Αφού οδήγησε τη χώρα σε ιστορικές ανατροπές, επιστρέφει σήμερα όχι για να τις επανορθώσει, αλλά για να ξαναδοκιμάσει την τύχη του στην πιο γλυκιά εξάρτηση: την εξουσία. Δεν είναι η ανάγκη της χώρας που τον φέρνει πίσω, αλλά η αδυναμία να αποχωριστεί την ισχύ και τον ρόλο που κάποτε κατείχε. Και όσο οι ίδιες φιλοδοξίες επιστρέφουν ντυμένες με νέα λόγια, τόσο η Ιστορία κινδυνεύει να επαναληφθεί.
Η πολιτική επιστροφή του
Αλέξη Τσίπρα δεν αποτελεί ένα απλό επεισόδιο στον κύκλο των πολιτικών εξελίξεων της χώρας. Πρόκειται για μια στιγμή που απαιτεί προσεκτική ανάγνωση, γιατί δεν αφορά μόνο την προσωπική φιλοδοξία ενός πρώην πρωθυπουργού να επιστρέψει στο προσκήνιο, αλλά και τη σχέση της πολιτικής με την εξουσία, τη μνήμη και την ευθύνη. Όταν κάποιος επανέρχεται στη δημόσια ζωή κουβαλώντας το βάρος μιας ολόκληρης εποχής, η κοινωνία έχει υποχρέωση να θυμάται, να κρίνει και να αναρωτηθεί: τι πραγματικά αντιπροσωπεύει αυτή η επιστροφή;
Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε προϊόν μιας εποχής βαθιάς πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Το 2015 ανήλθε στην εξουσία εκφράζοντας την ελπίδα για μια ριζική αλλαγή πορείας. Υποσχέθηκε το τέλος της λιτότητας, την κατάργηση των μνημονίων «με ένα άρθρο και έναν νόμο», την επαναφορά της εθνικής αξιοπρέπειας. Όμως οι υποσχέσεις αυτές διαψεύστηκαν με εκκωφαντικό τρόπο. Η διαπραγμάτευση του 2015 οδήγησε σε μια μακρά περίοδο οικονομικής ασφυξίας και σε επιβολή capital controls που έπληξαν την κοινωνία και την οικονομία. Το δημοψήφισμα, που παρουσιάστηκε ως κορυφαία στιγμή δημοκρατικής έκφρασης, μετατράπηκε μέσα σε λίγες ημέρες από ένα ηχηρό «ΟΧΙ» σε ένα «ΝΑΙ» χωρίς εξηγήσεις και χωρίς πολιτική συνέπεια. Το τρίτο μνημόνιο, το οποίο τελικά υπέγραψε, αποδείχθηκε το πιο βαρύ και σύνθετο από όλα όσα είχε καταγγείλει.
Αυτές οι εξελίξεις δεν είναι απλές λεπτομέρειες της πολιτικής ιστορίας, αλλά σημεία-σταθμοί που καθόρισαν τη σύγχρονη πορεία της χώρας. Αντί να αποτελέσουν αφορμή για βαθιά αυτοκριτική και πολιτικό αναστοχασμό, παρουσιάζονται σήμερα ως «πολύτιμη εμπειρία» που δικαιολογεί μια δεύτερη ευκαιρία. Η νέα αφήγηση που συνοδεύει την επανεμφάνισή του επενδύει στην ιδέα ότι «τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά» και ότι «η χώρα χρειάζεται νέα ηγεσία». Ωστόσο, ο λόγος του θυμίζει επικίνδυνα τον λόγο του 2015: ίδιες φράσεις, ίδιοι εχθροί, ίδιες γενικές υποσχέσεις για «ριζική αλλαγή», χωρίς σαφές περιεχόμενο και χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο.
