Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025


ΑρχικήΕιδήσειςΚόσμοςΤο ασσόδυο παίζεται για εξάρες;

Το ασσόδυο παίζεται για εξάρες;

Της Μαριάννας Γεωργαντή

Η πρόσφατη συνάντηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε ένα ακόμη επεισόδιο στο μακροχρόνιο γεωπολιτικό θρίλερ που αφορά όχι μόνο τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τη θέση της Τουρκίας στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων. Η εικόνα που προσπάθησε να περάσει η Άγκυρα είναι αυτή μιας «επιτυχημένης επίσκεψης» με συμβολισμούς ισότητας, ωστόσο η ουσία είναι διαφορετική: ο Ερντογάν εμφανίζεται να δίνει πολλά, χωρίς να παίρνει χειροπιαστά ανταλλάγματα.


Η ειρωνεία είναι πως ενώ ο Τούρκος πρόεδρος προβάλλει το αφήγημα της «στενής φιλίας» με τον Τραμπ, στην πραγματικότητα ο Αμερικανός πρόεδρος θα τον αφήσει να κινηθεί μόνο όσο τον εξυπηρετεί. Περισσότερο από αυτό, δεν θα επιτραπεί ποτέ. Ο λόγος είναι απλός: το ισχυρό εβραϊκό λόμπι στις Ηνωμένες Πολιτείες, που έχει βαθιές ρίζες στην αμερικανική πολιτική σκηνή, δεν θα αφήσει ποτέ να ανατραπεί η σταθερή στήριξη προς το Ισραήλ. Ο ίδιος ο Τραμπ το υπενθύμισε δημόσια, καθισμένος πλάι σε Ευρωπαίους ηγέτες, πως θα συνεχίσει να στηρίζει με συνέπεια το Τελ Αβίβ.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι προσωπικές σχέσεις που έχει οικοδομήσει με τον Ερντογάν δεν παύουν να είναι εργαλειακές. Ο Τούρκος πρόεδρος μπορεί να νιώθει επικοινωνιακά «καβάλα στο άλογο», καθώς προβάλλει την εικόνα ενός ηγέτη που μπορεί να συνομιλεί απευθείας με τον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, όπως φάνηκε και από τις δηλώσεις Τραμπ, αυτή η σχέση είναι υπό αίρεση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε δύο φορές πως «είναι απόλυτος στις απόψεις του ο Τούρκος πρόεδρος» . Κάποια στιγμή αυτό θα το χρησιμοποιήσει. Θα τονίσει ξανά το ελάττωμά του αν δεν υπακούσει σε εκείνον ο Τούρκος πρόεδρος. Το μήνυμα ήταν σαφές: θα σε αφήσω να νιώθεις δυνατός, αλλά την τελική λέξη την έχω εγώ.

Το ζήτημα των F-35 είναι χαρακτηριστικό. Ο Ερντογάν μπορεί να το θέτει επιτακτικά, ωστόσο ακόμη κι αν προχωρήσει ένα τέτοιο σενάριο, θα συνοδεύεται από αυστηρούς περιορισμούς. Οι ΗΠΑ γνωρίζουν πολύ καλά ότι μια ανεξέλεγκτη Τουρκία θα μπορούσε να προκαλέσει τεράστια αποσταθεροποίηση σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Η Άγκυρα αποτελεί μεν ένα «καλό γεωπολιτικό οικόπεδο», με μεγάλο πληθυσμό και στρατηγική θέση, όμως το εσωτερικό της διχασμένο σκηνικό καθιστά επικίνδυνο ένα πιθανό «μετά-Ερντογάν» τοπίο. Έτσι, η Ουάσιγκτον προτιμά να τον κρατά στην εξουσία αλλά υπό στενό έλεγχο.

Ο ίδιος ο Τραμπ, όπως έχει αποδείξει και στο παρελθόν, χρησιμοποιεί τέτοιου είδους σχέσεις ως διαπραγματευτικό χαρτί. Το «φιλικό κλίμα» είναι κομμάτι της στρατηγικής του, αλλά την κατάλληλη στιγμή μπορεί να στραφεί εναντίον του συνομιλητή του. Όταν θα χρειαστεί, θα θυμίσει στον Ερντογάν ότι «χωρίς την αμερικανική κάλυψη, τίποτα δεν προχωρά».

Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκονται σε ένα διαφορετικό μονοπάτι. Η Αθήνα έχει οικοδομήσει μια ισχυρή στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, η οποία λειτουργεί ως δείκτης προστασίας σε μια περίοδο γεωπολιτικής αβεβαιότητας. Η συνεργασία αυτή μπορεί να έχει και όψεις «εργολαβίας», με το Ισραήλ να αποκομίζει σημαντικά οφέλη, αλλά για την Ελλάδα αποτελεί κρίσιμο παράγοντα ασφαλείας.

Η Ελλάδα μπορεί να έχει κάνει λάθος επιλογές στην εξωτερική της πολιτική, παρ όλα αυτά ευνοείται από τον φυσικό της πλούτο και το παρελθόν της. Επιπλέον, η απάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού, με την χαρακτηριστική γαλλική φράση «c’est la vie» όταν κλήθηκε να σχολιάσει τις ενεργειακές εξελίξεις και το ζήτημα της Chevron, ήταν αποκαλυπτική και θαυμαστή θα έλεγα. Ανέδειξε μια πιο ρεαλιστική στάση: αναγνώριση των περιορισμών, αλλά και διατήρηση της ψυχραιμίας. Η Ελλάδα, εξάλλου, διαθέτει ήδη πρόσβαση στα F-35 μέσα από τη συνεργασία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την πολυεπίπεδη συμμαχία της με το Ισραήλ.

Σημαντικό ρόλο στο παρασκήνιο παίζουν και οι ελληνοαμερικανικές προσωπικότητες, όπως ο Τζον Κατσιματίδης, οι οποίοι μπορούν να ανοίξουν «πόρτες» στον Λευκό Οίκο και να διευκολύνουν μελλοντικές συναντήσεις. Ωστόσο, μια τέτοια προοπτική δεν είναι απαραίτητη άμεσα. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά και ο ρόλος της Κίμπερλι Γκίλφοϊλ , η οποία συγκαταλέγεται στις ελάχιστες προσωπικότητες που έχουν τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τον Ντόναλντ Τραμπ. Όπως έχει επισημάνει και ο Τζον Κατσιματίδης, μπορεί να σηκώσει το τηλέφωνο και να μιλήσει μαζί του οποιαδήποτε στιγμή. Η παρουσία της Γκίλφοϊλ αναμένεται να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στην Ελλάδα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ανοίγοντας νέους δρόμους για οικονομικές και εμπορικές συνεργασίες. Παράλληλα, θα ενισχύσει γεωπολιτικά τη θέση της χώρας μας, καθώς η ίδια έχει αποδείξει μέσα από την πορεία της ότι διαθέτει τη δυναμική και την ικανότητα να προωθεί στρατηγικές συμμαχίες και να επιτυγχάνει σημαντικά αποτελέσματα.

Όσο για τον Ερντογάν, ακόμη κι αν εξασφαλίσει συμφωνία για τα F-35, η παράδοσή τους τοποθετείται χρονικά πολύ μακριά – ίσως γύρω στο 2033. Μέχρι τότε, πολλά θα έχουν αλλάξει: η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη, αλλά και η ίδια η θέση των ΗΠΑ στο διεθνές σκηνικό. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η Άγκυρα θα παραμένει υπό αυστηρή εποπτεία, και κάθε της βήμα θα αξιολογείται μέσα από το πρίσμα της αμερικανικής και ισραηλινής στρατηγικής.

Συνοψίζοντας, η συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν περισσότερο αποκάλυψε τα όρια της τουρκικής διπλωματίας παρά κατέγραψε επιτυχίες. Ο Ερντογάν μπορεί να καυχιέται ότι έχει προσωπική πρόσβαση στον Τραμπ, αλλά αυτή η «φιλία» είναι υπό όρους και μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε πίεση. Για την Ελλάδα, η σταθερή στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ και η ενίσχυση της παρουσία της στο δυτικό στρατόπεδο , σωστές κινήσεις πλέον, θα αποτελούν πιο αξιόπιστα στηρίγματα από τις προσωπικές σχέσεις που χτίζει ο Τούρκος πρόεδρος.



Ροη Ειδήσεων