Η υπόθεση της «Κρητικής Μαφίας» δεν περιορίζεται πλέον σε κυκλώματα εκβιαστών και καταπατητών, αλλά αποκτά και ισχυρή πολιτική διάσταση. Στο προσκήνιο έρχεται το όνομα του πρώην υπουργού Άμυνας, Πάνου Καμμένου, μετά τις αποκαλύψεις τηλεφωνικών συνομιλιών που περιλαμβάνονται στη δικογραφία.
Συγκεκριμένα, ένας εκ των φερόμενων εγκεφάλων της οργάνωσης, επιχειρηματίας στον ξενοδοχειακό κλάδο, επικοινώνησε με τον Καμμένο ζητώντας τη συνδρομή του για την προώθηση της εκλογής του αρχιμανδρίτη Μελχισεδέκ στον μητροπολιτικό θρόνο Κυδωνίας και Αποκορώνου. Στην απομαγνητοφωνημένη συνομιλία, ο επιχειρηματίας φέρεται να λέει ότι η εκλογή του κληρικού εξαρτάται από την αμερικανική βάση στη Σούδα και από την αποδοχή του Πατριαρχείου, ζητώντας από τον πρώην υπουργό να μεσολαβήσει.
Η απάντηση του Καμμένου προκάλεσε πολιτική θύελλα: «Αν είναι θέμα αμερικανικού παράγοντα, θα το καθαρίσω, το ελέγχω απόλυτα». Η φράση αυτή καταγράφηκε και περιλήφθηκε στη δικογραφία, δίνοντας τροφή σε πλήθος ερωτημάτων για το κατά πόσο ένας πρώην υπουργός διατηρεί κανάλια επικοινωνίας με παράγοντες της Εκκλησίας, των ΗΠΑ και επιχειρηματίες με βαριές κατηγορίες.
Ο ίδιος ο Καμμένος, μετά τη δημοσιοποίηση του ηχητικού, παραδέχθηκε ότι μίλησε πράγματι με τον επιχειρηματία, αλλά υποστήριξε ότι τελικά δεν προέβη σε καμία ενέργεια και διέκοψε κάθε επαφή, όταν αντιλήφθηκε το βάρος των καταγγελιών. Ωστόσο, το γεγονός ότι δέχθηκε αρχικά να μπει σε μια τέτοια συζήτηση παραμένει προβληματικό και θέτει ζήτημα πολιτικής και ηθικής ευθύνης.
Η υπόθεση έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις: η Ελληνική Αστυνομία μιλά για νέες ποινικές διώξεις, ενώ η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση ότι επιχειρεί να υποβαθμίσει το ζήτημα. Ο Παύλος Πολάκης, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε λόγο για «πρωτοφανές πλέγμα διαπλοκής πολιτικών, εκκλησιαστικών και παρακρατικών κύκλων» που απειλεί ευθέως τη Δημοκρατία.
Η εμπλοκή του Καμμένου, ακόμη και αν περιοριστεί μόνο σε ένα τηλεφώνημα, αποκαλύπτει πόσο εύθραυστη μπορεί να είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πολιτική ισχύ και στην εξυπηρέτηση σκοτεινών συμφερόντων. Σε μια εποχή που η κοινωνία απαιτεί διαφάνεια και καθαρές λύσεις, η εικόνα ενός πρώην υπουργού να εμφανίζεται σε συνομιλίες με πρωταγωνιστές εγκληματικής οργάνωσης αποτελεί πλήγμα όχι μόνο για το προσωπικό του κύρος, αλλά και για την αξιοπιστία των θεσμών.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται να δείξει αν η Δικαιοσύνη θα αναζητήσει περαιτέρω ευθύνες και πολιτικές διασυνδέσεις, ή αν το θέμα θα περιοριστεί στη σφαίρα των «παρεξηγημένων τηλεφωνημάτων». Σε κάθε περίπτωση, η σκιά της «Κρητικής Μαφίας» αγγίζει πλέον τα υψηλότερα επίπεδα του δημόσιου βίου.