Η απουσία αυτοκριτικής είναι ιδιαίτερα αισθητή και στο εσωτερικό του δικού του πολιτικού χώρου. Πολλά στελέχη που κάποτε τον στήριξαν αντιμετωπίζουν με δυσπιστία την προοπτική επιστροφής του. Κάποιοι μιλούν ανοιχτά για «ανακύκλωση προσώπων» και για μια πολιτική κουλτούρα που αρνείται να ανανεωθεί. Η αμηχανία δεν περιορίζεται στην Αριστερά. Στον χώρο της Κεντροαριστεράς, η πιθανότητα δημιουργίας νέου κόμματος υπό την καθοδήγησή του έχει ήδη προκαλέσει στρατηγικές αναπροσαρμογές και κινήσεις αυτοπροστασίας. Όλα αυτά δείχνουν ότι η επιστροφή του δεν αντιμετωπίζεται ως φυσική εξέλιξη, αλλά ως παράγοντας αποσταθεροποίησης.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, η επανεμφάνισή του σχολιάζεται με ιδιαίτερα σκληρούς όρους. Ορισμένα στελέχη τον κατηγορούν ως «αρχιτέκτονα της πολιτικής κρίσης» και υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλους αυτόκλητους «σωτήρες». Αν και η ρητορική αυτή ανήκει στον χώρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, αντανακλά μια υπαρκτή κοινωνική διάθεση. Ένα σημαντικό κομμάτι των πολιτών δυσκολεύεται να πιστέψει ότι ένας ηγέτης που απέτυχε στις πιο κρίσιμες υποσχέσεις του μπορεί σήμερα να αποτελέσει την απάντηση στις προκλήσεις του μέλλοντος.
Η επιστροφή του Τσίπρα αναδεικνύει και μια διαχρονική αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος: την αδυναμία του να ανανεωθεί πραγματικά. Η ανακύκλωση προσώπων, ιδεών και τακτικών έχει γίνει σχεδόν θεσμικό χαρακτηριστικό. Η εξουσία εξακολουθεί να αποτελεί στόχο από μόνη της, ανεξάρτητα από το αν συνοδεύεται από ουσία, σχέδιο και προοπτική. Και όταν η εξουσία μετατρέπεται σε αυτοσκοπό, η πολιτική χάνει το νόημά της.
Το ζήτημα δεν είναι αν ένας πρώην πρωθυπουργός έχει δικαίωμα να επιστρέψει. Φυσικά και έχει. Το ερώτημα είναι αν η κοινωνία μπορεί να εμπιστευθεί ξανά εκείνον που, όταν είχε την ευκαιρία να αλλάξει τη χώρα, κατέληξε να αναπαράγει τα ίδια προβλήματα που υποσχόταν να λύσει. Αν μπορεί να πιστέψει ότι αυτή τη φορά οι υποσχέσεις θα τηρηθούν και ότι οι αποφάσεις θα είναι διαφορετικές. Αν μπορεί να πειστεί ότι η επιστροφή αυτή δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της γοητείας της εξουσίας, αλλά προϊόν μιας ειλικρινούς πρόθεσης προσφοράς.
Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα θα κρίνει και την ουσία της πολιτικής αυτής επιστροφής. Αν η κοινωνία επιλέξει να αγνοήσει το παρελθόν, τότε είναι πιθανό να το ξαναζήσει. Αν όμως επιλέξει να αξιολογήσει νηφάλια τις πράξεις και όχι μόνο τα λόγια, τότε ίσως μπορέσει να αποφύγει μια ακόμη επανάληψη της ιστορίας.
Η Ελλάδα χρειάζεται πολιτικούς που να κοιτούν μπροστά, να αναλαμβάνουν ευθύνη και να διαθέτουν τη γενναιότητα της αυτοκριτικής. Χρειάζεται νέες ιδέες και νέους ανθρώπους που να βλέπουν την εξουσία ως εργαλείο και όχι ως αυτοσκοπό. Όσο αυτό δεν συμβαίνει, τόσο το παρελθόν θα επιστρέφει μεταμφιεσμένο σε μέλλον — και η Ιστορία θα κινδυνεύει να επαναληφθεί με τον ίδιο τρόπο, από τους ίδιους ανθρώπους.