Με καθαρό λόγο και χωρίς υπεκφυγές, ασκεί κριτική αλλά και αναγνωρίζει όσα, κατά τη γνώμη του, γίνονται σωστά. Τοποθετείται για τη στάση της κυβέρνησης στο θέμα του Αγνώστου Στρατιώτη και των οικογενειών των θυμάτων στα Τέμπη, ενώ εξηγεί γιατί θεωρεί ότι το ΠΑΣΟΚ έχει χάσει τον προσανατολισμό του και γιατί ο ίδιος επέλεξε να συμπορευθεί με τη Νέα Δημοκρατία.
Μιλά, επίσης, για τον ρόλο της Ελλάδας στα διεθνή fora, τη στάση των ΗΠΑ και της Ε.Ε. απέναντι στην Τουρκία, αλλά και για την ανάγκη μιας ώριμης, σοβαρής αντιπολίτευσης που θα μπορεί να σταθεί απέναντι στην κυβέρνηση.
Δηλώσατε ότι ο Ερντογάν δεν εννοεί όσα λέει για τη «νέα ημέρα» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μετά τη φαινομενική ύφεση, βλέπετε ουσιαστική βελτίωση ή παραμένετε επιφυλακτικός; Ποια στρατηγική πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα;
Παραμένω επιφυλακτικός, διότι το θέμα δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Ο Ερντογάν επέλεξε για τακτικούς λόγους την πολιτική των ήρεμων υδάτων, διότι έχει τεράστια προβλήματα με τη Συρία και αξεπέραστα προβλήματα με το Ισραήλ και, συνεπώς, θέλει να επιδείξει πνεύμα συνεργασίας και καλής διάθεσης με μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης όπως είναι η Ελλάδα. Κανένα από τα απαράδεκτα θέματα που βάζει στο τραπέζι δεν το βλέπει διαφορετικά εν μέσω πολιτικής ήρεμων υδάτων. Εμένει στις ίδιες παράνομες διεκδικήσεις του. Και η Ελλάδα, ωστόσο, επωφελείται από την πολιτική των ήρεμων υδάτων για πολλούς και διαφόρους λόγους, που σχετίζονται με τη μείωση της έντασης των αέρος, την οικονομία δυνάμεων και οικονομικών πόρων.
Θεωρώ ότι δεν έχει κλείσει ο κύκλος της περιόδου των ήρεμων υδάτων, αλλά πάντα πρέπει να είμαστε ανήσυχοι, γιατί όλα εξαρτώνται από την εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία, που πολλές φορές κάνει εξαγωγή εσωτερικών δυσχερειών, και από τα προβλήματα που έχει η κυβέρνηση Ερντογάν.
Έχετε πει πως η Ελλάδα οφείλει να αποκαλύπτει την πραγματική πλευρά της Τουρκίας στα διεθνή fora. Πιστεύετε ότι η διεθνής κοινότητα αντιλαμβάνεται πλήρως τις προκλήσεις της Άγκυρας; Τι παραπάνω μπορεί να κάνει η ελληνική διπλωματία;
Η διεθνής κοινότητα πλήρως δεν αντιλαμβάνεται· εν μέρει αντιλαμβάνεται το ρόλο της Τουρκίας. Ως προς αυτό έχω μια ατράνταχτη απόδειξη. Όλα τα συμπεράσματα των Συμβουλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμπεριέχουν παραγράφους συγκεκριμένες για την απαράδεκτη συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι σε ένα κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, που είναι η Ελλάδα. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι ο δρόμος που έχουμε διανύσει στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι δρόμος θετικών εξελίξεων.
Το δεύτερο που με κάνει να πιστεύω ότι είμαστε στο σωστό δρόμο είναι η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Συνεχώς, ειδικά επί των περιόδων της προεδρίας Τραμπ, με τους υπουργούς Εξωτερικών που διορίζει ο πρόεδρος Τραμπ, με τον προηγούμενο αλλά και τον νυν, το State Department, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, κρατά για λόγους που σχετίζονται με την αμερικανική εξωτερική πολιτική πάρα πολύ καλή στάση απέναντι στα όσα συμβαίνουν στην περιοχή μας — που η περιοχή μας είναι τα Βαλκάνια, η Μέση Ανατολή και η Μεσόγειος.
