Ο λεγόμενος Great Sea Interconnector ή EuroAsia Interconnector παρουσιάστηκε τα τελευταία χρόνια ως ένα από τα πιο φιλόδοξα ενεργειακά έργα της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Σκοπός του είναι να ενώσει ηλεκτρικά το Ισραήλ, την Κύπρο και την Ελλάδα, ώστε να τερματιστεί η ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και να ενισχυθεί η ασφάλεια εφοδιασμού στην περιοχή, με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει εγκρίνει κονδύλια ύψους περίπου 800 εκατομμυρίων ευρώ.
Παρά τα θετικά μηνύματα, το έργο έχει βρεθεί αντιμέτωπο με καθυστερήσεις και εμπόδια. Σήμερα, η κυπριακή κυβέρνηση εμφανίζεται πιο επιφυλακτική, ζητώντας επανεξέταση της βιωσιμότητάς του. Ο σκεπτικισμός οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: το οικονομικό βάρος για την Κύπρο, τις αβεβαιότητες γύρω από το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης και τον γεωπολιτικό παράγοντα, καθώς η Τουρκία έχει εκφράσει έντονες αντιρρήσεις για την πορεία του καλωδίου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η συζήτηση κορυφώθηκε τους τελευταίους μήνες, καθώς η Αρχή Ρύθμισης Ενέργειας της Κύπρου ενέκρινε τη διαδικασία χρηματοδότησης μέσω των καταναλωτών, ωστόσο το μέτρο δεν εφαρμόστηκε ακόμη επειδή εκκρεμεί η μεταβίβαση ιδιοκτησίας του έργου από την ιδιωτική εταιρεία EuroAsia Interconnector στον ΔΕΔΔΗΕ (IPTO). Το διοικητικό αυτό εμπόδιο δείχνει ότι η Λευκωσία δεν βιάζεται να δεσμευτεί σε ένα έργο με υψηλό κόστος και αβέβαιη υλοποίηση.
Παράλληλα, οι διαβουλεύσεις Ελλάδας–Κύπρου έχουν καταγράψει εντάσεις, με τον ΔΕΔΔΗΕ να επιμένει ότι το έργο πρέπει να προχωρήσει, καθώς έχει ήδη επενδυθεί σημαντικό κεφάλαιο, και την κυπριακή πλευρά να ζητά περισσότερο χρόνο. Αν το έργο παγώσει, ενδέχεται να προκύψουν και οικονομικές συνέπειες, καθώς η συμφωνία του 2024 προβλέπει καταμερισμό κόστους ανάμεσα στις δύο χώρες.
Σε πολιτικό επίπεδο, η Αθήνα θεωρεί ότι ο αγωγός είναι στρατηγικό εργαλείο που ενισχύει την ευρωπαϊκή παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και λειτουργεί ως απάντηση στις γεωπολιτικές προκλήσεις της Τουρκίας. Αντίθετα, η Λευκωσία δείχνει δισταγμό, φοβούμενη ότι μπορεί να εμπλακεί σε ένα έργο που θα επιβαρύνει δυσανάλογα την οικονομία της χωρίς να αποδώσει άμεσα οφέλη.
Η πραγματικότητα είναι πως το έργο δεν έχει εγκαταλειφθεί, αλλά δεν θεωρείται πλέον δεδομένο. Αν η Κύπρος συνεχίσει να κρατά αποστάσεις, το μέλλον του Great Sea Interconnector θα εξαρτηθεί από την ευρωπαϊκή βούληση και τη δυνατότητα της Ελλάδας να στηρίξει πολιτικά και οικονομικά την υλοποίησή του.
Πενήντα χρόνια μετά την ένταξη της Κύπρου στην ενεργειακή απομόνωση, η απόφαση για τη διασύνδεση θα κρίνει αν το νησί θα παραμείνει ενεργειακά μόνο του ή αν θα ενταχθεί πλήρως στον ευρωπαϊκό χάρτη. Η Λευκωσία καλείται να ζυγίσει με νηφαλιότητα το πολιτικό κόστος, τα οικονομικά δεδομένα και το όραμα για μια Κύπρο που δεν θα εξαρτάται αποκλειστικά από τις δικές της μονάδες παραγωγής, αλλά θα συμμετέχει ενεργά σε ένα κοινό ευρωπαϊκό δίκτυο.