσο η Ιταλία όσο και η Ελλάδα. Το εν λόγω Μνημόνιο επιχειρεί να επιβάλλει «δικαιοδοσίa» σε περιοχές όπου η Τουρκία δεν διαθέτει κανένα νομικό έρεισμα, παραγνωρίζοντας πλήρως την παρουσία ελληνικών νησιών όπως η Κρήτη. Η εφαρμογή του θα οδηγούσε στην de facto ακύρωση του ελληνικού δικαιώματος πρόσβασης στην υφαλοκρηπίδα και στις ΑΟΖ της χώρας, παρεμποδίζοντας κάθε νόμιμη ενεργειακή δραστηριότητα και αναπτυξιακή προοπτική. Εν ολίγοις, συνιστά άμεση αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και άρα και των ευρωπαϊκών.
Η -έστω σιωπηρή ή έμμεση- αποδοχή τέτοιων ρυθμίσεων από οποιοδήποτε κράτος-μέλος της ΕΕ θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο, καθώς θα εκλαμβανόταν ως ανοχή απέναντι σε μια αναθεωρητική πρακτική που υπονομεύει όχι μόνο τη διεθνή νομιμότητα, αλλά και την αξιοπιστία της ίδιας της Ένωσης στη γειτονιά της. Από στρατηγικής απόψεως, κάτι τέτοιο θα εξέπεμπε το μήνυμα πως «διμερείς συμφωνίες» μπορούν να υπερισχύουν της πολυμερούς συνεργασίας και των αρχών του Διεθνούς Δικαίου.
Θα μιλήσω με την ειλικρίνεια που μας προσφέρει η κοινή ευρωπαϊκή μας αποστολή. Η «νεο-οθωμανική» περιφερειακή στρατηγική της Τουρκίας, με στρατιωτική παρουσία στη Λιβύη, τη Συρία και το Ιράκ, με αποσταθεροποιητική εμπλοκή στην Ανατολική Μεσόγειο, με τη συνεχιζόμενη κατοχή της βόρειας Κύπρου και με ρητή απειλή κατά της Ελλάδας στην περίπτωση που ασκήσει τα νόμιμα κυριαρχικά της δικαιώματα, την καθιστά αποκλίνουσα από τις θεμελιώδεις αρχές και τη στρατηγική συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αντιθέτως, Ιταλία και Ελλάδα μοιράζονται όχι μόνο κοινά νερά, αλλά ένα ολόκληρο πολιτισμικό υπόδειγμα. Είμαστε κληρονόμοι μιας κοινής ιστορικής ταυτότητας και εταίροι στις απαιτήσεις που συνεπάγεται η ευθύνη του ευρωπαϊκού Νότου. Τη στιγμή που η μαζική μετανάστευση, τα ζητήματα ασφαλείας και ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων τέμνονται στην περιοχή μας, δεν υπάρχουν περιθώρια για παρανοήσεις ή μονομερείς πρωτοβουλίες.
Στο πλαίσιο αυτό, εισηγούμαι όπως οι μελλοντικές διαβουλεύσεις για την Ανατολική Μεσόγειο περιλαμβάνουν όλα τα άμεσα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας, της Κύπρου και πέραν αυτών, όπου αρμόζει, της Αιγύπτου. Μόνο ένα πραγματικά συμμετοχικό πλαίσιο μπορεί να αποδώσει βιώσιμα αποτελέσματα και να διασφαλίσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ευρώπης.
Επίτρεψέ μου διά της παρούσης να αναγνωρίσω τη διαχρονική σου προσήλωση στο ευρωπαϊκό εγχείρημα και να εκφράσω τη βεβαιότητά μου ότι θα προσεγγίσεις το ζήτημα αυτό με την υπευθυνότητα και τη σοβαρότητα που διέπει το αξίωμά σου και η μακρά ευρωπαϊκή σου πορεία. Παραμένω στη διάθεσή σου για κάθε περαιτέρω διάλογο και είμαι βέβαιος πως οι χώρες μας θα συνεχίσουν να πορεύονται από κοινού: στην ενότητα, στο Δίκαιο, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Με εκτίμηση,
Καθηγητής Νικόλας Φαραντούρης
Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου