Πίσω από τις εξαγγελίες και τα έργα βιτρίνας, η εικόνα στους δρόμους αποκαλύπτει μια πόλη που παλεύει ακόμη με τα βασικά: να μείνει καθαρή.
Η Αθήνα του 2025 είναι μια πόλη που προσπαθεί να σταθεί στο ύψος της ιστορίας της και της ευρωπαϊκής της θέσης, όμως σκοντάφτει στο πιο απλό και θεμελιώδες ζήτημα: την καθαριότητα. Παρά τα έργα που παρουσιάζονται, τις τεχνολογικές πρωτοβουλίες και τις δηλώσεις περί «έξυπνης πόλης», η καθημερινή εικόνα της πρωτεύουσας μαρτυρά μια πραγματικότητα πολύ πιο σύνθετη και πολύ πιο απογοητευτική. Η Αθήνα παραμένει μια πόλη που αγωνίζεται με τα ίδια προβλήματα εδώ και δεκαετίες και που δείχνει ανήμπορη να τα αντιμετωπίσει με τρόπο ουσιαστικό και αποτελεσματικό.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Σε πανευρωπαϊκές έρευνες ποιότητας ζωής, μόλις ένας στους τρεις κατοίκους δηλώνει ικανοποιημένος από την καθαριότητα της πόλης, την ώρα που σε πρωτεύουσες όπως η Βιέννη, η Ζυρίχη ή το Λουξεμβούργο τα ποσοστά αγγίζουν και ξεπερνούν το ογδόντα τοις εκατό. Η Ελλάδα συνολικά βρίσκεται πολύ χαμηλά στον δείκτη ανακύκλωσης, με ποσοστά που δεν ξεπερνούν το δεκαεπτά τοις εκατό, έναντι σχεδόν πενήντα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτή η υστέρηση αποτυπώνεται με τον πιο έντονο τρόπο στην πρωτεύουσα, η οποία καθημερινά παράγει τεράστιες ποσότητες απορριμμάτων που δυσκολεύεται να διαχειριστεί.
Στο κέντρο, η εικόνα είναι σχετικά καλύτερη. Τα συνεργεία καθαριότητας περνούν συχνά, οι κάδοι αδειάζουν αρκετές φορές την ημέρα και οι δρόμοι διατηρούνται σε ένα υποφερτό επίπεδο. Όμως λίγα μέτρα πιο πέρα, στις γειτονιές που δεν βλέπουν τουρίστες και κάμερες, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Κάδοι που ξεχειλίζουν, σακούλες που συσσωρεύονται για ώρες ή και ημέρες, ογκώδη αντικείμενα παρατημένα στα πεζοδρόμια, έντονες δυσοσμίες και εικόνες εγκατάλειψης. Σε πολλές περιπτώσεις, η αποκομιδή καθυστερεί ή γίνεται αραιά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εστίες μόλυνσης και να επιβαρύνεται η καθημερινότητα των κατοίκων.
Η παράνομη ρίψη απορριμμάτων αποτελεί πλέον χρόνιο φαινόμενο. Στις όχθες του Κηφισού, σε ρέματα και αδόμητους χώρους, εμφανίζονται συχνά σωροί από μπάζα, ογκώδη και κάθε είδους σκουπίδια. Παρά τις επανειλημμένες επιχειρήσεις καθαρισμού, το πρόβλημα επιστρέφει, αποδεικνύοντας ότι η έλλειψη ελέγχου και κυρώσεων επιτρέπει στους παραβάτες να συνεχίζουν ανενόχλητοι. Ταυτόχρονα, η ανακύκλωση παραμένει υποτυπώδης και αποσπασματική, καθώς οι υποδομές είναι ελλιπείς και η συμμετοχή των πολιτών περιορισμένη.
Η δημοτική διοίκηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση προβάλλοντας ένα αφήγημα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Δημιουργούνται εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα που ενημερώνουν τους πολίτες για τα δρομολόγια αποκομιδής, τοποθετούνται αισθητήρες πληρότητας στους κάδους και προστίθενται QR codes για την παροχή οδηγιών ανακύκλωσης. Ένα ειδικό σώμα επιτήρησης καθαριότητας συγκροτείται για να ελέγχει την τήρηση του προγράμματος. Παράλληλα, εγκαθίστανται υπόγειοι κάδοι σε ορισμένα σημεία, με στόχο τη βελτίωση της αισθητικής και τη μείωση των υπερχειλίσεων.
