Από το Σωτήρη Σκουλούδη
![]()
Απαξιώνουν το σχολείο – και μαζί με αυτό, όλους τους θεσμούς γύρω τους. Δεν τους ενδιαφέρουν τα μαθήματα. Χάνουν την όρεξη για μάθηση, δημιουργία, και για τα ωραία και ταιριαστά για την ηλικία τους πράγματα της ζωής. Αντί αυτών, καταφεύγουν στην παραβατικότητα και τη βία.
Ένα πρωτοφανές ποσοστό μαθητών, μεγαλώνουν απορρίπτοντας το σύστημα, ξεκινώντας από το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο το χαρακτηρίζουν αναχρονιστικό, και άρα όχι χρήσιμο για τις ανάγκες και την εξέλιξή τους. Η έκρηξη της τεχνολογίας δεν βοηθάει -αν και θα έπρεπε- όπως και η κρίση του θεσμού της οικογένειας, με τους γονείς να μην αφιερώνουν τον απαιτούμενο χρόνο, ώστε να καλλιεργηθεί η υγιής επικοινωνία με τα παιδιά.
Πώς θα μπορούσε να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση; Ποιος θα κοιτάξει στη ρίζα του προβλήματος ώστε να μη χαθεί μέρος μιας ολόκληρης γενιάς;
Η εκπαιδευτικός και σύμβουλος σταδιοδρομίας Βάλια Κανελλάκη παρατηρεί και καταγράφει το φαινόμενο μέσα από τις σχολικές αίθουσες, το μελετά και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, για αυτό το τόσο θλιβερό -όσο και πολυπαραγοντικό- κοινωνικό φαινόμενο που χρήζει της προσοχής όλων μας.
![]()
Διαβάστε τη συνέντευξή της στους Attica Times.
Κυρία Κανελλάκη, κάνετε λόγο για τη νέα «επιδημία» της μαθητικής παραίτησης. Πώς θα την περιγράφατε; Πόσο έντονο είναι το πρόβλημα;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ολοένα και περισσότεροι μαθητές να απαξιώνουν το σχολείο επιδεικνύοντας αδιαφορία. Πρόκειται για ένα έντονο πρόβλημα με χαρακτηριστικά τη χαμηλή απόδοση των μαθητών , την απαξίωση των καθηγητών και του εκπαιδευτικού θεσμού ευρύτερα ,ενώ και σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται η εμφάνιση περιστατικών παραβατικότητας και πρόκλησης ζημιών εντός του σχολικού περιβάλλοντος. Θεωρώ ότι όλοι έχουμε εικόνα των περιστατικών αυτών ασχέτως αν εθελοτυφλούμε ή αν τα υποτιμούμε. Σαφώς το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό και δεν έχει μία ρίζα.
Ποιες κοινωνικές συνθήκες θεωρείτε ότι είναι αυτές που μεταβλήθηκαν έτσι ώστε να οδηγηθούμε σε αυτή την κατάσταση;
Το φαινόμενο έχει διάφορα αίτια. Αρχικά, δε μπορούμε να μην αναφερθούμε στην εποχή της τεχνολογικής έκρηξης όπου οι μαθητές είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με τα τεχνολογικά μέσα και την ταχύτατη εναλλαγή πληροφορίας και εικόνας και ήχου ,με αποτέλεσμα τα υλικοτεχνικά μέσα του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και το πρόγραμμα σπουδών που δεν συνδέεται άμεσα με την αγορά εργασίας να μην κεντρίζουν το ενδιαφέρον τους και να μην επιδεικνύουν ενεργό συμμετοχή κατά τη διαδικασία. Οι μαθητές χαρακτηρίζουν αναχρονιστικό το εκπαιδευτικό σύστημα και μη ελκυστικό τον τρόπο εκμάθησης.
Συνάμα, η κρίση του θεσμού της οικογένειας της εποχής εντείνει το φαινόμενο. Η απουσία εποικοδομητικού διαλόγου και ουσιαστικού χρόνου από την πλευρά των γονέων λογώ υπερεργασίας-στις περισσότερες των περιπτώσεων- δημιουργεί εφήβους χωρίς όρια και με συναισθηματικά κενά, οι οποίοι είτε επειδή θέλουν να τραβήξουν την προσοχή των γονέων τους είτε επειδή ζητούν με τη στάση τους ουσιαστική επικοινωνία, οδηγούνται σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Φυσικά, πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο διότι οι γονείς λόγω των οικονομικών συνθηκών αναγκάζονται να εργάζονται τόσες ώρες και έπειτα για να εξιλεωθούν καταφεύγουν στην παροχή υλικών αγαθών για να καλύψουν τα κενά των παιδιών τους. Τα κενά, όμως ,δεν καλύπτονται κατά αυτόν τον τρόπο.
