Το Ισραήλ ανακοίνωσε πως εξαπέλυσε αεροπορική επιδρομή στην Ντόχα, με στόχο κορυφαία στελέχη της Χαμάς. Η οργάνωση ανέφερε ότι οι διαπραγματευτές της επέζησαν, αλλά έκανε λόγο για έξι νεκρούς. Πρόκειται για την πρώτη επιχείρηση αυτού του είδους σε έδαφος του Κατάρ.
Η κυβέρνηση του Κατάρ κατήγγειλε την επίθεση ως «κατάφωρη παραβίαση εθνικής κυριαρχίας και διεθνούς δικαίου» και προειδοποίησε ότι «επιφυλάσσεται του δικαιώματος να ανταποδώσει». Ο πρωθυπουργός σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν αλ Θάνι χαρακτήρισε το γεγονός «σημείο καμπής», καλώντας σε κοινή αντίδραση τα κράτη της περιοχής, χωρίς ωστόσο να αποσύρει τον διαμεσολαβητικό ρόλο της Ντόχα.
Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε με έντονο τρόπο. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες καταδίκασε το πλήγμα, υπογραμμίζοντας ότι υπονομεύει τις ειρηνευτικές διεργασίες. Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντεριχ Μερτς το χαρακτήρισε «απαράδεκτη ενέργεια», ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ μίλησε για «παραβίαση της κυριαρχίας του Κατάρ». Η Τουρκία έκανε λόγο για «κρατική τρομοκρατία».
Ακόμη και οι Ηνωμένες Πολιτείες, στενός σύμμαχος του Ισραήλ αλλά και του Κατάρ, αντέδρασαν αυστηρά. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε: «Δεν είμαι ευτυχής», «είμαι πολύ δυσαρεστημένος», τονίζοντας ότι η Ουάσιγκτον δεν είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων για την επιχείρηση. Εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου ανέφερε πως τα πλήγματα έκαναν τον πρόεδρο να «αισθανθεί πολύ άσχημα», παρότι η «εξάλειψη της Χαμάς» θεωρείται «αξιέπαινος στόχος».
Το Κατάρ διέψευσε κατηγορηματικά πως είχε λάβει οποιαδήποτε προειδοποίηση από τις ΗΠΑ. Το κράτος φιλοξενεί από το 2012 μέλη του πολιτικού γραφείου της Χαμάς, ενώ στο έδαφός του λειτουργεί η μεγαλύτερη αμερικανική βάση στη Μέση Ανατολή.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συγκλήθηκε εκτάκτως για να εξετάσει το ζήτημα, με τη συνεδρίαση να ορίζεται για τις 15:00 ώρα Νέας Υόρκης (22:00 ώρα Ελλάδας).
Σύμφωνα με την ισραηλινή πλευρά, ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου διέταξε την επιχείρηση μετά την επίθεση στην ανατολική Ιερουσαλήμ που στοίχισε τη ζωή σε έξι ανθρώπους. «Ο στρατός και η αντικατασκοπία (Σιν Μπετ) διεξήγαγαν στοχευμένο πλήγμα εναντίον μελών της ηγεσίας της τρομοκρατικής οργάνωσης Χαμάς», ανέφεραν οι ένοπλες δυνάμεις.
Η Χαμάς διευκρίνισε ότι η επίθεση είχε στόχο «συνεδρίαση των διαπραγματευτών» στην Ντόχα, όπου «συζητούσαν την πρόταση του προέδρου Τραμπ για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα». Υποστήριξε ότι «ο εχθρός δεν κατάφερε να δολοφονήσει τα μέλη της αντιπροσωπείας», αλλά επιβεβαίωσε έξι νεκρούς, μεταξύ τους ο γιος του επικεφαλής διαπραγματευτή Χαλίλ αλ Χάγια, ο επικεφαλής του γραφείου του και τρεις σωματοφύλακες.
Η οργάνωση κατηγόρησε τον Νετανιάχου ότι επιδιώκει «εσκεμμένα να αποτύχουν οι διεθνείς προσπάθειες» και επανέλαβε τις βασικές της αξιώσεις: «Τον άμεσο τερματισμό των επιθέσεων εναντίον του λαού μας, την πλήρη απόσυρση του στρατού κατοχής (του Ισραήλ) από τη Λωρίδα της Γάζας, αληθινή ανταλλαγή αιχμαλώτων (…) και αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας».
Ο Νετανιάχου, από την πλευρά του, διαβεβαίωσε: «Το Ισραήλ αποδέχεται τις αρχές, την πρόταση που υποβλήθηκε από τον πρόεδρο Τραμπ για να τελειώσει ο πόλεμος, ξεκινώντας με την άμεση απελευθέρωση όλων των ομήρων μας. Αν η πρόταση γίνει αποδεκτή (από τη Χαμάς), ο πόλεμος μπορεί να τερματιστεί αμέσως».
Ο Τραμπ ξεκαθάρισε μέσω Truth Social ότι η απόφαση «την έλαβε ο πρωθυπουργός (του Ισραήλ) Νετανιάχου, όχι εγώ», χαρακτηρίζοντας το γεγονός «ατυχές».
Το φόρουμ των οικογενειών των Ισραηλινών ομήρων εξέφρασε «ανησυχία» για την τύχη τους, ενώ ο ισραηλινός στρατός υπολογίζει ότι 47 παραμένουν στη Γάζα, από τους οποίους οι 25 θεωρούνται νεκροί. Από την 7η Οκτωβρίου 2023, όταν η Χαμάς επιτέθηκε στο νότιο Ισραήλ, 251 άνθρωποι έχουν απαχθεί.
Σε αντίποινα, η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει δεσμευτεί να εξοντώσει τη Χαμάς, εξαπολύοντας στρατιωτικές επιχειρήσεις που έχουν οδηγήσει σε τεράστιες απώλειες και εκτεταμένη καταστροφή στη Λωρίδα της Γάζας, προκαλώντας μια βαθιά ανθρωπιστική κρίση.