Άρα, η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών είναι μια πολιτική συμμάχου χώρας και αυτό δεν είναι μόνο στα λόγια. Στα λόγια είναι μόνο οι σχέσεις Ερντογάν – Τραμπ, όπου ο Τραμπ διαρκώς κολακεύει τον Ερντογάν, του χαρίζει τα καθρεφτάκια προς τους ιθαγενείς, αλλά μέσα, όπως αποδείχθηκε προσφάτως, στις μεταξύ τους συσκέψεις του βάζει τα πολύ δύσκολα θέματα των απαιτήσεων της Αμερικής απέναντι στην Τουρκία, που δεν μπορεί ο Ερντογάν να τα ικανοποιήσει.
Άρα, αν προσθέσει κανείς και τις διμερείς συμβάσεις που έχουμε υπογράψει με τη Γαλλία για την αμυντική μας συνεργασία, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τις πολιτικές που έχουμε εδώ και χρόνια τώρα (τα τελευταία έξι χρόνια) διαμορφώσει με την Αίγυπτο και με την Ιταλία, νομίζω ότι η θέση της Ελλάδας έχει ενισχυθεί και η ελληνική διπλωματία είναι σε καλό δρόμο.
Μετά τις νέες δηλώσεις Ερντογάν για την Κύπρο, πώς πρέπει να αντιδράσουν Αθήνα και Λευκωσία; Υπάρχει περιθώριο ουσιαστικού διαλόγου ή η τουρκική στάση το καθιστά αδύνατο;
Η επίλυση του Κυπριακού με τα σημερινά δεδομένα είναι, κατά τη γνώμη μου, αδύνατη. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια. Πρέπει να κάνουμε προσπάθειες κι εμείς και η Κύπρος, ο καθένας στο επίπεδο που μπορεί, και οπωσδήποτε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, που παίζει ρόλο στο όλο θέμα. Ωστόσο, η στάση της Τουρκίας έχει επιδεινωθεί, έχει σκληρύνει· μιλούν πια για δύο κράτη. Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, μεγαλύτερη παραχώρηση προς την Τουρκία, τα κατεχόμενα και την «κυβέρνηση των κατεχομένων» από το να αποδεχόταν η Ελλάδα ή η Κύπρος έναν διάλογο για το θέμα αυτό.
Εμείς απορρίπτουμε εξ ορισμού τη λύση των δύο κρατών — η Ελλάδα, η Αθήνα και η Λευκωσία. Πρέπει να βλέπουμε όσο μπορούμε πιο καθαρά τη στάση της Τουρκίας εκεί και έτσι να την εξηγούμε στους εταίρους μας, σε όλα τα διεθνή fora, σε όλες τις διμερείς συναντήσεις, διότι η στάση πια της Τουρκίας για τα κατεχόμενα είναι απροκάλυπτη. Είναι απροκάλυπτη διότι θέλει την εισβολή και την κατοχή να την εδραιώσει, βάζοντας την Ελλάδα ή την Κύπρο να συζητά για ένα θέμα τέτοιο υπό τον τίτλο «δύο κράτη».
Θα πρέπει, βέβαια, η Ελλάδα και η Κύπρος να προσέξουν το θέμα του καλωδίου. Έχουν καταστήσει τον εισβολέα και κάτοχο του βορείου τμήματος της Κύπρου θεατή μιας διένεξης που προκαλείται από αψυχολόγητες και απαράδεκτες δηλώσεις ενός Κύπριου υπουργού.
Η υπόθεση κακοδιαχείρισης στον ΟΠΕΚΕΠΕ έχει πάρει διαστάσεις. Τι περιμένετε να δείξει η Εξεταστική Επιτροπή; Πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις ή για βαθύτερες παθογένειες στη διαχείριση των αγροτικών κονδυλίων;
Απαντώ ρητά και απερίφραστα ότι το πρόβλημα πάει πίσω στον χρόνο. Φυσικά δεν είναι ένα πρόβλημα του τρέχοντος έτους ή των δύο ή τριών ή τεσσάρων προηγούμενων ετών. Γι’ αυτό και η Εξεταστική Επιτροπή ανέλαβε την ευθύνη από τη Βουλή να το εξετάσει από γενέσεως ΟΠΕΚΕΠΕ.