Η πραγματικότητα όμως δεν αλλάζει ουσιαστικά. Οι ψηφιακές λύσεις είναι χρήσιμες, αλλά δεν αρκούν από μόνες τους. Η επιτήρηση δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν συνοδεύεται από αυστηρή επιβολή κανόνων και πραγματικές κυρώσεις. Οι ελλείψεις σε προσωπικό και εξοπλισμό περιορίζουν δραστικά την αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας. Τα συνεργεία είναι συχνά εξαντλημένα, ο στόλος γηρασμένος και οι βάρδιες ανεπαρκείς για να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες.
Η οικονομική διάσταση του ζητήματος είναι επίσης κρίσιμη. Το κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων αυξάνεται συνεχώς, καθώς οι χρεώσεις για ταφή και μεταφορά μεγαλώνουν, τα καύσιμα ακριβαίνουν και οι απαιτήσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας γίνονται αυστηρότερες. Οι δημοτικοί προϋπολογισμοί πιέζονται, οι δαπάνες για καθαριότητα περιορίζονται και οι υπηρεσίες αναγκάζονται να κάνουν συνεχώς περισσότερα με λιγότερα μέσα.
Αν συγκρίνει κανείς την Αθήνα με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η απόσταση γίνεται ακόμη πιο εμφανής. Εκεί, οι κανόνες είναι σαφείς και εφαρμόζονται χωρίς εξαιρέσεις. Οι πολίτες γνωρίζουν ότι η παράνομη ρίψη συνεπάγεται υψηλά πρόστιμα, ενώ οι δημοτικές αρχές επενδύουν σε εκτεταμένα δίκτυα κάδων και σε σύγχρονες μονάδες επεξεργασίας. Η ενημέρωση των πολιτών είναι συνεχής και τα δεδομένα δημόσια. Οποιοσδήποτε μπορεί να δει πότε πέρασε το απορριμματοφόρο, πότε αδειάστηκε ο κάδος της γειτονιάς του και σε πόσες ώρες απομακρύνθηκαν τα ογκώδη. Το αποτέλεσμα είναι ότι η καθαριότητα θεωρείται δεδομένη και όχι ζητούμενο.
Η Αθήνα μπορεί να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα, αλλά για να το κάνει χρειάζεται ριζική αλλαγή προσέγγισης. Απαιτείται ολοκληρωμένος σχεδιασμός που να βλέπει την πόλη στο σύνολό της, όχι μόνο το ιστορικό της κέντρο. Χρειάζεται επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογικό εξοπλισμό, αλλά και αποφασιστικότητα στην επιβολή κανόνων. Η ανακύκλωση πρέπει να γίνει βασικό εργαλείο και όχι συμπληρωματική επιλογή, ενώ οι πολίτες οφείλουν να συμμετάσχουν ενεργά και υπεύθυνα. Η καθαριότητα δεν είναι υπηρεσία που παρέχεται από τον δήμο, είναι μια συλλογική προσπάθεια που αντικατοπτρίζει το επίπεδο πολιτισμού και σεβασμού μιας κοινωνίας.
Η πρωτεύουσα δεν μπορεί να συνεχίσει να πνίγεται στα απορρίμματα της καθημερινότητάς της. Δεν μπορεί να επαναπαύεται σε ωραία λόγια και εφαρμογές όταν η εικόνα των δρόμων μαρτυρά παραίτηση. Μια πόλη που θέλει να θεωρείται ευρωπαϊκή οφείλει να δείχνει την πρόοδό της όχι μόνο στα έργα βιτρίνας, αλλά και στα πιο απλά, στα πιο καθημερινά, στα πιο ουσιώδη. Και τίποτα δεν είναι πιο ουσιώδες από το να μπορείς να περπατάς στους δρόμους της χωρίς να χρειάζεται να αποστρέψεις το βλέμμα σου.