Το κυκλοφοριακό αποτελεί το χρόνιο, άλυτο πρόβλημα της Αττικής. Όλοι το αναγνωρίζουν, κανείς όμως δεν το αναλαμβάνει. Κάθε τόσο ακούμε εξαγγελίες για «σχέδια» και «νέους φορείς διαχείρισης», για «Ταμείο Οδικής Ασφάλειας» που θα επιστρέφει τα έσοδα από παραβάσεις στη συντήρηση του οδικού δικτύου, ή για «μεγάλες παρεμβάσεις» που τοποθετούνται χρονικά στο 2029 και στο 2030. Όμως, το ερώτημα είναι τι γίνεται σήμερα, στους δρόμους που καθημερινά παραλύουν από μποτιλιάρισμα και αδιαφορία.
Η απάντηση είναι απλή, κανείς δεν θέλει να χρεωθεί την αποτυχία ενός προβλήματος που δεν λύνεται εύκολα. Οι επικοινωνιολόγοι συμβουλεύουν τους πολιτικούς «να μείνουν μακριά», γιατί το κυκλοφοριακό είναι σύνθετο, πολυπαραγοντικό και χωρίς γρήγορη νίκη. Και έτσι η «καυτή πατάτα» μένει στο τραπέζι να καίει, χωρίς κανείς να την αγγίζει.
Το αποτέλεσμα είναι ένα οδικό δίκτυο εγκαταλελειμμένο. Οι περισσότεροι φωτεινοί σηματοδότες λειτουργούν χωρίς ομοιομορφία, οι διαγραμμίσεις έχουν σβηστεί, οι πινακίδες έχουν ξεθωριάσει ή βανδαλιστεί. Οι οδηγοί μετακινούνται σε ένα δίκτυο όπου η διάσπαση αρμοδιοτήτων είναι μεγαλύτερη από την ίδια την κυκλοφορία. Το Υπουργείο Μεταφορών, η Περιφέρεια Αττικής, οι Δήμοι και η Ελληνική Αστυνομία έχουν όλοι από ένα κομμάτι της ευθύνης και κανείς το σύνολο.
Το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών έχει τις νομοθετικές ρυθμίσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, τα περιοριστικά μέτρα όπως ο δακτύλιος, την ενίσχυση των ΜΜΜ και την ευθύνη των λεωφορειολωρίδων. Όμως ο δακτύλιος έχει ξεπεραστεί, ενώ η επικαιροποίησή του με περιβαλλοντικά και τεχνολογικά κριτήρια παραμένει στα χαρτιά. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν επαρκούν όταν δεν συνοδεύονται από μηχανισμό εφαρμογής.
Η Περιφέρεια Αττικής, από την άλλη, διαθέτει τα μέσα και τα δεδομένα. Το Κέντρο Διαχείρισης Κυκλοφορίας λειτουργεί με 250 κάμερες, 24 πινακίδες μεταβλητών μηνυμάτων και πάνω από 1.000 μετρητές ροής. Οι υπηρεσίες της γνωρίζουν πού υπάρχει συμφόρηση, πότε αυξάνεται ο φόρτος και πώς ρυθμίζονται οι φωτεινοί σηματοδότες. Όμως, η αξιοποίηση αυτών των δεδομένων για άμεσες παρεμβάσεις παραμένει περιορισμένη. Η Περιφέρεια έχει και την ευθύνη συντήρησης 1.600 χλμ. οδικού δικτύου, δηλαδή των βασικών αρτηριών της Αττικής, από την Κηφισίας και τη Μεσογείων, μέχρι την Πέτρου Ράλλη και την Πειραιώς αλλά και του φωτισμού, των στηθαίων, των διαγραμμίσεων και των φρεατίων. Παρ’ όλα αυτά, το δίκτυο συνεχίζει να «κουβαλάει» φθορές δεκαετιών.
Οι δήμοι έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες για το τοπικό οδικό δίκτυο, αλλά τα προβλήματα είναι αντίστοιχα: στους μεγάλους δήμους, από τη Γλυφάδα μέχρι το Χαλάνδρι, η κυκλοφορία μέσα στα όρια του δήμου θυμίζει πλέον μικρογραφία του Κηφισού. Ούτε η στάθμευση, ούτε οι πεζόδρομοι, ούτε οι ρυθμίσεις μονόδρομων λειτουργούν με συνολικό σχέδιο.
Η Τροχαία, τέλος, σηκώνει το βάρος της καθημερινής μάχης στους δρόμους. Ρυθμίζει την κυκλοφορία, καταγράφει παραβάσεις, διαχειρίζεται ατυχήματα. Αλλά χωρίς σύγχρονα τεχνικά μέσα, οι παρεμβάσεις της είναι αποσπασματικές — λίγοι τροχονόμοι σε λίγες διασταυρώσεις, αντί για ένα ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου που θα επέβαλλε τον ΚΟΚ αυτόματα και αποτελεσματικά.
Ακόμη και το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης εμπλέκεται πλέον, προετοιμάζοντας το πληροφοριακό σύστημα για την ψηφιακή διαχείριση παραβάσεων. Μια σημαντική πρωτοβουλία, αλλά κι αυτή εξαρτάται από την εγκατάσταση τεχνικών μέσων που ακόμη αναμένονται.
Συνολικά, το κυκλοφοριακό δεν είναι τεχνικό πρόβλημα είναι πρόβλημα ευθύνης και συντονισμού.