Να ανακαλείς στο παρόν την ιστορία είναι αναγκαίο, αλλά δεν είναι το κυρίως ζητούμενο. Το κυρίως ζητούμενο είναι να δούμε τι έγινε σήμερα. Πρώτον, η Εξεταστική Επιτροπή πάρα πολύ καλώς δημιουργήθηκε. Σας λέω ότι εγώ, που είμαι ένας έμπειρος πολιτικός, και το γραφείο μου παρακολουθούμε από την τηλεόραση την Εξεταστική Επιτροπή. Αν ήταν προανακριτική, δεν θα είχε την πρέπουσα προβολή.
Την παρακολουθούμε καθημερινά, όποτε συνεδριάζει μέσα στην εβδομάδα. Παρακολουθούμε τις συνεδριάσεις της και έτσι έχουμε μορφώσει γνώμη. Πρώτον, ότι ήταν απολύτως απαραίτητη η δημιουργία της για να καταλάβουμε τι έχει γίνει. Δεύτερον, δόθηκε η ευκαιρία σε αρκετούς ή κάποιους κατεργάρηδες να κερδοσκοπήσουν, επειδή δεν υπάρχει κτηματολόγιο — επειδή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη το κτηματολόγιο σε όλη την Ελλάδα, που διευκολύνει τους ελέγχους.
Το τρίτον, ότι δεν ήταν όλοι οι διοικούντες του ΟΠΕΚΕΠΕ ίδιοι από πλευράς ευθυνών. Υπάρχουν διακυμάνσεις, και αυτές τις διακυμάνσεις θα πρέπει να τις δούμε με πάρα πολλή προσοχή. Εγώ έχω καθημερινά τη δυνατότητα να ξέρω καθένας που πάει και καταθέτει τι ακριβώς λέει και να καταλαβαίνω, με την πολιτική μου εμπειρία αλλά και με τη δικηγορική μου εμπειρία, πού ακριβώς μπορεί να γεννιούνται προβλήματα.
Το τελευταίο σημείο: μέχρι στιγμής δεν έχουμε τελειώσει, υπάρχει ακόμα δρόμος να διανυθεί, πολλά πρόσωπα να περάσουν, πολλοί καινούργιοι μάρτυρες να έρθουν να εξεταστούν — βέβαια και οι υπάρχοντες μάρτυρες — για να μορφώσουμε τελική γνώμη.
Μέχρι στιγμής, ως προς ένα θέμα, υπάρχει πληροφόρηση: ότι δηλαδή δεν υπήρχε παρέμβαση του Μαξίμου με τη λογική της συγκάλυψης, αλλά υπάρχει παρέμβαση του Μαξίμου με την προοπτική «ρίξτε φως παντού, συνεργαστείτε με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία». Αυτό μάθαμε. Μέχρι να αμφισβητηθεί, το ξέρουμε αυτό από καταθέσεις που έχουν γίνει εκεί. Και δεύτερον, ότι δεν έχω δει ακόμα ζητήματα ποινικών ευθυνών υπουργών.
Αλλά επειδή πρέπει να σεβαστούμε τους θεσμούς, μιλάμε για την ώρα, για το μέχρι τώρα, και όταν θα φτάσουμε στο τέλος αυτής της πορείας θα μπορούμε να δώσουμε ο καθένας τα συμπεράσματά του με ασφαλέστερο τρόπο.
Είπατε πως είναι πρόωρο να καταδικάζονται υπουργοί για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Πού τελειώνει η πολιτική και πού αρχίζει η προσωπική ευθύνη;
Η προσωπική ευθύνη είναι ποινική και αστική. Όταν η αντιπολίτευση ζητούσε προανακριτική επιτροπή, τότε υπαινισσόταν ότι υπάρχουν ποινικές ευθύνες. Αν ακολουθούσε η πλειοψηφία της Βουλής αυτή τη γραμμή, πρώτον, δεν θα υπήρχε δημοσιότητα — δεν θα μαθαίναμε τίποτα. Δεύτερον, θα περιοριζόταν το θέμα στους δύο υπουργούς. Τώρα, με την Εξεταστική Επιτροπή, ανοίγει όλο το θέμα μπροστά μας. Έχουμε δυνατότητα να εξετάσει η Βουλή τα πάντα και να μάθει η ελληνική κοινωνία τα πάντα.