Αντιθέτως, οδηγούν στον υλικό ευδαιμονισμό και στο καταναλωτικό πρότυπο που και αυτά εντείνουν το φαινόμενο, καθώς τα παιδιά δε βρίσκουν ευχαρίστηση στη μάθηση και στη διεύρυνση των πνευματικών τους οριζόντων ,αλλά στην άμεση απόκτηση υλικών αγαθών χωρίς την απόλαυση της προσπάθειας-αυτό σίγουρα οφείλεται και στην εφηβεία που χαρακτηρίζεται από παρόρμηση. Δεν μπορούμε, όμως, να επιρρίψουμε απόλυτα ευθύνες στους γονείς γιατί οι συνθήκες της εποχής τούς επιβάλλουν την υπερεργασία και την απουσία τους από την οικογενειακή εστία.
Ποιες συμβουλές θα δίνατε στους γονείς; Και ποιες στους εκπαιδευτικούς;
Από την οπτική της καθηγήτριας και της συμβούλου Σταδιοδρομίας τα τελευταία χρόνια και έχοντας κάνει συζητήσεις με αρκετούς μαθητές έχω αντιληφθεί ότι τα παιδιά χρειάζονται ουσιαστική επικοινωνία, όρια και αποδοχή. Μέσω της ουσιαστικής επικοινωνίας θα μπορέσουν να εκφράσουν τους προβληματισμούς και τις μύχιες σκέψεις τους, ενώ με τα όρια θα έχουν αίσθημα ασφάλειας, ότι κάποιος νοιάζεται για εκείνα και μπορεί να τα καθοδηγήσει σωστά. Ξέρω ότι πολλές φορές οι έφηβοι αντιδρούν σ’ αυτά ,όμως, τα έχουν πραγματικά ανάγκη.
Ταυτόχρονα , το να τα αποδεχτούμε ως είναι με τα ελαττώματα και τα προτερήματα τους και να τους επιτρέψουμε να κάνουν λάθη παίρνοντας πρωτοβουλίες , είναι πολύ σημαντικό. Μη δίνοντας τους πρωτοβουλίες από μικρή ηλικία και αποφασίζοντας οι γονείς για το πιο ασήμαντο μέχρι το πιο σημαντικό , μειώνει την αυτοπεποίθηση τους και τα καθιστά μακροπρόθεσμα έρμαια των άλλων. Κάθε άνθρωπος αποτελεί μια μοναδική οντότητα και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε χωρίς να εναποθέτουμε τις προσωπικές επιδιώξεις και τα προσωπικά μας όνειρα σ’ αυτά.Το ζήτημα της αποδοχής- ιδίως από τους σημαντικούς άλλους- και της ανάληψης ευθυνών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Τα παιδιά δεν έχουν μάθει ότι έκαναν ,κάνουν και θα κάνουν λάθη και αυτό είναι αποδεκτό, γι’ αυτό επιλέγουν να τα παρατήσουν.
Όσον αφορά το δύσκολο έργο των καθηγητών, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με την ογκώδη ύλη και την αδιαφορία των μαθητών, το μόνο που μπορώ να προτείνω είναι πίστη στο έργο τους ,στο λειτούργημα που ασκούν, να είναι όσο πιο κοντά μπορούν στις ανάγκες των παιδιών και να έχουν συνείδηση της ευθύνης τους απέναντι σ’ αυτά. Να αφουγκραστούν τη σιωπή και την αδιαφορία τους. Να προσπαθήσουν να κάνουν όσο πιο ελκυστικό μπορούν το μάθημα τους και να εστιάσουν στην ανάπτυξη της κριτικής τους σκέψης ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν τον κυκεώνα των πληροφοριών της εποχής και να μη νιώθουν αβοήθητα. Ξέρω ,είναι δύσκολο ! Είναι μια πρόκληση! Αυτό καλούμαι να διαχειριστώ και εγώ καθημερινά.
Από την εμπειρία σας και στις αίθουσες… Τι είναι αυτό που προβληματίζει τα παιδιά και πού τα οδηγεί σε αυτή την κατάσταση απαξίωσης;
Αυτό που ουσιαστικά τα προβληματίζει είναι η έλλειψη στόχου και κινήτρου. Τα παιδιά δε βρίσκουν τον λόγο να προσπαθήσουν , καθώς δεν ξέρουν γιατί προσπαθούν . Το βαθμοθηρικό σύστημα προβάλλει στα παιδιά ως στόχο την απόκτηση βαθμών –κοινώς να περάσουν την τάξη- και τον ανταγωνισμό ενισχύοντας τον ατομικισμό της εποχής. Αποτελεί πλέον αυτοσκοπό η επιτυχία στις πανελλήνιες χωρίς όμως να γνωρίζουν τι είναι αυτό με το οποίο θέλουν να ασχοληθούν.
