Του Σωτήρη Σκουλούδη
Στην πιο κρίσιμη συγκυρία των τελευταίων χρόνων για τη θεσμική θωράκιση εναντίον της διαφθοράς, η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας Λάουρα Κοβέσι ήρθε επισκέφτηκε την Αθήνα φέρνοντας στο προσκήνιο το αμφιλεγόμενο άρθρο 86 και την ασυλία των πολιτικών προσώπων. Με εμβληματικές παρεμβάσεις και αυστηρά μηνύματα, η Ευρωπαία Εισαγγελέας πυροδότησε τη δημόσια συζήτηση, θέτοντας το ελληνικό σύστημα λογοδοσίας ενώπιον των ευρωπαϊκών του υποχρεώσεων και ανέδειξε την ένταση μεταξύ της θεσμικής ασυλίας των πολιτικών και της ανάγκης για αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαφθοράς.
Με αυστηρές δηλώσεις και αιχμές, η Ευρωπαία Εισαγγελέας απαίτησε θεσμικές τομές και αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος, φέρνοντας στο προσκήνιο ανοιχτά ερωτήματα για τους περιορισμούς του ελληνικού δικαίου και τη λογοδοσία της εξουσίας. Οι αντιδράσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης κατέδειξαν την πολιτική σημασία της παρέμβασής της και τις ευρύτερες επιπτώσεις στις εξελίξεις γύρω από τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη.
Τι ανέφερε η Ευρωπαία Εισαγγελέας
«Για χρόνια, εγκληματίες με βοήθεια κρατικών λειτουργών έκλεβαν ευρωπαϊκά χρήματα που προορίζονταν να βοηθήσουν έντιμους αγρότες,» τόνισε η Ευρωπαία Εισαγγελέας, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του ΟΠΕΚΕΠΕ ως «ακρωνύμιο διαφθοράς και νεποτισμού.» Μεταφορικά, κάλεσε τις ελληνικές αρχές «να καθαρίσουν τους στάβλους του Αυγεία», επισημαίνοντας πως η Δικαιοσύνη είναι η μόνη που μπορεί να δώσει λύση σε χρόνιες παθογένειες.
Στην υπόθεση των Τεμπών, η Κοβέσι δεν δίστασε να αναφερθεί ευθέως: «Η διαφθορά μπορεί να σκοτώσει. Τα Τέμπη είναι τέτοιο παράδειγμα. Η τραγωδία θα είχε αποφευχθεί αν είχαν εφαρμοστεί οι συμβάσεις τηλεδιοίκησης.» Βαθιά ενόχληση προκάλεσε το γεγονός ότι, σύμφωνα με την ίδια, «η έρευνα για την εγκληματική δραστηριότητα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί λόγω του Ελληνικού Συντάγματος.» Έδωσε, ωστόσο, ελπίδα για θεσμική αλλαγή: «Η Βουλή μπορεί να το αλλάξει αυτό με αναθεώρηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Το συντομότερο το καλύτερο».
Το άρθρο 86 συγκεκριμένα και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών αποτέλεσαν στόχους έντονης κριτικής: «Το άρθρο 86 του Συντάγματος έρχεται σε αντιπαράθεση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η πρόθεση υπάρχει από την κυβέρνηση να αλλάξει. Ελπίζω να υπάρξει πολιτική απόφαση και να γίνει σύντομα. Αν δεν αλλάξει, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ως προς τη δίωξη πολιτικών προσώπων, γιατί λειτουργούμε με βάση την ελληνική νομοθεσία».
Η επίμονη διατήρηση του άρθρου προκαλεί «ασυλία» του πολιτικού συστήματος, διευκολύνοντας συστημικά φαινόμενα διαφθοράς, όπως υπογράμμισε η Ευρωπαία Εισαγγελέας, και αποτελεί κορυφαία πρόκληση για τη μεταρρύθμιση της θεσμικής λογοδοσίας στην Ελλάδα.
Ζητώντας ενίσχυση του ελληνικού τμήματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Κοβέσι ξεκαθάρισε πως «η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν είναι κάποιοι που μένουν στο Λουξεμβούργο, δεν είμαστε ξένοι. Υπάρχει παρανόηση σε αυτό. Είμαστε μέρος του εθνικού συστήματος».
Αποφεύγοντας την καλλιέργεια εντυπώσεων, η Ευρωπαία Εισαγγελέας κατέστησε σαφές ότι η διαφθορά είναι διεθνές φαινόμενο: «Αν θεωρείτε ότι υπάρχει διαφθορά μόνο στην Ελλάδα, δεν ισχύει αυτό. Δεν υπάρχει κράτος που να μην υπάρχει διαφθορά. Αυτό που βλέπουμε εδώ το βλέπουμε και σε άλλα μέλη».