Άρα, μέχρι στιγμής δεν έχει προκύψει τίποτε που να σχετίζεται με ποινική ευθύνη. Αν προέκυπτε, τότε θα άνοιγε ο διάλογος για την εξέταση της ποινικής ευθύνης, που είναι η κατάληξη του Ειδικού Δικαστηρίου, και από εκεί θα εγείρονται ζητήματα αστικής ευθύνης. Όταν λέτε «προσωπική ευθύνη», αυτό είναι: η ποινική και η αστική, που συνδέονται. Αλλά μέχρι στιγμής εγώ δεν έχω δει κάτι. Μπορεί, όπως με τη ματιά τη δική μου, να βλέπω προβλήματα σε αυτούς που μιλούν ή να βλέπω τεχνική επάρκεια και επιστημονική επάρκεια σε κάποιους από αυτούς που μιλούν, αλλά εγώ δεν κατάλαβα μέχρι στιγμής πού αναμειγνύεται πολιτικός για να έχει ποινική ευθύνη.
Αντιθέτως, κατέθεσαν αρμόδιοι που ήταν στα καθήκοντά τους και επί ΣΥΡΙΖΑ και επί Νέας Δημοκρατίας — επί δύο υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ και επί του κυρίου Βορίδη. Ο συγκεκριμένος είπε ότι σωστά έκανε ο κύριος Βορίδης. Άρα, ας περιμένουμε για να διαπιστώσουμε το τι ακριβώς έχει συμβεί όταν τελειώσει αυτή η διαδικασία.
Ο Άγνωστος Στρατιώτης είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, όχι κάποιος που προέρχεται από ανώτερο κοινωνικό στρώμα. Οι οικογένειες των παιδιών που χάθηκαν στα Τέμπη —στις οποίες, όπως λένε οι πολιτικοί, «σκύβουν το κεφάλι»— θέλησαν να γράψουν τα ονόματα των παιδιών τους εκεί, να τραγουδήσουν και να εκφραστούν με αυτόν τον τρόπο.
Μετά όμως και τη χθεσινή δήλωση του κ. Μαρινάκη, φαίνεται πως δεν θα μπορούν πια να το κάνουν εκεί, μπροστά στο μνημείο.
Συμφωνείτε με αυτή τη γραμμή που ακολουθεί πλέον η κυβέρνηση; Θεωρείτε ότι πρόκειται για πράξη σεβασμού —όπως λέγεται— ή αντιθέτως ότι δείχνει έλλειψη σεβασμού απέναντι σε ανθρώπους που απλώς θέλουν να εκφραστούν με αυτόν τον τρόπο;
Υπάρχει η ανάγκη, η υποχρέωση σεβασμού σε θύματα μιας τραγωδίας. Αυτό, όποιος το παραβλέπει, κακό του κεφαλιού του. Υπάρχει η ίδια ανάγκη σεβασμού στα θύματα στο Μάτι, στα μωρά που κάηκαν, στους ανθρώπους που κάηκαν. Η ίδια ακριβώς στα θύματα της Μάνδρας, η ίδια ακριβώς στα θύματα των φιλάθλων του ΠΑΟΚ. Η ίδια ακριβώς στα θύματα, στα παιδάκια που σκοτώθηκαν στα Τέμπη, που πήγαιναν εκδρομή. Σκύβουμε το κεφάλι μας στα θύματα. Σεβόμαστε και τους γονείς, τα αδέρφια τους και τους πολυτραυματίες. Τους ξεχνάμε; Ξεχνάμε τους τραυματίες που θα σέρνουν τα τραύματά τους όλη τους τη ζωή;
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε την ανάγκη σεβασμού στους νεκρούς των πολέμων μας, που είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που είναι οι καθημερινοί Έλληνες, καθημερινές Ελληνίδες. Δεν μπορείς να σκύβεις το κεφάλι σου στις εθνικές επετείους ως εκπρόσωπος του κόμματός σου, στη σημαία που περνά μπροστά σου, στον Άγνωστο Στρατιώτη, και ταυτόχρονα να βάζεις φωτιά στα κουβούκλια των ευζώνων ή να προπηλακίζεις τους εύζωνες. Γιατί να μην μπορούμε να τα συνδυάσουμε και τα δύο;
Η Βουλή είναι τόπος, χώρος, κτίριο, συμβολικό, που οι διαμαρτυρόμενοι θέλουν να εκφράζουν τη διαφωνία τους εκεί. Συμφωνώ απολύτως. Όμως τη Βουλή την βλέπεις και από το πεζοδρόμιο της πλατείας Συντάγματος. Την βλέπεις από παντού — και από τον δρόμο όταν τον κλείνεις και κάνεις διαδήλωση. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να συνηθίσουμε να συνδυάζουμε τον σεβασμό και στα δύο.
