Της Μαριάννας Γεωργαντή
Ο Εμανουέλ Μακρόν επέλεξε να επαναφέρει τον Σεμπαστιέν Λεκορνύ στη θέση του πρωθυπουργού την Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2025, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την αιφνιδιαστική παραίτησή του. Η κίνηση στοχεύει σε ένα και μόνο πράγμα: να υπάρξει προϋπολογισμός για το 2026 πριν από το τέλος του έτους και να τερματιστεί η κυβερνητική παράλυση. Ο Λεκορνύ αποδέχθηκε «από καθήκον» και ζήτησε «λευκή επιταγή» για τις διαπραγματεύσεις με τα κόμματα και για τις επιλογές προσώπων, δεσμευόμενος πως η νέα κυβέρνηση θα είναι «κυβέρνηση αποστολής», αποσυνδεδεμένη από τις προεδρικές φιλοδοξίες του 2027 και με σύνθεση που θα σηματοδοτεί ανανέωση.
Το ημερολόγιο, ωστόσο, δεν συγχωρεί. Ο Προϋπολογισμός (PLF) πρέπει να περάσει από το υπουργικό συμβούλιο τη Δευτέρα 13 Οκτωβρίου και να κατατεθεί στην Εθνοσυνέλευση έως τις 15 Οκτωβρίου. Από εκεί και πέρα ανοίγει παράθυρο σκληρών διαπραγματεύσεων μέχρι την τελική δημοσίευση στο Journal Officiel πριν από τις 31 Δεκεμβρίου. Αν το χρονοδιάγραμμα εκτροχιαστεί, η Γαλλία κινδυνεύει να καταφύγει σε ειδικό νόμο προσωρινών δαπανών, που διασφαλίζει τη συνέχεια του κράτους αλλά «παγώνει» τις επενδύσεις , πολιτική και οικονομική ήττα για τον πρόεδρο.
Στο πολιτικό πεδίο, η επανατοποθέτηση του Λεκορνύ λειτούργησε σαν πυροκροτητής. Από τα αριστερά έως την άκρα δεξιά, τα κόμματα προαναγγέλλουν λογοκρισία του νέου κυβερνητικού σχήματος. Η Ανυπότακτη Γαλλία (LFI) μιλά για «νέα πρόκληση» και ετοιμάζει πρόταση μομφής με το που εκφωνηθεί η δήλωση γενικής πολιτικής. Οι Οικολόγοι δηλώνουν ότι δεν βλέπουν «κανένα επιχείρημα» για να μη στηρίξουν τη λογοκρισία, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα ζητά επιστροφή στις κάλπες. Καθοριστικοί, όπως πάντα, οι Σοσιαλιστές: προειδοποιούν ότι θα καταψηφίσουν αν δεν υπάρξει «άμεση και πλήρης» αναστολή της μεταρρύθμισης των συντάξεων και εγκατάλειψη του 49.3.
Στο κέντρο–δεξιά, οι Ρεπουμπλικάνοι (LR) παραμένουν διχασμένοι. Παρά μεμονωμένες φωνές που μιλούν για «ευκαιρία σταθερότητας», η ηγεσία τους δεν θέλει συμμετοχή στην κυβέρνηση. Η UDI εισηγείται «στήριξη χωρίς συμμετοχή», ενώ στο προεδρικό στρατόπεδο δεν λείπουν οι αμφισβητήσεις για τη «μέθοδο» του Ελιζέ και τον κίνδυνο περαιτέρω απομόνωσης του προέδρου.
Στο τραπέζι, για να κατευναστεί η ένταση, έπεσε και μια περιορισμένη παραχώρηση στο καυτό θέμα των συντάξεων: προσωρινή επιβράδυνση της αύξησης του ορίου ηλικίας έως το 2027. Πρακτικά, οι γεννημένοι το 1964 θα μπορούν να φύγουν στα 62 και 9 μήνες (αντί για 63), ενώ για τη γενιά του 1965 το όριο «επιστρέφει» στα 63 (αντί για 63 και 3 μήνες). Μετά το 2027, η πορεία προς τα 64 επανεκκινεί. Για την Αριστερά αυτό δεν είναι αναστολή αλλά «μετατόπιση»· επιπλέον, δεν θίγεται η σταδιακή αύξηση των απαιτούμενων ετών ασφάλισης. Δημοσιονομικά, η χαλάρωση έχει κόστος 1,5–3 δισ. ευρώ το 2027, ανάλογα με το σενάριο, μέσω περισσότερων πρόωρων συνταξιοδοτήσεων και χαμένων εισφορών, ένα βάρος που θα πρέπει να απορροφήσει ο νέος προϋπολογισμός.
Τι αλλάζει, λοιπόν, πραγματικά; Ο Λεκορνύ επιχειρεί να κυβερνήσει «αλλιώς»: με ανοικτές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, με πρόσωπα που δεν θα χρησιμοποιήσουν τα υπουργεία ως εφαλτήριο για το 2027 και με προσπάθεια να αντλήσει ανοχή από τμήμα της δεξιάς χωρίς επίσημες συγκυβερνήσεις. Όμως οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί δεν έχουν μεταβληθεί. Η απειλή μομφής παραμένει άμεση και, αν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες παραχωρήσεις που να πείθουν τους Σοσιαλιστές, το κυβερνητικό σχήμα μπορεί να κλονιστεί πριν καν προλάβει να καταθέσει τον προϋπολογισμό.
I Μακρόν επέλεξε τη «συνέχεια» με τον μόνο παίκτη που εμπιστεύεται απόλυτα· ο Λεκορνύ αναλαμβάνει μια αποστολή υψηλού ρίσκου με ρολόι που μετρά αντίστροφα. Αν βρει τις ελάχιστες γέφυρες για τον Προϋπολογισμό 2026, η Γαλλία αποφεύγει την ειδική νομοθεσία και κερδίζει λίγο χρόνο. Αν όχι, το ενδεχόμενο λογοκρισίας, διάλυσης ή νέων εκλογών θα επιστρέψει στο προσκήνιο πιο έντονο από ποτέ.