Όπως προανέφερα το γεγονός ότι το πρόγραμμα σπουδών δε συνδέεται άμεσα με την αγορά εργασίας δεν προκαλεί κίνητρο στους μαθητές, ενώ η απουσία ορθού επαγγελματικού προσανατολισμού τα καθιστά έρμαια της υπερπληροφόρησης και συμβάλλει ,επίσης, στην αδυναμία απόκτησης στόχου ώστε να ξεκινήσουν την προσπάθεια υλοποίησης ατομικού σχεδίου δράσης. Ο επαγγελματικός προσανατολισμός στοχεύει στην ανάπτυξη της αυτογνωσίας και της αυτοπεποίθησης , ενώ παράλληλα πληροφορεί το άτομο για τις εκπαιδευτικές επιλογές του. Αν δεν ξέρω τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μου, αν δεν έχω αυτοπεποίθηση και πληροφόρηση, πώς θα ξέρω για τι διαβάζω, για τι προσπαθώ;
Κάνετε λόγο για αναχρονιστικές μεθόδους εκπαίδευσης. Υπάρχει κάποιο πρότυπο από το εξωτερικό το οποίο θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε; Εσείς τι θα προτείνατε;
Κατ’ εμέ το εκπαιδευτικό σύστημα των Σκανδιναβικών χωρών αποτελεί πρότυπο όπου δίνεται περισσότερη έμφαση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και στις ανάγκες του/της εκάστοτε μαθητή/μαθήτριας. Ένα σύστημα το οποίο εστιάζει στην ανάπτυξη ήπιων δεξιοτήτων(soft skills) όπως συνεργασία, ομαδικότητα, ενσυναίσθηση, επίλυση συγκρούσεων κ.α. , ενώ ταυτόχρονα παρέχει τεχνικές και μεθόδους διαχείρισης της καθημερινότητας και αναπτύσσει τις ιδιαίτερες κλίσεις των μαθητών, αποτελεί ιδανικό μοντέλο.
Η ένταξη μαθημάτων ανάπτυξης των παραπάνω ,αλλά και η δυνατότητα παρακολούθησης καλλιτεχνικής φύσης μαθημάτων μπορεί να αποφέρει πολλά οφέλη μακροπρόθεσμα . Ταυτόχρονα , η ανάπτυξη κριτικής σκέψης και η απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων κρίνονται απαραίτητες. Σε καμία περίπτωση δεν υποτιμώ την απόκτηση των παραδοσιακών γνώσεων , αλλά θα έπρεπε να δίνεται έμφαση και σε καθημερινής φύσεως δεξιότητες , καθώς και στην ψυχοσύνθεση των παιδιών.
Πώς θα μπορούσε να επανέλθει το λεγόμενο «κίνητρο», αλλά και το ενδιαφέρον, στους εφήβους μας;
Κατά την άποψη μου, αν εντάξουμε μαθήματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον τους και εστιάσουμε στην προσωπική τους καλλιέργεια ,σταδιακά θα αναδιαμορφώσει την κατάσταση. Φυσικά δε μιλάμε για άμεση εξάλειψη του φαινομένου, αλλά για σταδιακή μείωση. Παράλληλα, ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος και ο μετασχηματισμός του τρόπου διδασκαλίας ,ο οποίος θα προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της εποχής και στις ανάγκες της σύγχρονής γενιάς θα αποβεί επωφελής. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κάθε εποχή και κάθε γενιά έχει τις ιδιαίτερες ανάγκες της και να προσπαθήσουμε να συμβαδίσουμε με αυτές.
Οι ανάγκες των εφήβων είναι εντελώς διαφορετικές από τις ανάγκες που είχαμε εμείς ως έφηβοι, όπως και τα ενδιαφέροντα τους. Πρέπει να σκιαγραφήσουμε τους σύγχρονους εφήβους και να διαμορφώσουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα ταιριάζει με αυτούς ,ενώ παράλληλα θα τους παρέχει αναγκαίες γνώσεις τόσο σε γνωστικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο δίνοντας τους στόχους για το μέλλον.
Η τεχνητή νοημοσύνη πλέον μεταβάλλει ραγδαία και τον τρόπο εκμάθησης, αλλά και τις απαιτούμενες ικανότητες που διδάσκονται πια στους εφήβους μας. Πώς μπορεί αυτή η πρωτοφανής πρόκληση να γίνει ευκαιρία, ώστε να καλλιεργηθούν «παιδευμένες» προσωπικότητες ήδη από το σχολείο, έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις;
Η πρωτοφανής αυτή πρόκληση για να αποτελέσει ευκαιρία πρέπει να έχει σωστές βάσεις. Αν δεν εφοδιάσουμε τους μαθητές με τα όπλα της κριτικής σκέψης και δεν τα εξοπλίσουμε με ψηφιακές δεξιότητες ,ελλοχεύει ο κίνδυνος να στραφεί εναντίον μας αυτή η ραγδαία εξέλιξη .
Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να συνδράμουν και να συνεργαστούν όλοι οι φορείς κοινωνικοποίησης -τόσο το σχολείο όσο και η οικογένεια- στην αναδιαμόρφωση του προγράμματος σπουδών και στην ανάπτυξη των παραπάνω ώστε να αντιληφθούν οι έφηβοι τόσο τα οφέλη αυτής και να μπορούν να τα αξιοποιήσουν, όσο και τις παγίδες. Σαφώς η ένταξη τεχνικών τεχνητής νοημοσύνης στη διδακτική διαδικασία μπορεί να κάνει το μάθημα πιο ελκυστικό και να δώσει τη δυνατότητα στους μαθητές να εμπλακούν με μεθόδους που θα τους χρειαστούν και στο επαγγελματικό τους μέλλον.