Άρα, όλες αυτές τις υπερβολές που ακούμε αυτές τις μέρες —για «στρατιωτικοποίηση», για «πεζοναύτες», για «καταδρομείς»— τις θεωρώ επιχειρήματα εκ του πονηρού. Πρέπει να σεβαστούμε το κορυφαίο μνημείο-κενοτάφιο που έχουμε στην Ελλάδα, για να τιμούμε στις εθνικές επετείους και καθημερινά τους νεκρούς μας, και να είναι και σε δημόσια θέα από τον διερχόμενο από την Αθήνα τουρίστα. Δεν βλέπω καμία αντίφαση. Όλοι, με μικρές υποχωρήσεις, μπορούμε να κάνουμε τα πάντα: να σεβαστούμε το κενοτάφιο —το κορυφαίο στη χώρα— και να σεβαστούμε τους νεκρούς μιας τραγωδίας που μας έχει καταθλίψει όλους.
Ακρίβεια, το μεγαλύτερο πρόβλημα των πολιτών. Αυτή η διαπίστωση φανερώνεται και στις δημοσκοπήσεις. Η ακρίβεια πιέζει τα νοικοκυριά και οι πολίτες μιλούν για καρτέλ. Επαρκούν τα μέτρα που έχουν ληφθεί; Τι πρέπει να γίνει για να πέσουν οι τιμές χωρίς να διακινδυνεύσει η οικονομική σταθερότητα;
Η ακρίβεια είναι το κορυφαίο θέμα, αναμφίβολα. Πρέπει κανείς να δει αν γίνονται προσπάθειες. Εγώ πιστεύω ότι η μείωση των τιμών σε πάνω από 2.000 κωδικούς προϊόντων, που έγινε από τον κύριο Θεοδωρικάκο πριν από λίγες μέρες, είναι σε πάρα πολύ σωστή κατεύθυνση. Όπως επίσης πιστεύω ότι είναι σε πολύ σωστή κατεύθυνση η δημιουργία ενιαίου φορέα ελέγχου. Σήμερα έχουμε τρεις· τώρα δημιουργείται ένας — ένας που θα προστατεύει τον καταναλωτή κατά της ακρίβειας.
Θα ενωθούν οι δυνάμεις τριών φορέων, διάσπαρτων όπως είναι σήμερα, και θα γίνουν προσλήψεις περίπου 200 καινούργιων ελεγκτών. Με τους ελέγχους λύνεις το θέμα. Αλλιώς, η κερδοσκοπία θα βασιλεύει. Και επειδή το πρόβλημα το βιώνει κάθε μέρα ο Έλληνας, νομίζω ότι αυτές οι παρεμβάσεις είναι σε πολλά πολύ σωστή κατεύθυνση.
Την αποδοτικότητά τους δεν μπορώ να σας την προδικάσω, γιατί δεν είμαι ειδικός. Αλλά, επειδή είμαι κι εγώ καταναλωτής, θα μπορώ να σας πω, κυρία Γεωργαντή, σε λίγες εβδομάδες αν το ένιωσα όταν εγώ ψωνίζω — γιατί ψωνίζω εγώ. Θα τις καταλάβω εγώ τις διαφορές. Ωστόσο, σε επίπεδο έναρξης επιβολής μέτρων, νομίζω ότι κινούνται σωστά. Θέλω να δω πώς θα διαρθρωθεί η ενιαία αρχή προστασίας του καταναλωτή και πώς θα αρχίσει να αποδίδει. Υπογραμμίζω με χαρά την αρχή μιας πολιτικής, αλλά θέλω μαζί σας να αξιολογήσω και τη συνέχεια και την εφαρμογή.