«Δεν είναι καθήκον μόνο των εισαγγελέων να λυθεί το θέμα της διαφθοράς. Επηρεάζει τις ζωές όλων μας, υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στη διαφθορά και τη φτώχεια,» πρόσθεσε, καλώντας σε συλλογική δράση. Προειδοποίησε παράλληλα όσους επιχειρούν να εμποδίσουν το έργο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας: «Όποιος σκέφτεται να παρέμβει ή να εκφοβίσει το έργο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην Ελλάδα, να το ξανασκεφτεί. Η δικαιοσύνη δεν είναι ριάλιτι σόου.»
Τέλος, αναφέρθηκε στην «επιχείρηση Καλυψώ», χαρακτηρίζοντάς την ως «τη μεγαλύτερη τελωνειακή απάτη όλων των εποχών στην Ευρώπη» και τόνισε την αναγκαιότητα για πρόσθετους πόρους και προσωπικό στην ελληνική Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ώστε να θωρακιστεί ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός από απώλειες.
Τι πρέπει να γίνει άμεσα
Η βασική απαίτηση πάντως της Λάουρα Κοβέσι προς την Ελλάδα ήταν η άμεση αλλαγή του άρθρου 86 και του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Υπογράμμισε την αναγκαιότητα αναθεώρησης του Συντάγματος και ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας ώστε να διευκολυνθούν οι διώξεις διαφθοράς πολιτικών προσώπων.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε επίσης στην ανάγκη ενίσχυσης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην Ελλάδα, τόσο με πόρους όσο και με προσωπικό – θεωρώντας πως αυτό θα συμβάλει στην πιο αποτελεσματική προστασία των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε την παρουσία και τις παρεμβάσεις της Κοβέσι ως εποικοδομητικές, επισημαίνοντας πως «δεν αποκαλύφθηκε κανένα μεγάλο, κρυμμένο μυστικό» και πως οι θέσεις της Ευρωπαίας Εισαγγελέως δεν στρέφονται ευθέως κατά της Ελλάδας. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ο εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης υποστήριξαν ότι η ελληνοευρωπαϊκή συνεργασία είναι άψογη, μιλώντας για «μύθο» συγκάλυψης όπως προβάλλεται από την αντιπολίτευση. Παράλληλα, υπουργικές πηγές τόνισαν ότι δεν υιοθετήθηκαν από την Κοβέσι ακραίες, επιθετικές τοποθετήσεις κατά της κυβέρνησης, επιδιώκοντας να εμφανίσουν την αντιπολίτευση απομονωμένη στο επιχείρημά της περί πολιτικής συγκάλυψης.
Η αντίδραση της αντιπολίτευσης
Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση υποδέχθηκε τις παρεμβάσεις Κοβέσι ως μια ηχηρή επιβεβαίωση των χρόνιων καταγγελιών της για ατιμωρησία και αδυναμία αποτελεσματικής διερεύνησης πολιτικών ευθυνών. Επισημάνθηκε ότι η Ευρωπαία Εισαγγελέας έφερε με τη δημόσια παρουσία της στο προσκήνιο όλα τα ερωτήματα για τον ρόλο του άρθρου 86, την ανάγκη διαφάνειας και την ευθύνη του πολιτικού προσωπικού – προσφέροντας επιχειρηματολογία στην απαίτηση για ριζικές, θεσμικές τομές στο σύστημα λογοδοσίας και στη λειτουργία του κράτους δικαίου.
Το άρθρο 86 του Συντάγματος και οι επιπτώσεις του
Το άρθρο 86 του Ελληνικού Συντάγματος καθορίζει ειδικές διαδικασίες για την ποινική δίωξη υπουργών και υφυπουργών, παραχωρώντας τους σημαντική ασυλία σε σχέση με κακουργήματα ή πλημμελήματα που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ενεργοποίηση των διαδικασιών εξαρτάται από τη βούληση της Βουλής, ενώ οι όποιες διώξεις υπόκεινται σε ιδιαίτερα στενές προθεσμίες παραγραφής.
Όπως έχουν αναφέρει ειδικοί, το άρθρο, στην πράξη, έχει λειτουργήσει ως εμπόδιο για την απρόσκοπτη διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς που αφορούν πολιτικά πρόσωπα, εμποδίζοντας την απόδοση ευθυνών μέσω της δικαιοσύνης. Οι περιοριστικές προθεσμίες παραγραφής συχνά οδηγούν σε έμμεση ατιμωρησία για υποθέσεις που αφορούν δημόσιο χρήμα και ευρωπαϊκά κονδύλια, ενώ ειδικές υποθέσεις όπως το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ και η τραγωδία στα Τέμπη έχουν αναδειχθεί ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις που οι έρευνες δεν μπορούν να προχωρήσουν εις βάθος, όσο το συγκεκριμένο άρθρο παραμένει αμετάβλητο.