Το πρόσφατο τραγικό περιστατικό με τον θάνατο 16χρονης στο Γκάζι έφερε ξανά στο προσκήνιο την ολοένα και αυξανόμενη χρήση αλκοόλ από εφήβους. Μέσα σε λίγες ημέρες, αντίστοιχα περιστατικά σε Σαντορίνη και Λεχαινά Ηλείας ανέδειξαν το εύρος του προβλήματος, το οποίο καταγράφεται πλέον σε όλη τη χώρα. Παρά τη νομική απαγόρευση, η πρόσβαση των ανηλίκων στο αλκοόλ παραμένει εύκολη, ακόμη και για παιδιά που μεγαλώνουν σε περιβάλλον με αυστηρή επίβλεψη.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τρία νέα ψηφιακά μέτρα μέσω gov.gr και gov.gr wallet: υποχρεωτική ψηφιακή καταχώριση εκδηλώσεων με στοιχεία διοργανωτών, δημιουργία μητρώου επιχειρήσεων που διαθέτουν αλκοόλ, καπνό ή προϊόντα άτμισης και ψηφιακή επαλήθευση ηλικίας για όσους αγοράζουν οινοπνευματώδη.
Τα στοιχεία της έρευνας ESPAD 2024 προκαλούν ανησυχία:
- 92% των 16χρονων δηλώνει ότι μπορεί εύκολα να προμηθευτεί αλκοόλ
- 86% έχει ήδη καταναλώσει
- 37% δήλωσε υπερκατανάλωση τον τελευταίο μήνα
- Τα περιστατικά μέθης αυξήθηκαν από 10% το 2019 σε 13% το 2024
Παρά το γεγονός ότι συνολικά η έκθεση των εφήβων στο αλκοόλ μειώνεται διαχρονικά, τα επεισόδια επικίνδυνης κατανάλωσης σε συγκεκριμένες περιστάσεις αυξάνονται.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τονίζει ότι πάνω από το 50% των 15χρονων έχει ήδη δοκιμάσει αλκοόλ, ενώ σχεδόν 40% δηλώνει κατανάλωση τον τελευταίο μήνα — με σαφείς κινδύνους για την υγεία, όπως δηλητηριάσεις, ατυχήματα και πιθανότητα εθισμού.
Η Μονάδα Εφηβικής Υγείας της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής ΕΚΠΑ αναφέρει ότι όλο και περισσότερα παιδιά απευθύνονται για βοήθεια, εκφράζοντας άγχος, μοναξιά και ανάγκη εκτόνωσης. Οι ειδικοί υπογραμμίζουν τη μεγάλη επιρροή της παρέας, των social media και των διαδικτυακών προκλήσεων, που ενισχύουν ριψοκίνδυνες συμπεριφορές σε έναν εγκέφαλο που ακόμη αναπτύσσεται.
Η ψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου επισημαίνει ότι για πολλούς εφήβους η κατανάλωση αλκοόλ λειτουργεί ως «σύμβολο» αυτονομίας και ενηλικίωσης. Παράγοντες όπως χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος, παρορμητικότητα ή ήδη υπάρχουσες δυσκολίες αυξάνουν τον κίνδυνο επικίνδυνης κατανάλωσης. Αντίθετα, μια υγιής σχέση γονέα–παιδιού και ανοιχτή επικοινωνία μπορούν να λειτουργήσουν ως σημαντική προστασία.
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η λύση απαιτεί συνδυασμό δράσεων: πιο αυστηρούς ψηφιακούς ελέγχους, ενημέρωση, σχολικά προγράμματα πρόληψης και ενίσχυση των δεσμών στην οικογένεια. Στόχος είναι η μείωση των ατυχημάτων και η προστασία της ψυχικής και σωματικής υγείας των νέων.