Ενταχθήκατε πρόσφατα στη ΝΔ. Πώς απαντάτε σε όσους μιλούν για «μεταπήδηση»; Ποιος είναι ο ρόλος σας σήμερα και σε ποια θέματα θέλετε να παρέμβετε πολιτικά;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι προσχώρηση. «Μεταπήδηση» είναι από τους Δημοκράτες — το κόμμα που έπαυσε να λειτουργεί την ημέρα που συμφωνήσαμε με τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου, στις 16 Σεπτεμβρίου. Σε αυτή την περίπτωση ο όρος «μεταπήδηση» είναι σωστός. Αλλά όχι από το ΠΑΣΟΚ. Έχω φύγει δυόμιση χρόνια από το ΠΑΣΟΚ. Η πολιτική πράξη αυτή έγινε μετά λόγου γνώσεως. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, γιατί πήγα εκεί που αισθάνομαι ότι σε πολλά θέματα ταυτίζομαι, και έφυγα από κάπου πριν 2,5 ετών επειδή δεν μπορούσα να υποστηρίξω καμιά γραμμή τους. Δηλαδή, στα κορυφαία που έχουν προκύψει, δεν λέμε τα ίδια.
Άλλαξαν εκείνοι — δεν άλλαξα εγώ. Για παράδειγμα, για τα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια που ιδρύθηκαν, εγώ δεν είχα την άποψη που έχει το ΠΑΣΟΚ σήμερα. Είχα την ακριβώς αντίθετη άποψη. Την εξέφρασα στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2018-2019. Την είχα εκφράσει μαζί με λίγους συναδέλφους το 2006, λέγοντας: αφήστε τη διάκριση νομικού προσώπου δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, ας δημιουργήσουμε τα νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακού δικαίου — και το έκανε ο Πιερρακάκης. Δεν διανοούμαι να υποστηρίξω κάτι το αντίθετο, να πάω κόντρα στον εαυτό μου.
Εκείνοι άλλαξαν, δεν άλλαξα εγώ. Σε κορυφαίο πολιτικό θέμα άφησαν —παραχώρησαν— το κέντρο, το πολιτικό κέντρο, στον κύριο Μητσοτάκη. Έχουν αρχίσει ένα ταξίδι με άγνωστη πορεία. Δεν καταλαβαίνει κανείς τι είναι, πού κινείται στον πολιτικό χάρτη το ΠΑΣΟΚ και γιατί κάποιοι θέλουν να το αποκαλούν «κεντροαριστερά». Αν το αποκαλούσαν «αριστερά», θα ήταν πιο ακριβής ο χαρακτηρισμός. Πού διαφέρει από τον ΣΥΡΙΖΑ; Πού διαφέρει, σε ορισμένα θέματα, από την κυρία Κωνσταντοπούλου; Λένε τα ίδια. Λένε τα ίδια.
Ακόμα και για το ιερό μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, η αντιπαράθεσή τους —η προβολή του άρθρου 11 του Συντάγματος για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι— δεν με βρίσκει σύμφωνο. Άρα, εφόσον δεν συμφωνώ και το έχω εκφράσει προ 2,5 ετών αυτό με τον πιο κορυφαίο τρόπο, δεν νομίζω ότι υπάρχει χώρος για εύλογη αντίρρηση στις πράξεις μου. Κάνω αυτό που πιστεύω.
Φαίνεται από όλες τις δημοσκοπήσεις ότι η ΝΔ είναι πρώτο κόμμα. Για να λειτουργήσει σωστά μια χώρα, αναγκαία είναι η ύπαρξη αντιπολίτευσης. Αυτή τη στιγμή, όσα προβλήματα κι αν έχει ο Έλληνας πολίτης —που έχει πολλά— το ΠΑΣΟΚ μένει σταθερά χαμηλά. Ποιο είναι το λάθος του; Έχει χάσει τον προσανατολισμό του, όπως προαναφέρατε;
Είναι αξιωματική αντιπολίτευση εκ τύχης το ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι η πραγματική αξία αξιωματικής αντιπολίτευσης, γιατί δεν προέκυψε από εκλογές. Διασπάστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ σε πολλά κομμάτια και γι’ αυτό έχει τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη το —κατά τις εκλογές— τρίτο κόμμα. Αλλά δεν έχει και το μέλλον μαζί του. Δηλαδή, όταν ο αρχηγός του δημοσκοπείται πάρα πολύ χαμηλά στις δημοσκοπήσεις ως προς την καταλληλότητά του ως πρωθυπουργός, είναι εξόφθαλμο ότι έχει τέτοιο πρόβλημα. Το βλέπει η ελληνική κοινωνία.
Επειδή και το κόμμα είναι, κατά κάποιο τρόπο, «κολλημένο», χωρίς ακόμα ο κύριος Τσίπρας να έχει κάνει κόμμα. Άμα κάνει ο κύριος Τσίπρας κόμμα, θα το ξαναμετρήσουμε. Νομίζω αυτό καθιστά αδιανόητη την επόμενη μέρα. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε ποια μπορεί να είναι η επόμενη μέρα, γιατί δεν είναι η αξιωματική αντιπολίτευση εκείνη που θα αντικαταστήσει τη σημερινή κυβέρνηση, αν η κυβέρνηση χάσει.
Δεύτερον, δεν υπάρχει κάποιο μέτωπο δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Εμφανίζεται ο Βαρουφάκης, ο οποίος παίρνει στις δημοσκοπήσεις κάποιο ποσοστό, απορρίπτοντας τη συνεργασία με κάποιον. Επίσης, από το ΠΑΣΟΚ λένε κάποιοι «καμία συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ». Υπάρχει κάποιο μέτωπο; Και ποιος είναι ο ηγέτης που θα γίνει πρωθυπουργός στη θέση του κυρίου Μητσοτάκη; Όταν δεν έχουν αυτές τις πολιτικές δυνατότητες και δεν έχουν το πρόσωπο, δεν έχουν τύχη.
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να είναι ηγέτης ενός χώρου που θα έρθει και θα γίνει μια σοβαρή αξιωματική αντιπολίτευση; Πιστεύετε έχει την πυγμή να κοιτάξει τον κύριο Μητσοτάκη στα μάτια;
Αυτό εξαρτάται από το ποσοστό που θα του δίνουν οι έρευνες και, τελικά, οι εκλογές, όταν θα κάνει το κόμμα του — ή όταν θα κάνει τον εκλογικό του συνδυασμό, γιατί λέει και αυτό. Διαβάζουμε στις ειδήσεις ότι δεν θα κάνει κόμμα, θα κάνει το κόμμα μετά τις εκλογές και προ των εκλογών θα κατεβάσει ψηφοδέλτιο σε όλη την Ελλάδα. Άρα, όταν το κάνει αυτό και αρχίσει να μετριέται, τότε μπορούμε να πούμε τι μπορεί να κάνει.
Προσωπικά δεν νομίζω τίποτα, αλλά από την εμπειρία μου μπορώ να πω: επειδή υπάρχει αδυναμία στην αντιπολίτευση να αναδείξει έναν ηγέτη, αυτός έχει γίνει πρωθυπουργός, λανσάρεται ως ο άνθρωπος με εμπειρία και θα μπορούσε να έχει προοπτική — ενδεχομένως και κάποια τύχη στις εκλογές. Ωστόσο, είμαι βέβαιος ότι θα επηρεάσει εκλογικά όλα τα κόμματα που βρίσκονται αριστερά της Νέας Δημοκρατίας: είτε θα τα εξαφανίσει είτε θα τα αποδυναμώσει. Ό,τι κι αν λένε οι προβλέψεις, θα πάρει κάποιο ποσοστό.
Τώρα, σας μιλάω για έναν άνθρωπο που λανσάρεται ως ο μόνος «ηθικός» Έλληνας πολιτικός πρώτης γραμμής, ενώ όλοι οι άλλοι, κατά τη γνώμη του, είναι διεφθαρμένοι και απατεώνες. Αλλά αυτό το έργο το έχει ξαναπαίξει, το έχουμε ξαναδεί και δεν θα την πατήσει κανείς εύκολα. Ας βρει το στίγμα του, πέρα από αυτές τις ηθικολογίες, ο κύριος Τσίπρας. Όταν έχει στην πλάτη του τη διαδικασία της έκδοσης τηλεοπτικών αδειών —που ήταν ένα σκάνδαλο— και τη φοβερή πλεκτάνη της Novartis, καλύτερα να μιλάει λιγότερο για ηθική ο κύριος Τσίπρας.